Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 24 Μαϊος 2018 23:43

Η ΑΛωCΗ ΤΗC ΠΟΛΗC - 565 χρόνια μετά (μέσα από ποιήματα μεγάλων Ελλήνων ποιητών)

“Της Αγια Σοφιάς οι πόρτες
δεν ανοίγουν με κλειδιά,
μον’ ανοίγουν με λεβέντες
με Ρωμαίικα σπαθιά>
(Παραδοσιακό τραγούδι-ύμνος της Θράκης)

 

 
Στις 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη, η Κωνσταντινούπολη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών έπειτα από 54 μέρες πολιορκίας (από τις 6 Απριλίου). Με αρχηγό τους το σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ κατορθώνουν να υλοποιήσουν τον ευσεβή πόθο τους, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα μνημεία της και σταδιακά κατακτούν και τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.
Περισσότερο από όλον τον Ελληνισμό οι Θρακιώτες είμαστε δεμένοι με την Πόλη και το Βυζάντιο.  Η Θράκη είναι η περιοχή με ελληνικό πληθυσμό, η πιο κοντινή στην Πόλη. Την Αγκαλιάζει κυριολεκτικά. Θυμάμαι ο παππούς μου από τα αναστενάρικα χωριά Κωστί και Μπροντίβο της Ανατολικής Ρωμυλίας στα οποία ήταν ανεπτυγμένη η επεξεργασία του ξύλου και ειδικά στο σκάλισμα του ξύλου (έπιπλα, τέμπλη, δεσποτικά, άμβωνες κ.λ.π), μου έλεγε ότι πήγε δυο φορές στην πόλη από το λιμάνι του Βασιλικού (σήμερα Τσάρεβο) της  Μαύρης θάλασσας, με καράβι που μετέφερε ξυλεία και επεξεργασμένα προϊόντα του ξύλου, από τα πλούσια σε δάση οροσειρά της Στράντζας. Και τι δεν μου εξιστορούσε για τα ταξίδια αυτά (όταν πέθανε ήμουν23 χρόνων). Σε ηλικία 23 χρόνων ήρτε πρώτα στη Λάρισα στο Χαζακλάρ (σήμερα Αμπελώνας) και μετά στο1925 στο Ηράκλειο Λαγκαδά. Στρατεύτηκε και πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρασιατική Εκστρατεία.
Η δικιά μου εμπειρία από την πρώτη φορά που πήγα στην Πόλη, κατά την επίσκεψη στην Αγιά Σοφιά, ξεχάστηκα στον γυναικωνίτη να εξετάζω με θαυμασμό από κοντά τα υπέροχα ψηφιδωτά και καθυστέρησα το γκρουπ που με περίμενε για αρκετή ώρα. Και βέβαια και τότε και τις επόμενες φορές που πήγα, ρούφηξα την ιστορία της Πόλης  και του Βυζαντίου, ψηλαφώντας ένα – ένα τα μνημεία, τα δημιουργήματα του πολιτισμού (Φανάρι, Πατριαρχείο, Μεγάλη του Γένους Σχολή, το υδραγωγείο του Ουάλη (Μ. Κωνσταντίνου), η μονή Ζωοδόχου Πηγής του Μπαλουκλί, η Αγ. Ειρήνη, το Πέρα  (Γαλατάς – Μπέγιογλου, τον φημισμένο Βόσπορο, τα Πριγκηπόννησα, κ.λ.π, κ.λ.π., κ.λ.π. Τι να πρωτοπείς, τι να νοσταλγήσεις και γιατί να πρωτο-κλάψεις… ),
Η Άλωση αποτέλεσε θέμα έμπνευσης για τους ανώνυμους δημιουργούς του δημοτικού τραγουδιού. Τα προηγούμενα χρόνια σε δύο δισέλιδα αφιερώματα στις εφημερίδες μας παρουσιάσαμε τους θρήνους για την Άλωση, αληθινά αριστουργήματα, που δημιούργησαν αυτοί οι ανώνυμοι δημιουργοί του λαού μας.
Το γεγονός της Αλώσεως, τραυματικό και οδυνηρό, συνεχίζει να συγκινεί.
Οι νεοέλληνες ποιητές εμπνέονται από το ιστορικό γεγονός και αφιερώνουν τα ποιήματά τους κυρίως στον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ με συχνές αναφορές στους γνωστούς θρύλους.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός στα ποιήματά το του, «Ο τελευταίος Παλαιολόγος» και το «Μπαλουκλί»
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης  στο ποίημά του «Πάρθεν», το 1921 όπου αναμοχλεύει την είδηση για το χαμό της Πόλης και αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι του Πόντου, «Πάρθεν η Ρωμανία»
Ο Κώστας Καρυωτάκης, στο ποίημά του «Μαρμαρωμένε Βασιλιά»,
Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο «Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου»

Παραθέτω αποσπάσματα από μερικά ποιήματα Ελλήνων ποιητών με όποιες ενστάσεις μπορεί να έχω με το περιεχόμενο κάποιων.

 

Ὀδυσσέας Ἐλύτης (1969)
Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ~ (απόσπασμα)
Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν  ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου   Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ – κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους    κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους    Ἔναν     ποὺ τοῦ χαμογελούσε    τὸν
Ἀληθινόν    ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Τοῦ ῾φερναν    Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε    στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται    πλῶρες μαύρων καραβιών    τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα    ὄθε    μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα    σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα    θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του    ἄσπαστη    κειτάμενος
Αὐτὸς  ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!


Γ. Βιζυηνού
Το Μπαλουκλί
(Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής)
Σαράντα μέρες πολεμᾷ ὁ Μωχαμὲτ νὰ πάρῃ
την Πόλη τὴν μεγάλη.
Σαράντα μέρες ἔκαμεν ὁ ῾γούμενος τὸ ψάρι
στὰ χείλη του νὰ βάλῃ.
Ἀπ᾿ τὲς σαράντα κι ὕστερα, πεθύμησε νὰ φάγῃ
τηγανισμένο ψάρι.
–Ἂν μᾶς φυλάγ᾿ ἡ Παναγιὰ καθὼς μᾶς ἐφυλάγει,
τὴν Πόλη ποιὸς θὰ πάρη;
Ρίχτει τὰ δίχτυα στὸν γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
–Θεός νὰ τὰ βλογήσῃ!
Τὸ λάδι βάλλει στὴν φωτιὰ μὲς στ᾿ ἀργυρὸ τηγάνι,
για νὰ τὰ τηγανίσῃ.
Τὰ τηγανίζ᾿ ἀπὸ τὴν μιά, καὶ πά᾿ νὰ τὰ γυρίσῃ
κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.
Ὁ παραγιός του βιαστικὰ πετᾷ νὰ τοῦ μιλήσῃ,
καὶ τάχασεν ὁ γέρος!
–Μην τηγανίζῃς, γέροντα, καὶ μὄσχισε τὸ ψάρι
στην Πόλη τὴν μεγάλη!
Τὴν Πόλη τὴν ἐξακουστὴ οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πάρει,
μᾶς κόβουν τὸ κεφάλι!
–Στὴν Πόλη Τούρκου δὲν πατοῦν κι Ἀγαρηνοῦ ποδάρια!
Μὲ φαίνεται σὰν ψεύμα!
Μ᾿ ἂν εἶν᾿ ἀλήθεια τὸ κακό, νὰ σηκωθοῦν τὰ ψάρια
νὰ πέσουν μὲς στὸ ρεῦμα!
Ἀκόμ᾿ ὁ λόγος βάσταγε, τὰ ψάρι᾿ ἀπ᾿ τὸ τηγάνι,
τὴν μία μεριὰ ψημένα,
πηδήξανε κι ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ἀκόμ᾿ ὡς τώρα πλέουνε, κόκκιν᾿ ἀπὸ τὸ μέρος,
ὅπου τὰ εἶχε ψήσει.
Φυλάγουν τὸ Βυζάντιο ν᾿ ἀναστηθῇ κι ὁ γέρος
νὰ τ᾿ ἀποτηγανίση.
 
Γεώργιος Βιζυηνός (1882)
Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος (Ατθίδες Αύραι)
 (απόσπασμα)
- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!

 

Μαρμαρωμένε Βασιλιά
Κωνσταντίνος Καρυωτάκης
Και ρίχτηκε με τ' άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.
Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ' αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.

Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π' ακόμα χτες εστόλιζ' ένα θρόνο,
κι εσφάλισε - οϊμένανε! - για πάντ' αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν' ελπίδες μόνο,

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος  Ω, δοξασμένη μέρα!

 

Κ.Π.Καβάφης:
Πάρθεν (Κρυμμένα ποιήματα)
(Από το παραδοσιακό τραγούδι του Πόντου, «Πάρθεν η Ρωμανία»)
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»

Κιλκίς 18-5-2018