Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 12:36:32 μμ
Τετάρτη, 02 Ιουλίου 2008 07:30

Αφιέρωμα στο Φούλατζικ της Μ. Ασίας

 Συγκλονιστικά είναι τα όσα καταγράφει στο βιβλίο του «Οι τελευταίες μέρες της Νίκαιας», ο δημοσιογράφος Φ.Κ., το Νοέμβριο του 1921, που βρέθηκε στο μέτωπο της Τουρκικής θηριωδίας, στη Μικρά Ασία. Το ίδιο συγκλονιστική είναι και η μαρτυρία που καταγράφει την καταστροφή του Φούλατζικ και φιλοξενείται στο βιβλίο.Τα στοιχεία από το βιβλίο, μας δόθηκαν από τον πρόεδρο της Εταιρείας Μικρασιατικών Σπουδών Ευρωπού, Απόστολο Καραγιαννόπουλο, και τα παρουσιάζουμε, ως ένα ελάχιστο φόρο τιμής στον ελληνισμό της Ανατολής, που θυσιάστηκε ή ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες.

 

Οι τελευταίες μέρες
της Νίκαιας
Όταν τον φετινόν Απρίλη έφθασα στη Νικομήδεια, απεσταλμένος από την  ε-φημερίδα  "Εμπρός"  για να παρακολουθήσω το εκεί πολεμικό μας μέτωπο, βρέ-θηκα, πριν ακόμη πατήσω το πόδι μου στη στεριά, εμπρός στην εικόνα της μεγαλύ-τερος φρίκης και καταστροφής.
Από το βαπόρι που επλέαμε στον κόλπο της Νι-κομήδειας εβλέπαμε τους καπνούς των χριστιανικών χωριών, Νεοχώρι, Οβατζίκ, Τολγκέλ, Καρά-Τέτα που τα έκαιαν οι Τούρκοι, και όταν εφθάσαμε στο λιμάνι της Νικομήδειας είδαμε την παραλία γεμάτη από πρόσφυγες, ΄Ελληνες, Αρμενίους, Κιρκασίους, Τούρκους ακόμη που έφευγαν από τον τουρκικό τυφώνα.
Όλη η α-τμόσφαιρα της Νικομήδειας, ήταν πνιγμένη από τις φωνές και τη βοή των προσφύγων και δεν έβλεπες τίποτα άλλο σ' όλη την πολιτεία παρά χιλιάδες ανθρωπίνων κουρελιών που με τη δυνατή εκείνη φρίκη στο πρόσωπο τους έλεγαν, όλο σου έλεγαν, όλο σου έλεγαν πως φέρθηκεν ο Τούρκος σ' αυτούς και στα χωριά των.
Υστερα από κάμποσο καιρόν, ένα απόγευμα του Μάη, φάνηκεν ένα αγγλικό καταδρομικό, ο "Κένταυρος", στο λιμάνι της Νικομήδειας και οι χιλιάδες των προ-σφύγων εμάθαιναν πως στο καταδρομικό αυτό ήταν μια επιτροπή από δύο Αγ-γλους αξιωματικούς, έναν Ιταλό και έναν Γάλλο, που έρχονταν στη Νικομήδεια για να εξετάσουν τις ωμότητες των Τούρκων και τις... ελληνικές αγριότητες. Την άλλη ημέρα βγήκεν η επιτροπή στη Νικομήδεια, επήγε στο σπίτι του ΄Αγγλου αρμοστού της Νικομήδειας και σε τρεις ώρες μέσα εδέχτηκε  και άκουσε κι εξέτασε τις επιτροπές εβδομήντα σχεδόν Ελληνικών Αρμενικών και Κιρκασιακών χω-ριών και πολιτειών που είχαν πάθη και σφαγιασθή από τους Τούρκους. Η επιτρο-πή ρωτούσε δύο λόγια τους παπάδες και τους προέδρους των χωριών και ύστερα έλεγε:
- Καλά  καλά, να έρθουν άλλοι.
Τι θα μάθαιναν στην ολιγόλεπτη αυτήν εξέταση που έκαναν για τους σφαγιασμούς χιλιάδων ανθρώπων και πως θα εσυγκινόνταν τα ίδια τα μέλη της επιτρο-πής από τα δύο λόγια μόνο που άφηναν τους παθιασμένους ανθρώπους να τους πουν !
Εσκέφτηκα από τότε να μαζέψω πληροφορίες για τους σφαγιασμούς και τους διωγμούς που έκαναν οι Τούρκοι της περιοχής της Νικομήδειας στους Χριστια-νούς και στους Κιρκασίους αλλά η εκκένωση της Νικομήδειας από τον Ελληνικό στρατό που ακολούθησεν ύστερα από λίγο καιρό δε μου έδωσεν όλη την ευκαιρί-α να μαζέψω άρτιο  το υλικό μου:
Εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, Ελληνες, Αρμένοι, Κιρκάσιοι, Αλβανοί, Πέρσαι και Τούρκοι ακόμη έφευγαν μαζί με τον Ελληνικό στρατό, πέρνοντας μαζί των μόνο τη ψυχή των, στο πλησίασμα των Τούρκων του Κεμάλ, και εύρισκαν σωτηρία και άσυλο στη ελεύθερον Ελλάδα και η τελευταία εκείνη περιπέτεια της Ατυχης Νι-κομήδειας, που έδινε και τη λύση στην τραγωδία των σφαγών και των διωγμών, μου έδειχνεν άλλη μια φοράν ακόμη πόσο ανάγκη ήταν να μάθη ο πολιτισμένος κόσμος ποιοι είναι οι Τούρκοι.
Από την περιοχή της Νικομήδειας, μια περιοχή με σαρανταπέντε σχεδόν ελ-ληνικές πολιτείες και χωριά, με σαράντα σχεδόν αρμενικά χωριά και πολιτείες και με άλλα τόσα κιρκασιακά, δεν έχει μείνη σήμερα άλλο τίποτα από στάχτη και ερείπια, και οι εκατό χιλιάδες των σφαγιαμένων κατά τον αγριότερο τρόπο πού έχει να μας δείξει η ιστορία ανθρώπων, και οι σωροί οι ατελείωτοι των ανθρωπί-νων κοκάλων που είναι σκορπισμένα στα βουνά, στους κάμπους, στα δάση και στις χαράδρες της Νικομήδειας, μας λέγουν με τη στυγνή ρητορική των ποιοί εί-ναι οι Τούρκοι.
Τα αφηγήματα μου, που δημοσιεύονται στις σελίδες του βιβλίου αυτού, εξα-κριβωμένα στο περιεχόμενο τους με κάθε προσοχή, δίνουν μια ωχρότατη εικόνα της μεγάλης τραγωδίας της Νικομήδειας.

Φ.Κ.
Αθήνα, Νοέμβρης 1921

 

Oι τελευταίες ημέρες του Φούλατζικ 

 

 Τέσσερις ώρες μακριά από τη Νίκαια βρίσκοταν το Φουλαζίκ με τα πολλά του νερά, τα πυκνά δάση του, τους δυνατούς άνδρες του και τις ωραίες Ελληνοπού-λες του. Δίκαια το Φουλαζίκ ελέγοταν από τους Τούρκους των γύρω χωριών -Κιουτσούκ Γιουνάν - Μικρή Ελλάδα - και το αρχαίο βυζαντινό Ατύμυλο, στο Φουλαζίκ, δίκαια διατηρούσε τη συνέχιση της ζωής του.
-Στις  23 Ιουνίου του 1920, αρχίζει τη διήγηση του ο Παύλος Μπαλίδης, ένας από τους άνδρες του Φουλαζίκ που εσώθηκαν και είχαν καταφύγει στη Νικομή-δεια, βγήκα από το σπίτι πρωί πρωί πηγαίνοντας να φωνάξω τους ανθρώπους μου από τα σπίτια των να θερίσαμε το σιτάρι. Μόλις όμως είχα βγει από την πόρτα του σπιτιού μου και ακούω δυνατό καλπασμό ιππικού που έτρεχε στο καλντερίμι της αγοράς. Την ίδια στιγμή είδα καμιά τριανταριά Τούρκους χωριάτες οπλισμένους που έτρεχαν καβάλα στ' άλογα ενώ από το άνοιγμα της αγοράς φάνηκε τακτικός στρατός και χωροφύλακες που κατέβαιναν από το Καραμουσάλ και από την Νί-καια. Στην αγορά μας οι χριστιανοί ήσαν σαν ασβέστης άσπροι και αμίλητοι έτρε-χαν γλήγορα γλήγορα να κρυφτούν στα σπίτια των. Πολλοί έλεγαν σιγά σιγά, πως επειδή ήταν η Τρίτη φορά που οι Τούρκοι πατούσαν το χωριό μας, θα μας έπαιρ-ναν πια ότι μας άφησαν άπαρτο τις δύο πρώτες φορές σε χρήματα, ζώα και πράγ-ματα. Στο καφενείο της Αγοράς είδα τους Τούρκους αντάρτες από το γειτονικό μας χωριό Τσιφλίκ Κιο, Ισμιν Ειλί Χασάν Αγά, Νταούτ Τσαούς και τα δύο παιδιά του Εμίν Μπέη αρχηγού των ανταρτών. Ήσαν γνωστοί μου τους εκαλημέρισα μα αυτοί έκαναν πως δεν με είδαν, Μέσα στο καφενείο ο καφετζής Νικόλαος Ανα-στασίου τους έκανε καφέ και όταν τους τον έφερε και τον έπιασαν, ο πρόεδρος του χωριού Γεώργιος Χατζηχρήστου επήγε να πληρώσει αλλά αυτοί του είπαν:
-Όχι, όχι, έχομε διαταγή εμείς να πίνομε τους καφέδες και εμείς να τους πληρώνομε.
Σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται γύρω από τους πέντε Τούρκους πολλοί πρό-κριτοι του Φουλαζίκ να τους παρακαλούν και να τους λένε:
-    Χρήματα και πράματα σας δίνομε, αλλά μη μας κλείσετε μέσα στο χωριό γιατί είναι καιρός του θερισμού και πρέπει να βγούμε να θερίσαμε το ψωμί μας.
Και ο Νταούτ Τσαούς είπε:
-    Δεν έχομε διαταγή ακόμη να σας πάρομε χρήματα, αλλά όποιος βγει έξω από
το χωριό θα τον χτυπούμε. Κοιτάχτε  να μη χάσομε εξ αιτίας σας καμιά σφαίρα.
Στην αγορά άρχισαν να μαζεύονται όλο να μαζεύονται και άλλοι Τούρκοι πε-ζοί και με άλογα και το χωριό εγέμιζεν από τους χριστιανούς που οι Τούρκοι καβαλαρέοι έτρεχαν και τους εμάζευαν από τα χωράφια και τους έφερναν μέσα. ΄Ο-λους τους Τούρκους τακτικούς και άτακτους τους διηκούσεν ο Κεμάλ, ο πολιτικός διοικητής του Καραμουσάλ. Αυτός είχε διατάξει τον παπα-Φίλιππα και τους άλλους προκρίτους να μαζέψουν τα χρήματα και τα κοσμήματα του κόσμου, και έτσι παραδώσαμε σε τρεις ώρες μέσα 1800 λίρες χαρτονομίσματα της εκκλησιάς, ότι κοσμήματα μας είχαν αφήσει οι Τούρκοι από τις άλλες φορές των γυναικών μας, και άλλες 3000 λίρες χάρτινες που μαζεύτηκαν από τον κόσμο. Σ' όλο το χω-ριό με όλη την κίνηση που γινόταν από τους Τούρκους λες και είχε πέσει η σιωπή του θανάτου. Όταν έφθασε το μεσημέρι ο Δαούτ Τσαούς και ο ένας γιος του Εμίν Βέη παράγγειλαν στον κόσμο να φέρει τροφή για εξακόσιους Τούρκους, ψωμί, τυρί, κρέας. Ο κόσμος έφερνεν άφθονα τρόφιμα και γλυκά σε τσουβάλια και σε κοφίνια στα επτά καφενεία του χωριού, που είχαν μαζευθεί οι Τούρκοι. Σε κάθε καφενείο εκάθονταν τριάντα ως σαράντα Τούρκοι, ενώ οι άλλοι ήταν έξω και εί-χαν κυκλωμένο το χωριό. Οι Τούρκοι των καφενείων ότι τους άρεσε το έτρωγαν και ότι δεν τους άρεσε το πετούσαν. Όταν πια είχαν φάει καλά οι Τούρκοι είπαν πάλιν οι πρόκριτοι στους υπαρχηγούς των ανταρτών Ικμέτ και Νταούτ Τσαούς:
-    Αφήστε μας να μιλήσουμε με τον αρχηγό σας και να του πούμε ότι όλα τα ζώα
μας και τα πράγματα μας είναι δικά σας.
Και ο Νταούτ Τσαούς είπε :
-    Είναι πολλοί αρχηγοί και ο δικός μας αρχηγός είναι ο Χατζή Μεμέτβεης από  το Καραμουσάλ. Απέναντι κάθεται έξω από το χωριό στο λόφο.
Επήγαμεν ο πρόεδρος Χατζηχρήστου ο Κ.Καραθανάσης και εγώ στο Χατζή Μεμέτ. Τον είδαμε ξαπλωμένο στα χόρτα και ο πρόεδρος μας που ήταν παλιός φίλος του Χατζή Μεμέτ, του είπε :
-    Χατζή Μπέη σε συγχαίρω που έφθασες σ' αυτή τη θέση, Τώρα η καλή μας
τύχη θα είναι πια στα χέρια σου.
Ο Μεμέτ έτριψε τα μάτια του τεντώθηκε σα να σηκωνόταν από το κρεβάτι του και είπε:
-    Εγώ μόνος δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Πρέπει να συνεννοηθώ με το γενικό
αρχηγό μας, τον διοικητή του Καραμουσάλ, Κεμάλ που είναι τώρα στο Παπουτσάκ Δερβέν.
Μας εκοίταξεν ύστερα με άγριο βλέμμα και έκοψε την ομιλία. Τότε μπήκεν α-μέσως ο φόβος στην καρδιά μας και εφύγαμε με τρομάρα. Ενώ μπαίναμε στο χω-ριό εβλέπαμε τρεις Τούρκους εδώ, τέσσερις αλλού, πέντε εκεί, να μπαίνουν μέσα στα σπίτια και να τα ξεγυμνώνουν από τα πράγματα μας. Έξω από το κοινοτικό καφενείο άκουσα τον γιο του παπά Φίλιππα τον Αντώνη να λέει του Νταούτ Τσα-ούς  που τον είχε φίλο.
- Τί θα γίνει τώρα με μας;
- Καλλίτερα Αντώνη, του είπεν εκείνος να μη σε είχα φίλο, Θα γίνει μεγάλη σφα-γή και θα πας και συ μαζί με τους άλλους. Μόνο όσα χρήματα έχεις δώσε μου τα τώρα έτσι με το καλό.

* * *
Κατά το μεσημέρι ήρθε και ο Κεμάλ από το ελληνικό Παπουτσάκ που το είχε πυρπολήσει εκείνη την ημέρα και άρχισε να δίνη μυστικές διαταγές. Ύστερα από λίγο ο παπα Φίλιππος άρχισε να γυρίζει κατά διαταγή του Κεμάλ στα σπίτια και να λέγει ότι ο Κεμάλ διάταξε να μαζευθούν όλοι οι άνδρες και τα παιδιά από δεκα-τεσσάρων χρόνων και απάνω στην εκκλησιά του αγίου Γεωργίου γιατί είχε να τους μιλήσει ο ίδιος. Από εμάς όμως κανένας δεν ήθελε να πάει στην εκκλησιά γιατί ξέραμε τι θα μας επερίμενεν εκεί, και όλοι, γυναίκες, άνδρες, γέροι, παιδιά, εκρυβόμαστε στα υπόγεια, στους κήπους, στις στέγες των σπιτιών ή προσπαθούσαμε να γλυτώσομε φεύγοντας από το πολιορκημένο χωριό.
Στις δυόμισι το απόγευμα ακούσαμε το ντελάλη του χωριού να φωνάζει.
-    Όλοι οι άνδρες να μαζευθούν στην εκκλησιά που θα μιλήσει ο Κεμάλ.΄Οποιος
μείνει στο σπίτι δεν θα βγει από εκεί ζωντανός.
Αυτή τη φορά από τους άνδρες άλλοι άρχισαν να βγαίνουν έξω και άλλοι πάλι προτιμούσαν να σκοτωθούν μέσα στα σπίτια των παρά να πάνε στην εκκλησιά. Οι Τούρκοι όμως έμπαιναν στα σπίτια, τραβούσαν τους άνδρες με τη βία, έπαιρναν από τα σπίτια ότι έβρισκαν, εξεγύμνωναν τον κόσμο από τα ρούχα του και από τα παπούτσια του. Χιλιάδες μουλάρια και άλογα ήσαν φορτωμένα με τα πράγματα μας και οι Τούρκοι άλλοι έσερναν τον κόσμο στην εκκλησιά και άλλοι οδηγούσαν τα φορτωμένα ζώα στα χωριά των. Οι δρόμοι του Φουλαζίκ απηχούσαν από τα πέταλα των ζώων, από τις φωνές των Τούρκων που τα οδηγούσαν και από τις βρι-σιές των άλλων Τούρκων που έσερναν τον κόσμο.
Στις τρεις η ώρα ακούστηκε να χτυπά η καμπάνα του Αη Γεώργη και ο ντελάλης ποιο δυνατά τώρα φώναζε :
-    Να μαζευτούν όλοι οι άνδρες γιατί ήρθεν ο Κεμάλ από το Παπουτσάκ να μιλή--
σει.
Άνοιξα μια τρύπα στον οπίσω τοίχο του σπιτιού μου που ήταν ξύλινος και επερίμενα. Έλεγα πως ανέβαζαν οι Τούρκοι φωτιά σπίτι μου θα έφευγα με την γυναί-κα μου από την τρύπα. Έξαφνα άκουσα ποδοβολητό αλόγων έξω από το σπίτι μου και είδα από μια χαραμάδα του παραθύρου πέντε Τούρκους που έδεναν τα άλογα των στην πόρτα του σπιτιού και τους έριχναν σανό.
Ένας από τους Τούρκους είπε:
-Μωρέ οι πόρτες όλες είναι κλειστές εδώ, πού επήγαν οι γκιαούρηδες;
     -Γαμώ το σταυρό τους και τη ν πίστη τους, είπεν ο άλλος τι σε νοιάζει τώρα για τις κλεισμένες
πόρτες αφού όλα τα σπίτια θα τ' ανοίξαμε.
Άρχισαν να χτυπούν και να σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών και από τη χαρα-μάδα του παραθύρου είδα άλλους Τούρκους να τραβούν τη γυναίκα και τα κορί-τσια του προκρίτου Δ. Σαράφη και να τις φέρνουν κατά την Αγορά. Άλλος Τούρ-κος εφαίνοταν που έριχνε πετρέλαιο στις πόρτες και έβαζε φωτιά για να καούν μέσα οι κλεισμένοι άνθρωποι ζωντανοί. Το διπλανό σπίτι είχε πιάσει φωτιά και εί-δα από τη χαραμάδα του παραθύρου μου δυο νέους, τον Γιώργο Μαναζή και τον Ν.Ιωάννου να τινάζονται μέσα από τις φλόγες του σπιτιού και οι Τούρκοι να τους πυροβολούν. Ο Τούρκος που έβαζε φωτιά στα σπίτια ήρθε και στο δικό μου, έλυσεν από την πόρτα τα άλογα, έριξε πετρέλαιο και έβαλε φωτιά. Το σπίτι μου φούντωσε σε λίγο και τιναχτήκαμε έξω από την τρύπα μαζί με τη γυναίκα μου. Περνούσαμε μέσα από τους πυροβολισμούς. Τα σπίτια έτριζαν και εκπυρσοκρο-τούσαν, τα όπλα εβόιζαν, οι βλασφημίες και οι φωνές των Τούρκων έσχιζαν τον αέρα. Ήταν σαν μια σωστή κόλαση. Άνθρωποι από εδώ και από κει έφευγαν μέσα από τις φλόγες και οι Τούρκοι τους χτυπούν με τα όπλα ή τους έπιαναν και τους έσερναν για να τους φέρουν στην εκκλησιά. Την γυναίκα μου την έχασα από την πρώτη στιγμή από τα μάτια μου και έτρεχα μόνος μου για να σωθώ. Έξαφνα φά-νηκαν μπροστά μου οΖιάτ Τσαούς με άλλους αντάρτες και με αρπάζουν από το λαιμό.
- Που πηγαίνεις; μου είπαν.
- Βγήκα έξω γιατί έπιασε φωτιά το σπίτι μου.
- Τι να τον κάνωμε αυτόν; ρώτησεν ένας Τούρκος τον ΣιάτΤσαούς.
- Πηγαίνετε τον στην εκκλησιά μαζί με τους άλλους.


* * *
Μέσα στην εκκλησιά του Αη Γεώργη ήταν μαζεμένοι ως τριακόσιοι άνδρες και αγόρια από δεκατεσσάρων χρόνων και απάνω έκλαιαν και προσεύχονταν και μα-ζεύονταν στο γέρο εβδομηντάρη παπα Φίλιππα να βρουν παρηγοριά και να τους μεταλάβει. Αυτός όμως είχε κομμένη τη μιλιά και ήταν αδύνατο να μιλήσει. Μέσα στην εκκλησιάν ήρθε τότε ο ίδιος ο Κεμάλ του Καραμουσάλ, εκαβαλίκεψε τον παπα Φίλιππα που του είχαν περάσει στο στόμα δύο Τούρκοι χαλινάρι από σχοινί και άρχισε να τον τραβά έτσι καβάλα έξω από την εκκλησιά. Ο παπα Φίλιππας έπεσε κάτω λιποθυμημένος και ο Κεμάλ τότε του έβγαλε με το μαχαίρι του το ένα του μάτι και ύστερα διάταξε και τον έσυραν έξω από την εκκλησιά. Ύστερα είδαμε από τις χαραμάδες που είχαν οι κλεισμένες πόρτες της εκκλησιάς να ρίχνουν πε-τρέλαιο στις πόρτες και να ανάβουν σπίρτα για να βάλουν φωτιά. Μια φωνή βγή-κε τότε.
-    Καιόμαστε, καιόμαστε, βάλανε φωτιά.
Και χυθήκαμε με ουρλιάσματα στα στασίδια και στις εικόνες της εκκλησιάς και αρχίσαμε μ' αυτές να χτυπούμε τη μεγάλη πόρτα για να βγούμε έξω. Οι φωτιές και ο καπνός εγέμιζαν την εκκλησιά και οι Τούρκοι άρχισαν να μας πυροβολούν και να μας σκοτώνουν. Ύστερα από λίγο η μεγάλη πόρτα άνοιξεν από τις μεγάλες μας προσπάθειες και χυθήκαμε έξω με μουγκρητά. Τρεις τέσσαρες χει-ροβομβίδες όμως που μας έριξαν οι Τούρκοι στο σωρό άφησαν κάτω τους πιο πολλούς από εμάς, ενώ τα όπλα δεν σταματούσαν να μας χτυπούν από όλα τι μέρη. Οι σφαίρες έπεφταν σαν ένα ροδάνι βρρ! Ή σαν μια δυνατή μπόρα χωρίς καμιά διακοπή. Επάψαμε να βλέπομεν ο ένας τον άλλο και στα μάτια μας ήταν μόνον ένας πέπλος από θολό καπνό. Οι Τούρκοι φωνάζανε:
-Χτυπάτε χτυπάτε τους γκιαούρηδες. Χτυπάτε.
Βρέθηκα πεσμένος σ' ένα χανδάκι χωρίς να ξεύρω πώς και έμεινα για πολλή\ ώρα ζαρωμένος εκεί. Πιο πέρα έπαιζαν όργανα και καμιά εικοσαριά κορίτσια του χωριού μας εχόρευαν εμπρός στους Τούρκους ολόγυμνα. Ύστερα είδα δυο γυναίκες που έπεφταν με τα παιδιά των στην αγκαλιά στον κρημνό και άλλοι Τούρκοι φάνηκαν να σέρνουν τον παπα Φίλιππα που θα είχε πια ξεψυχήσει, μ' ένα σχοινί περασμένο στο λαιμό του. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν ούτε μια στιγμή και οι φωνές και τα κλάματα και τα τραγούδια δεν σταματούσαν ούτε αυτά. Είχε1 αρχίσει να νυχτώνει και αποφάσισα στο τέλος να τραβηχτώ από το χανδάκι μου και να βγω έξω από το χωριό. Στην άκρη του χωριού, έξω σχεδόν από το χωριό βρισκόταν το σπίτι του Γιάννη Τζιβελέκη που το είχαν οι Τούρκοι ρίξει πριν από είκοσι ημέρες. Κρύφτηκα στα ερείπια του σπιτιού και μέσα ηύρα τον γιατρό Αντώνη Αναγνωστόπουλο, τον Αγγελάκη Χατζηαγγελίδη τον Σωκράτη Δαναξίδη με την γυναίκα του και την κόρη του, τον Ιορδάνη Τσερεξή. Ύστερα ακούσαμε ένα σφύριγμα κοντά μας και μια φωνή :
-Χασάν Τσαούς στον απάνω μαχαλά μείνανε κάτι λίγα σπίτια.
Και άλλη φωνή :
- Βάλε φωτιά και έλα από δω γλήγορα.
Ακούσαμε το θόρυβο των κλαδιών που εσχίζονταν στο πέρασμα ανθρώπων και συρθήκαμε όλοι προς τη ρεματιά για να μη μας πιάσουν οι Τούρκοι. Στ' αυτιά μου σφύριξαν σε μια στιγμή πολλές σφαίρες και όταν σταμάτησαν οι πυροβολι-σμοί προχώρησα πάλι κατά τη ρεματιά. Ενώ κατέβαινα τη ρεματιά εσκόνταβα σε πτώματα συγχωριανών μας και από τη λάμψη των σπιτιών του απάνω μαχαλά που είχαν φουντώσει τώρα και εκαίονταν εγνώρισα σκοτωμένους τους Αθανάση Τουρούνογλου, Σοφία Τουρούνογλου, Ανάσταση Τουρούνογλου, Ιωάννη Δερβετλή, Απόστολο Δερβετλή, Ηλία Τσορίκη, Πέτρο Πετρίδη και άλλους. Τα πτώματα ήταν πεσμένα άλλα μπρούμυτα, άλλα ανάσκελα και άλλα δίπλα. Κάτω στο ποταμάκι στο Τουραλή, είδα τον παπά Φίλιππα απλωμένο στα χόρτα με βγαλμένα τα γένια, με το καπίστρι ακόμη στο στόμα, με τα ρούχα του κομμάτια κομμάτια σχισμένα από τα κλαδιά και από τις πέτρες με το λαιμό του κομμένο και αφημένη μια λουρί-δα μόνο δέρμα για να κρατεί το κεφάλι. Ύστερα άκουσα πάλι πολλές φωνές και θόρυβο και είδα τα ζώα του χωριού μας, βόδια, μουλάρια, άλογα, πρόβατα που τα οδηγούσαν οι Τούρκοι σ' ένα μεγάλο κοπάδι προς το Καραμουσάλ.

* * *
Σιγά - σιγά αρχίσαμε να μαζευόμαστε στα βουνά του Κραν μετά μεγάλα πυκνά δά-ση όσοι σωθήκαμε από τη μεγάλη σφαγή, να βάζαμε φυλάκια και να ανοίγαμε προχώ-ματα, για να κρατήσαμε την άμυνα με τα λίγα όπλα που είχαν μερικά παλικάρια μας που από καιρό είχαν φύγει στα βουνά. Απάνω στα βουνά εμείναμε σαράντα ημέρες χωρίς ψωμί και φαγητό, με τροφή μόνο λίγα στάχυα σιτάρι που ο Χατζη-Παρής με τα παλικάρια του κατέβαιναν στα χωράφια την νύχτα και μας έφερναν. Ο κόσμος έπνιγε πάνω στο βουνά τα παιδιά του γιατί φώναζαν από την πείνα και ήταν κίνδυνος να παρα-δοθούμε στους Τούρκους και πολλά παιδιά τα έπνιξαν οι ίδιες οι μητέρες των.
Κάποιαν ημέραν ο Χατζή-Παρής έπιασεν ένα Τούρκο λοχία το Μεχμέτ Τσαούς, αιχ-μάλωτο και όλοι οι κρυμμένοι στο βουνό άνδρες, γυναίκες, παιδιά χύθηκαν και τον έκαναν κομμάτια-κομμάτια. Εθάψαμε τα κομμάτια του Τούρκου αλλά την άλλην  ημέρα οι γυναίκες τα ξεθάψανε πάλι και τα ελιάνισαν ως ότου τα έκαναν ένα πολτό. Επειτα ο ελληνικός στρατός κατέβηκε στην Νικομήδεια και μίαν ημέρα κατάλαβε και το Καράμουσάλ. Οι Τούρκοι του Καραμουσάλ έφυγαν από εκεί, επήραν τα λαγκάδια και τα βου-νά και τότε στην καρδιά μας άναψεν η ελπίδα. Αφήσαμε τα βουνά του Κραν τραβήξαμε κατά την ελληνική ζώνη και σωθήκαμε.