Τρίτη, 19 Μαρτίου 2024, 5:09:48 πμ
Σάββατο, 12 Ιανουαρίου 2019 21:00

Όταν τα σχολεία δεν έκλειναν...

Του Θεοφύλακτου Παγλαρίδη.

Ήταν χειμώνας του 1967 προς "68. Η γεροντική μου μνήμη δεν με βοηθά αν έγινε η αλλαγή του έτους ή βρισκόμασταν ακόμα στο ...σωτήριο έτος 1967. Στο μικρό Ελευθεροχώρι, οι τουλάχιστον 20 μαθητές Γυμνασίου ετοιμαζόμασταν να κινήσουμε με τα πόδια για το Χέρσο όπου λειτουργούσε από λίγα χρόνια νωρίτερα εξατάξιο γυμνάσιο. Οι γηραιότεροι θυμούνται και το τριτάξιο.


Πρωί στις έξι ξυπνήσαμε. Έξω λυσσομανούσε ο χιονιάς. Με τουλάχιστον μισό μέτρο χιόνι στους δρόμους και στις αυλές. Χώρια που σε πολλά σημεία τα ανεμοσούρια δημιούργησαν βουνά ενός και δυο μέτρων. Δεν θυμάμαι αν ήδη είχαν δρομολογηθεί λεωφορεία να μας μεταφέρουν από τις εξήμιση προς και κατά τις δυο από το Γυμνάσιο Χέρσου. Αλλά και να είχαν, με τους δρόμους έμφορτους με μισό μέτρο χιόνι, που να γίνουν δρομολόγια...
Πρώτη τάξη γυμνασίου η αφεντιά μου, έβλεπα έντρομος από τα παράθυρο το χιόνι. Μαζί και το ψοφόκρυο λειτουργούσαν αποτρεπτικά να δρασκελίσω έστω από το κατώφλι του σπιτιού.
Οι γονείς στις δουλιές. Τα ζα - τρεις τέσσερις αγελάδες, μια δυο γουρουνομάνες με κάπου 20 γουρνοπούλια, έπρεπε να ταϊστούν, να καθαριστεί ο στάβλος...
Κι εγώ στο παράθυρο να σκέφτομαι πως θα περπατήσουμε μέχρι το Χέρσο από τον χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε κοφτά - κάπου τέσσερα χιλιόμετρα από το σπίτι μέχρι το Γυμνάσιο.
Μέχρι που χτύπησε η πόρτα. Άνοιξα και στην πόρτα η ξαδέλφη μου η Λίζα, ένα χρόνο μεγαλύτερη, δευτέρα τάξη Γυμνασίου, στα δικά μου μάτια του ψαρωμένου πρωτοετούς, περίπου φάνταζε ως παλαίμαχος.
Κουκουλωμένη με όσα ρούχα διέθεταν τότε τα φτωχικά νοικοκυριά, για να αντέξει τη διαδρομή μέσα στα χιόνια και την ανεμοθύελλα.
- Άντε Φίλο (έτσι προσφωνούσαν εμένα τον Θεοφύλακτο τότε και συγκινούμαι όταν συνεχίζουν να με αποκαλούν έτσι χωριανοί μου μιας κάποιας ηλικίας) ντύσου να ξεκινήσουμε, θα αργήσουμε...
Κι όταν διέκρινε μια κάποια δική μου επιφύλαξη, η Λίζα, τώρα συνταξιούχος Γυμνασιάρχης και λαμπρή φιλόλογος, εξαπέλυσε το συντριπτικό επιχείρημα:
- Ξέρεις Φίλο, αν δεν πάμε δεν θα πάρουμε μια απουσία, αλλά έξι! Οι απουσίες μετράνε με τις ώρες, όχι με τις μέρες!
Αυτό ήταν. Διαλύθηκαν και οι τελευταίες αμφιβολίες μου. Ήμουν και πρωτάκι κι άντε να εξηγήσεις στον πατέρα σου πως έκανες έξι απουσίες, όταν θα λάμβανε ιδιοχείρως τους "ελέγχους" Με βαθμούς και απουσίες ανά τρίμηνο.
Ήρθε κι η συγχωρεμένη η μάνα μου, έψαξε να βρει τα βαρύτερα ρούχα, με τύλιξε σε αυτά, κουκουλώθηκα από κορφής έως ονύχων - κάπως σαν τη Λίζα- και κινήσαμε δυο παιδιά 12 - 13 χρόνων, άντε η Λίζα νάχε γεμάτα τα 13, να πάμε στο Χέρσο.
Κατεβήκαμε την κατηφόρα - κουτρουβαλήσαμε πέστε καθώς η κλίση είναι μεγαλύτερη από 30 μοίρες, - περάσαμε το ποτάμι, τον Αγιάκ με τον μεγάλο κορμό δέντρου, ξυμένο επιτήδεια για να λειτουργεί ως γέφυρα, διανύσαμε το πιο επικίνδυνο κομμάτι της διαδρομής κάπου 500-600 μέτρα μέσα στο κοίλωμα που σχηματίστηκε από το ρου του Αγιάκ, με τροπική εκείνη την εποχή βλάστηση, και βγήκαμε στο ξέφωτο από όπου ένας χωμάτινος ευθύς δρόμος οδηγούσε στο Χέρσο.
Είπα το πιο επικίνδυνο κομμάτι της διαδρομής καθώς οι λύκοι δεν ήταν τότε άγνωστο είδος, αλλά η καθημερινότητά μας ιδιαίτερα τον Χειμώνα με χιόνια καθώς έψαχναν για τροφή. Και εμείς, δυο παιδιά, μισοί μέσα στο χιόνι, να προσπαθούμε να δρασκελίσουμε τα παγωμένα πόδια μας, μαντεύοντας τη σωστή διαδρομή του δρόμου που είχε θαφτεί από το χιόνι.
Λένε πως ήταν η χρονιά, μαζί με εκείνη του '63 που έπεσε τόσο πολύ χιόνι. Μη το δραματοποιούμε περισσότερο, στα μάτια μας άλλωστε ο πηγαιμός αποτελούσε μια ακόμα μαθητική υποχρέωση και τίποτε περισσότερο.
Με τα πολλά κι αφού χρειάστηκε πάνω από μια ώρα να κουτρουβαλάμε στα χιόνια, μπήκαμε στο Χέρσο. Κι απόμενε το ευκολότερο κομμάτι της διαδρομής, να διανύσουμε όλο το χωριό, να βγούμε ακριβώς στην απέναντι άκρη του όπου χτίστηκε και λειτουργούσε το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο, τώρα αν δεν κάνω λάθος κτήριο του τριτάξιου Γυμνασίου Χέρσου. Το Λύκειο στεγάζεται σε κτήρια που κατασκευάστηκαν αρκετά χρόνια αργότερα αφότου αποφοίτησα το 1973.
ΦΥΣΙΚΑ και το Γυμνάσιο λειτουργούσε. Ούτε καν σκέψη υπήρχε πως μπορεί να κλείσει επειδή χιόνιζε. Στα έξι χρόνια που φοίτησα εκεί δεν έκλεισε ούτε μια μέρα.
Μόνο που αργήσαμε. Το κουδούνι είχε χτυπήσει, κάπου στις 8.10 αν θυμάμαι καλά. Η Λίζα, παλαίμαχος ήδη, δεν δείλιασε. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα στην αίθουσα όπου το μάθημα της πρώτης ώρας βρισκόταν στα μισά. Εγώ, το "ψάρι" φοβήθηκα την παρατήρηση πως άργησα και έμεινα στο διάδρομο να περιμένω το διάλλειμα.
Περιττό να περιγράψω σε ποια κατάσταση βρισκόμασταν ύστερα από τον ωριαίο ...περίπατό μας στα χιόνια.
Είδε τη Λίζα να μπαίνει στην αίθουσα ο καθηγητής κι έμεινε.
- Από πού ήρθες παιδί μου; ρώτησε.
- Από το Ελευθεροχώρι, απάντησε η Λίζα.
- Και πως ήρθες; Μόνη σου;
- Με τα πόδια ήρθα κ. καθηγητά. Και δεν ήμουν μόνη..
Κάπως ησύχασε ο καθηγητής. Και ξαναρωτά
- Ποιος σε έφερε;
- Με ένα συμμαθητή μου ήρθαμε κ. καθηγητά. Αυτός ντράπηκε να μπει στην τάξη, και περιμένει στο διάδρομο, τον ...αποτέλειωσε η Λίζα.
Δεν θυμάμαι - πέρασαν και 42 χρόνια από τότε- αν βγήκε ο καθηγητής να με βάλει στην τάξη ή περίμενα στο διάδρομο το διάλλειμα για να μπω.
Απλά κάθε που χιονίζει και κλείνουν τα σχολεία θυμάμαι τα δικά μας χρόνια. Τα δύσκολα, με τις υπερβολές τους, αλλά και τις χαρές τους, μα πάνω από όλα τη δίψα να πάμε σχολείο.
Δίψα που ξεκινούσε από τους γονιούς, τους πρόσφυγες δεύτερης γενιάς, που πάση θυσία ήθελαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να ξεφύγουν από τη δική τους μοίρα.
Κι απόμεινε μαργαριτάρι μνήμης πολύτιμο να το διηγούμαστε και να γελάμε τώρα κάθε που βρισκόμαστε με τη - και ξαδέλφη μου- Λίζα.
Ένοιωσα την ανάγκη να το διηγηθώ όχι κατ'ανάγκην για να κακίσω, πλαγίως έστω, την ευκολία με την οποία κλείνουν στις μέρες μας τα σχολεία. Οι καιροί άλλαξαν, αλλάξαμε όλοι.
Αλλά κάθε φορά που κλείνουν τα σχολεία, νοιώθω μια στεναχώρια. Μην τα κλείνουμε για πέντε πόντους χιόνι. Κι αυτό επειδή δεν μπορούμε να καθαρίσουμε αυλές και δρόμους. Περισσότερος σεβασμός σ' αυτήν την ιερή λειτουργία που μας κάνει ανθρώπους.