Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024, 10:13:17 μμ
Δευτέρα, 24 Σεπτεμβρίου 2012 18:38

Κώστας Πινέλης : "Βρεξούδια, Χελιδονίσματα, Συντιάκα, Μιτζιά."


pinelis
Τα Βρεξούδια:
Πρόκειται για μια περίεργη γιορτή που γινόταν στις 7 Γενάρη, του Αϊ  Γιαννιού, όταν είχε αγιαστεί το νερό και είχαν πάψει οι φουρτούνες στη Μαύρη Θάλασσα. Τότε οι Αγχιαλίτες νιόγαμπροι εκείνου του χρόνου, συνοδευόμενοι από άρρενες συγγενείς και φίλους πήγαιναν στο ακρογιάλι και έπεφταν στη θάλασσα. Ύστερα από το λουτρό επέστρεφαν στο σπίτι και  διασκέδαζαν.Το έθιμο εκτός από την Αγχίαλο, γινόταν σε όλες τις παράλιες περιοχές της Αν Ρωμυλίας στην Μαύρη Θάλασσα. Από το Μπαλτζίκ, την αρχαία Διονυσούπολη, Βάρνα, Μεσημβρία, Πύργο, Ζώπολη, Αγαθούπολη, Βασιλικό και αλλού.
Πρώτος αναφέρθηκε στο έθιμο ο Δ. Πετρόπουλος και ακολούθησαν και άλλοι, όπως ο Τρ. Τζουνής και ο Δ. Οικονομίδης
Στις Καστανιές ανήμερα των Φώτων τα παλικάρια του χωριού «βουτούσαν στη Θάλασσα. Στο ίδιο χωριό ο παπάς στην απόλυση της εκκλησιάς έβρεχε τα κεφάλια.
Στην Πέτρα της Αν Θράκης την επόμενη των Θεοφανίων, οδηγούσαν τους προύχοντες του χωριού σε ένα από τα’ αγιάσματα της περιοχής και τους έβρεχαν παίρνοντας μπαξίσια.
Στο Σιναπλί οι αγρότες έντυναν ένα ψευτοπαπά, τον πήγαιναν σε μακρινή βρύση, τον κατάβρεχαν και τον έλουζαν και έπειτα τους έκανε τραπέζι ο ίδιος ο παπάς.
Το βούτημα στο νερό είχα γονιμική σημασία, ήταν καθαρμός μαζί και ξαναγενημός. Η καταγωγή του εθίμου βρίσκεται στην αρχαία Θράκη στα Διονυσιακά Δρώμενα. Οι γυναίκες λούζονταν πριν το γάμο τους στο ποτάμι. Οι Τρωαδίτισσες νύφες στον ποταμό Σκάμανδρο.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια γινόταν, ιδιαίτερα στην Αγχίαλο Μαγνησίας όμως τα τελευταία χρόνια, όμως έχει ατονήσει η διεξαγωγή του.
Σήμερα το έθιμο τελείται στην Μονοκκλησιά Σερρών από Ανατολικορωμυλιώτες πρόσφυγες

Τα Χελιδονίσματα
Η 1η Μάρτη για τους Βυζαντινούς ήταν η αρχή του πολιτικού έτους όπως η 1η Σεπτέμβρη η αρχή του θρησκευτικού έτους (αρχή της Ινδίκτου).
Τα χελιδονίσματα της Άνοιξης υπάρχει λόγος να θεωρούνται συνέχεια από την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο. Τα έψαλαν τα παιδιά κατά τον Μήνα Βοηδρομιώνα.
Το πανάρχαιο έθιμο διατηρήθηκε στο Βυζάντιο από τον Ελληνισμό της Βόρειας και Αν. Θράκης. Ήταν και είναι άγνωστο στις άλλες εθνότητες που κατοικούσαν στην περιοχή.
Ένα αρχαίο Ελληνικό τραγούδι που διασώθηκε και μας το παρέδωσε ο Αθήναιος γύρω στο 200 μ.Χ., το τραγούδι της Χελιδόνος, είναι το αρχαιότερο που έχουμε και οι στίχοι του είναι όμοιοι με το σημερινό Θρακιώτικο τραγούδι που ψέλνουν τα παιδιά με τον ερχομό της Άνοιξης.
Την πρώτη μέρα της άνοιξης ,την Ιη του Μάρτη, ένας θίασος αγοριών και κοριτσιών κρατώντας χάρτινα ομοιώματα  χελιδόνας ,στεφάνια ,καλάθι με κισσό και κουδούνια στα χέρια υποδέχονται την άνοιξη με αγερμούς από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας το τραγούδι της χελιδόνας
 Ήρθεν, ήρθεν χελιδόνα /ήρθε κι άλλη μελιηδόνα/κάθισε κι λάλησε / και γλυκά κελαήδησε /Μάρτη, Μάρτη μου καλέ και Απρίλη φοβερέ /κι αν φλεβίσεις /κι αν τσικνίσεις /καλοκαίρι θα μυρίσεις/ κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις, πάλιν Άνοιξιν θ’ ανθίσεις.
θάλασσαν επέρασα και στεριά δε ξέχασα/κύματα κι αν έσχισα/ έσπειρα κονόμησα/ έφυγα κι αφήκα σύκα/ και σταυρό και θημωνίτσα/ κι ήρθα τώρα κι ήβρα φύτρα/ κι ήβρα χόρτα, σπάρτα, βλίτρα.
Συ καλή νοικοκυρά έμπα στο κελάρι σου/ φέρ’ αυγά περδικωτά/ και πουλιά σαρακοστά/ δώσε και μια ορνιθίτσα/ φέρε και μια κουλουρίτσα…
Το αρχαίο τραγούδι που τραγουδούσαν οι πρόγονοι των σημερινών παιδιών έλεγε;
Ήλθεν, ήλθεν, χλιδών/ καλάς ώρας άγουσα/ και καλούς ενιαυτούς…

Η «συντιάνκα»
Η «συντιάνκα» ήταν το νυχτέρι των γυναικών από το Σεπτέμβρη μέχρι τα πρώτα κρύα του Οκτώβρη Έθιμο της Αν Ρωμυλίας που τελείται σήμερα σε περιοχές με Ανατολικορωμυλιώτες πρόσφυγες όπως από το Σιναπλί και το Μ. Μοναστήρι.
Γυναίκες κάθε ηλικίας μαζεύονταν -«αντάμωναν»- στα σταυροδρόμια ή στις πλατείες, άναβαν φωτιές και γύρω από αυτές έπαιρναν τις ρόκες ή τα αδράχτια τους για να γνέσουν το μαλλί και να κάνουν κλωστές.
O σκοπός της ήταν κυρίως κοινωνικός, αφού αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο ένα «νυφοπάζαρο». Στις σιντιάνκες, τα ελεύθερα κορίτσια συνοδεύονταν από τις μάνες, τις κουνιάδες, τις θείες ή τις παντρεμένες αδελφές τους. Τα αγόρια κατά τη διάρκεια της βραδιάς μαζεύονταν και σεργιάνιζαν όρθια τις κοπέλες, αποφασίζοντας ποιά θα παντρευτούν.
Οι «σιντιάνκες» κρατούσαν έως και τα περασμένα μεσάνυχτα. Τα ελεύθερα αγόρια και κορίτσια είχαν περισσότερη ελευθερία την περίοδο αυτή, λόγω του ότι οι πατεράδες τους έλειπαν, με τα κάρα στο βουνό, για να φέρουν ξύλα για το χειμώνα.
Το τραγούδι των κοριτσιών είχε συγκεκριμένο στίχο και ειδικό τρόπο ερμηνείας. Έπρεπε να είναι μακρόσυρτο, διαπεραστικό, να ακούγεται τη νύχτα μακριά, ώστε να στέλνει τα ερωτικά του μηνύματα και να βρίσκει το αυτί και την καρδιά του εκλεκτού, αφού όπως έλεγαν μαζεύονταν «για να αϊγαπήσουν και να αϊγαπηθούν».

«Ν’ αηγόρους ν’ κόρη π’ αγαπάει (μ’)
γιεμ’ τ’ ν αγαπάει , γιεμ τουν γιλάει.
Για κάτσι , κάτσι αηγόρι μου (μ’)
Τ’ αρνίχθια ακόμα δεν λάλ’σαν,
τα μικρουπαίδια τώρα κλαιν,
πααιν’ οι μάνις για νιρό.
Ξεγέλασε τον αηγόρου τ’ς
τουν έφιξι στ’ σιντιάνκα»
Στο Ν. Μοναστήρι τραγουδιέται το παρακάτω τραγούδι «Ξένος-το τραγούδι της Συντιάκας»
Ξένους απού ΄νι σ'ν ξινιτιά πρέπει να βαστά μαύρα Μαύρους ήταν, μαύρα βαστά, μαύρουν καβαλικεύει. Του μαύρου καβαλίκιβιν τριών χρουνών πουλάρι, Τη στράτα στράτα πήγνιν, του Θιο παρακαλούσιν: «Κύρκου μ' να βρου την κόρη μου του βράδυ να κοιμάτι». Καταπώς παρακάλισιν,έτς(ι) κι τη βρίσκει . «Βάλι, κόρη μ' κρυιό νιρό να πιου κι ΄γω κι ι μαύρους μου» Σαράντα κόφις* τράβηξιν, στα μάτια δε του κοίταξιν, Κι άλλις σαράντα τέσσερις, στα μάτια τουν κοιτάζει. Στα μάτια μον' τουν κοίταζιν κι βαρουναστινάζει «Τα' έχεις , κόρη μ΄, κι θλίβισι κι βαριουναστινάζεις; Mήνα-ν η μανα σ΄πέθανιν , μήνα-ν ι τάτουιζ * χάθειν; Μήνα-ν απού τ' αδέρφια σου κανένας τούρκους ίνγκιν;*» «Ν-άντραν έχου στην ξινιτιά τώρα δώδικα χρόνια Κι αν δε φανεί κι αν δεν δα ρθει , καλόγρια δα γίνου, Σι μαναστήρι δα κλειστού κι μαύρα δα τα βάψου».
                                                            Η μιτζιά
Παλιότερα, μια φορά το χρόνο κάθε νοικοκυρά, αν είχε καλαμπόκια για ξεφλούδισμα, φώναζε τα νεαρά κορίτσια για να την βοηθήσουν. Τα κορίτσια καλοντυμένα έφταναν το βραδάκι στο σπίτι της.
Πριν αρχίσουν οι δουλειές, στρώνανε το τραπέζι για να φάνε. Μετά το φαγητό τα κορίτσια δούλευαν τραγουδώντας και λέγοντας ιστορίες και αστεία. Τα αγόρια μαζεύονταν και αυτά εκεί, κάθονταν και κουβέντιαζαν.
Τα κορίτσια έβαζαν λουλούδια στα αυτιά, παρέχοντας έτσι την δυνατότητα στο κάθε αγόρι να εκδηλώσει τα αισθήματά του στην κοπέλα που αγαπούσε, παίρνοντας το λουλούδι από το αυτί της. Όταν πια τα κορίτσια έμεναν χωρίς λουλούδια στα αυτιά, τα αγόρια καληνυχτούσαν κι έφευγαν. Όταν οι δουλειές τελείωναν, ακολουθούσε πάλι φαγητό και τα κορίτσια έπεφταν για ύπνο.

Πηγές-βιβλιογραφία:
1.    Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου: Συμπόσια Λαογραφίας
2.    .Π. Παπαχριστοδούλου: Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού – Θρακικά.
3.    Κώστα Θρακιώτη: Λαϊκή Πίστη και Λατρεία στη Θράκη

Στο επόμενο: Τζαμάλα, καμήλα. Σούρβα (τα έθιμα του δωδεκαήμερου)

Πρόσθετες Πληροφορίες

  • Υπότιτλος: ΘΡΑΚΗ – Ιστορία, Λαογραφία, Μουσική, Ηθη και Εθιμα