Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 12:14:15 μμ
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου 2019 21:46

Αναμνήσεις ενός στρατιώτη από τη στρατιωτική του θητεία στο Κιλκίς

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης.

 

Ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ φωτογραφιών μου, το μάτι μου έπεσε στην στρατιωτική φωτογραφία εποχής του χωριανού μου, Πασχάλη Δραγανίδη. Η φωτογραφία-ενθύμιο του στρατιώτη, στολισμένη με ένθετο καρδιάς, πιστεύω ότι στάλθηκε σε όλους τους συγγενείς, για να δείξει τη λεβεντιά του, με την τιμημένη Ελληνική στολή και να τους γνωστοποιήσει την περηφάνια του, που υπηρετεί την πατρίδα.


Εντύπωση μου έκανε και το λαϊκό στιχάκι της φωτογραφίας. Τρυφερό, σαν ενθύμιο στρατού το 1952 και ρεαλιστικό για τη ζωή κάθε ανθρώπου. «Στο τέλος της ζωής, μοναδικό ενθύμιο, μένει μόνο η φωτογραφική και η κοινωνική ανάμνηση του ανθρώπου».

Ενθύμιον Στρατού 1952.
Λάβε κορμί χωρίς ψυχή και σώμα δίχως αίμα,
Λάβε και τη φωτογραφία μου, για να θυμάσαι εμένα.

Μικρός το δέμας ο Πασχάλης, εξ ού και Πασχαούτς για τους φίλους του, με ένα χαμόγελο μεγαλύτερο από το μπόι του. Θα τον αδικήσω, αν συγκρίνω το μεγαλείο της καλοσύνης του, του καλού του λόγου, της κοινωνικής του προσφοράς, της τιμιότητάς του, της ανθρωπιάς του, τον πολυμήχανο μάστορα, με το ύψος του.
Πέρα από την εργατικότητά του, ήταν παρόν και πρωτεργάτης στις κοινωνικές ανάγκες και εκδηλώσεις. Το συναντούσα βοηθό στην εκκλησία. Στο ιερό, με το θυμιατό, με το μανουάλι, στο παγκάρι, στο στασίδι και στο ψαλτήρι, να ψάλει ή να απαγγέλλει με στόμφο και θρησκευτική ευλάβεια το «Πάτερ ημών….».
Σεβάσμιος για μένα, σαν μεγαλύτερος αλλά και πολύχρονος φίλος, ζήτησε και τον φωτογράφισα με το «τσικρίκ» και στο καραγάτσι, που ήταν στη μέση της αυλής.
-Όμορφο να με βγάλεις Τάσιο, είπε.
Καθόταν στη γωνία του καφενείου και έπαιζε χαρτιά, όταν βρέθηκα και πάλι στο χωριό, μετά από μερικούς μήνες. Σταμάτησε το παιχνίδι, σηκώθηκε όρθιος, γέλασε δυνατά και είπε:
-Ε, ρε Τάσιο, πολύ όμορφο και λεβέντη μ΄ έβγαλες στη φωτογραφία. Σ΄ ευχαριστώ πολύ.
-Τάσιο, συνέχισε, στο πάρκο κοντά, στο Κιλκίς, υπάρχει ένα στρατιωτικό κτήριο.
-Ναι του απάντησα, είναι το σπίτι του στρατηγού.
Φωτίσθηκαν τα μάτια του, χαμογέλασε, έτρεξαν οι δυνατότερες αναμνήσεις των ανδρών, οι αναμνήσεις του στρατού και άρχισε η αφήγηση:
Υπηρετούσα, που λέτε παιδιά, στο στρατόπεδο «Καμπάνη» στο Κιλκίς το 1952. Καλά περνούσαμε, στρατιώτες πολλοί, ασκήσεις, δουλειές, αγγαρείες, όλα υποφερτά. Το Κιλκίς, μικρή πολιτεία, χαμηλά τα σπίτια, φτώχια μπορώ να πω, λασπουριά στις στράτες και πολύ κρύο το χειμώνα, χιόνια πολλά και ξεροβόρι που έσπαγε τα κόκκαλά μας. Αξέχαστη όμως θα μου μείνει η έλλειψη του νερού. Όχι μόνο για την καθαριότητα, αλλά ακόμη και για το παγούρι. Όταν διψώ, θυμούμαι το Καμπάνη του Κιλκίς.
Ένα πρωινό, στην αναφορά του λόχου, ο λοχαγός ζήτησε στρατιώτες που ήξεραν να βάφουν. Ευκαιρία για λούφα σκέφτηκα και σήκωσα αμέσως το χέρι.
Παρουσιάσθηκα μπροστά του, έδωσα αναφορά, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μου είπε:
-Από αύριο θα πας να βάψεις το καινούργιο διώροφο σπίτι, που είναι στο πάρκο του Κιλκίς, χρώματα θα σου πω εγώ ποιά θα χρησιμοποιήσεις..
Νταμπλάς με ήρθε, που να βάψω εγώ ολόκληρη οικοδομή και μάλιστα με χρώματα. Όταν είπα ότι ξέρω να βάφω, πρώτα σκέφθηκα τη λούφα και μετά θυμήθηκα τη μάνα μου που αγόραζε ασβέστη και άσπριζε με μια βούρτσα όλο το σπίτι. Πολλές φορές τη βοηθούσαμε και εμείς. Πίστευα ότι θα βάφαμε κανένα θάλαμο στο στρατόπεδο, τσαλαβουτώντας τη βούρτσα, όπως συνήθως γινόταν στα στρατιωτικά κτήρια. Τώρα τί γίνεται!!!. Πήγα για λούφα και θα φάω φυλακή.
-Δραγανίδη, συνέχισε ο λοχαγός, ψάξε στο στρατόπεδο, βρες και άλλα μαστόρια, πάρε και βοηθούς. Θέλω σε ένα μήνα τελειωμένο το βάψιμο.
-Αααα!!!, είπα από μέσα μου και ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της.
-Βγήκα λοιπόν στο λόχο και με τον αέρα του λοχαγού, ρώτησα ποιος ξέρει να βάφει. Έρχεται πρώτος ένας Πειραιώτης.
-Εγώ, λέει, ρε Πασχάλη είμαι ασπριτζής, πάρε με μαζί σου.
-Ξέρεις ρε Πειραιώτη πραγματικά να βάφεις, τον ρώτησα. Μπορείς να ανακατώνεις τα χρώματα και να βγάζεις ότι χρώμα θέλει ο λοχαγός.
-Ναι, είπε, δουλεύω σχεδόν δέκα χρόνια με τον πατέρα μου ασπριτζής στον Πειραιά.
-Σίγουρα, τον ξαναρωτώ.
-Τί, παραμύθια θα λέμε, μου απαντάει.
Έτσι ησύχασα. Σαν υπεύθυνος και ειδικός που ήμουνα, ανέθεσα στον Πειραιώτη και εκείνος βρήκε και άλλους τρεις ασπριτζήδες.
Η δουλειά προχωρούσε, ο λοχαγός πηγαινοερχόταν φέρνοντας και ελέγχοντας τα χρώματα, ο Πειραιώτης τα ανακάτευε, οι ασπριτζήδες χρωμάτιζαν τους τοίχους, οι μέρες περνούσαν και εγώ, σαν αρχιμάστορας, εγώ έδινα αναφορά μόνο στο λοχαγό.
Υπήρχε όμως ένα μεγάλο πρόβλημα που στενοχωρούσε το λοχαγό. Όταν έκτισαν το σπίτι, στο σαλόνι του ισογείου ήταν ένας τεράστιος βράχος που την άφησαν μέσα στο σπίτι. Ερχόταν αξιωματικοί, έβλεπαν την πέτρα, πώς θα την βγάλουν από το σαλόνι, έλεγε ο καθένας το μακρύ και το κοντό του, έφευγαν έρχονταν άλλοι, τα ίδια και η πέτρα στη θέση της. Ουφ, ο λοχαγός, ουφ, ο ταγματάρχης, ουφ όλοι.
-Ρε, Πειραιώτη τον λέω, να τσακίσουμε, να λιανίσουμε και να ξηλώσουμε εμείς την πέτρα.
-Πώς!! αναρωτήθηκε εκείνος.
-Με τις βαριοπούλες.
Νέα παιδιά όλοι μας, παλληκαράκια, το άλλο πρωί, φεύγοντας από το στρατόπεδο πήραμε δυο βαριοπούλες. Ντάκα-ντούκου, ντάκα-ντούκου εναλλάξ τα φαντάρια, σε μια ώρα η πέτρα ισοπεδώθηκε. Βγάλαμε τα κομμάτια στο δρόμο, καθαρίσαμε το σαλόνι και συνεχίσαμε το βάψιμο.
Όταν ήλθε ο λοχαγός, έτριβε τα μάτια του και δεν πίστευε.
-Πού είναι ρε Δραγανίδη η πέτρα.
-Τη φάγαμε, κύριε λοχαγέ.
-Πώς την εξαφανίσατε βρε λεβέντες.
-Με τις βαριοπούλες, κύριε λοχαγέ.
Χάρηκε αφάνταστα, συγκινήθηκε, φούντωσε για το κατόρθωμα, ίσως να μονολόγησε, «τόσες συσκέψεις, προτάσεις, γνώμες από μας τους δήθεν έξυπνους και η λύση τόσο εύκολη, μπράβο ρε παιδιά». Σήκωσε το κεφάλι του, μπράβο ρε παιδιά, είπε. Πέντε μέρες τιμητική άδεια, τόσες μπορώ να σας δώσω.
Σε δυο τρεις μέρες τελειώσαμε τη δουλειά. Στην αναφορά του Σαββάτου ακούσαμε το λοχαγό να διαβάζει την ημερήσια διαταγή. Είπε πολλά και διάφορα. Κάποια στιγμή ακούω:
-Τριακονθήμερη τιμητική άδεια από το στρατηγό της 6ης Μεραρχίας, στους στρατιώτες Δραγανίδη Πασχάλη, στον Πειραιώτη και στα άλλα τρία παιδιά, που βάψαμε, αλλά προ παντός που ξεθάψαμε την πέτρα από το σαλόνι.
Έτσι βρέθηκα στη Μεσσούνη, όπου οργώσαμε και σπείραμε τα χωράφια μας, συντροφιά με τα αδέλφια μου.

Πριν δύο χρόνια, πλήρης ημερών, έφυγε από τη ζωή ο Πασχάλης. Ευτυχισμένος, μέσα στην οικογενειακή φροντίδα της συζύγου του και των άξιων παιδιών του. Κανείς δεν τον ξεχνά, η μνήμη του είναι αιωνία.
Ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους και τους κατατάσσει. Εμείς όμως οι θνητοί, πιστεύουμε ότι οι εκλεκτοί του Θεού είναι άνθρωποι σαν τον Πασχάλη.
Εκεί, στον Παράδεισο, παρέα με τους παλιούς του φίλους, ο πολυμήχανος και πολυτεχνίτης Πασχαούτς, θα προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπου υπάρχει ανάγκη. Παρέα με τον Πειραιώτη και τα άλλα φαντάρια. Ίσως με την ίδια βούρτσα και τη βαριοπούλα στα χέρια, θα τακτοποιούν τις εκκρεμότητες του Παραδείσου.

Σεπτέμβριος 2019