Τρίτη, 23 Απριλίου 2024, 12:07:12 μμ
Παρασκευή, 20 Οκτωβρίου 2017 21:10

Αναστάσιος Αμανατίδης: Προσωπικά ενθυμήματα "Αιμορραγία από τη μύτη των τετρακοσίων ή των εξακοσίων; "

Συναντηθήκαμε έξω  από την Αντιπεριφέρεια Κιλκίς και τα είπαμε δι’ ολίγων, μεταξύ καφέ εγώ και γευστικής μπουγάτσας εκείνος, στο καφέ ‘’Ανατολή’’ του Φώτη,  με τον Νικολαΐδη Αλέκο, τον γνωστό συνδικαλιστή - αγροτοσυνεταιριστή της Αξιούπολης Παιονίας, προοδευτικό κερασοπαραγωγό, πρώην δραστήριο κοινοτάρχη Φιλυριάς και Γερακώνας Γουμένισσας,  τακτικό αναγνώστη των Ειδήσεων και Πρωινής και των προσωπικών ιατρικών μου ενθυμημάτων.


   Ο ακατάβλητος Αλέκος, με πήγε πίσω στη Γουμένισσα, στα πρώτα χρόνια της ιατρικής μου διαδρομής. Αυτός ακούραστος, τότε, να είναι οδηγός υπεραστικού λεωφορείου του 41ου ΚΤΕΥΛ Κιλκίς και εγώ να διατηρώ δειλά – δειλά μικρό ιατρείο δίπλα και πάνω από το πολύβουο πρακτορείο Γουμένισσας στην οδό Γκόνου, τότε, που μάζευε και μετάφερε, μετ’ επιστροφής,  ανθρώπους από τα γύρω χωριά της Παιονίας.
   Τα χωριά πολυάνθρωπα τότε, τα ΙΧ επιβατικά ελάχιστα, ο κόσμος μετακινούνταν με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ (τότε ΚΤΕΥΛ).
   Εκείνη την ημέρα, ύστερα από ένα εξαντλητικό, για τον οδηγό, πήγαινε – έλα αυθημερόν δρομολόγιο στην Αθήνα και πριν παραδώσει ο Αλέκος υπηρεσία, ένοιωσε πονοκέφαλο και αναίτια άνοιξε η μύτη του και έτρεχε ακατάπαυστα το αίμα, ως βρύση! Ο Αλέκος το απέδωσε στην κούραση και την αϋπνία! Για τις πρώτες βοήθειες καταλληλότερος φυσικά ο διπλανός γιατρός… Εγώ!
   Ο Αλέκος του σήμερα, θυμάται και με πήγε κοντά πενήντα χρόνια πίσω, αρχίζοντας με το συνηθισμένο:
   …Σε διαβάζω… σε διαβάζω… και μου αρέσουν αυτά που γράφεις… . Θέλω να προσθέσεις και την δική μου περίπτωση με την ξαφνική αιμορραγία της μύτης μου.   (Η αλήθεια είναι ότι δε θυμόμουν το περιστατικό!).  Θέλω να γράψεις, ότι μετά το πρόχειρο και βιαστικό ταμπόν από βαμβάκι, με έδωσες και κάτι φάρμακα, μα τι φάρμακα, κάτι δυνατές βιταμίνες, που από τότε δεν ξανάνοιξε η μύτη μου, και ας είναι και ποντιακή…  Το λέγω πάντα και παντού…  Και εγώ να προσθέσω ότι από τότε ανάγεται η γνωριμία μας!
   Δεν ξέρω τι έφταιξε και άνοιξε η μύτη του Αλέκου, ούτε και τις ‘βιταμίνες’, που εξάλειψαν δια παντός το φαινόμενο, αλλά εκείνο που ξέρω και πάντα έλεγα και λέγω, ότι σε πρώτη φάση, σε παρόμοιες περιπτώσεις, εκείνο που προέχει είναι να σταματήσει το αίμα, που τρέχει και αυτό γίνεται με μηχανική πίεση στο ρουθούνι με σφιχτό ταμπόν (βώλος) από βαμβάκι (το πιο πρόχειρο) ή από γάζα (αν υπάρχει). Κάποιες πρακτικές στη αντιμετώπιση, όπως το δέσιμο με μαντήλι του αριστερού μπράτσου, τα κρύα επιθέματα στο μέτωπο, ή άλλες κινήσεις και  αντιλήψεις, δεν έχουν πρακτική βάση.  Αν κριθεί σε ορισμένους αδύναμους κάποια περαιτέρω έρευνα αυτή γίνεται σε δεύτερο χρόνο, αλλά για τον ροδοκόκκινο Αλέκο της εποχής εκείνης, μάλλον περίσσευε το αίμα στις φλέβες του, που ‘έψαχνε’ να εκτονωθεί…
   Η εξιστόρηση της ρινορραγίας του Αλέκου της Φιλυριάς, μου έφερε στη μνήμη άλλο ανάλογο περιστατικό, με ρινορραγία, που αφορούσε γνωστή μου γραία, στο Κιλκίς αυτή τη φορά και στο επί της οδού Γ. Καπέτα 14 ιατρείο μου. Αυτού με τις πολλές σκάλες. Και ιδού η σκηνή:
   …Μα, γιατί έρχεστε σε μένα για μια μύτη που αιμορραγεί; Δεν είναι και δεν το λέγω γιατί δεν τα ξέρω γενικά, αλλά γιατί είναι θέμα και δουλειά ειδικότερου ιατρού, εξασκημένου και εξοπλισμένου με περισσότερα μέσα και τρόπους αντιμετώπισης…
    Έτσι είπα για να παραπέμψω σε ωτορινολαρυγγολόγο την γραία από την Αντιγόνεια, ένα καυκάσικο καλό και ‘δικό μου’ χωριό, κάπου είκοσι χιλιόμετρα βόρεια από το Κιλκίς,  με την συνοδό μαυροφορεμένη συγγενή της, Χαραλαμπίδου ή Μωυσίδου στο επώνυμο, ίσως και αντίστροφα, δεν θυμάμαι ακριβώς.
 … Κι εσύ βρε αγροφύλακα, (που κάνεις τον ταξιτζή), αφού ξέρεις, πού πρέπει να πάει ο καθένας, γιατί μας παιδεύεις όλους; ( Πρόκειται για τον αγροφύλακα του χωριού   Σαρίδη, συγχωρεμένο πλέον - καλό παράδεισο να έχει – ο οποίος ήταν ο μοναδικός που διέθετε τροχοφόρο στο χωριό, ένα μικρό και παλιό αγροτικό ‘Πόνυ’, με μουσαμά. Με αυτό μετέφερε στο γιατρό ή το νοσοκομείο, τον κάθε χωριανό, που αρρώσταινε, κυρίως εκτάκτως, σε ρόλο ασθενοφόρου.  Δεν υπήρχε η υπηρεσία ΕΚΑΒ τότε, ή ταξί, που έλειπαν παντελώς από τα χωριά των Κρουσίων, ενώ η κλήση ταξί από το Κιλκίς στοίχιζε ακριβά).
    …Επήγαμεν…, γιατρέ, …επήγαμεν σ’ ατόν τιναν λες! Ατόσον  χαμέν’ πα  ’κι είμες! Εξέρομεν α’ σον κόσμον. Κορίτσ’ προϊσταμέντσα σο Ασβεστοχώρ’ έχομεν! Χοςς, εσύ εποίκες, με τ’ εκείνεν  και εξέρτ’ς ατέν! Εκείνε πάντα λέει για τ’ εσέν…  
   …(Πήγαμε, γιατρέ μου, πήγαμε σ’ αυτόν τον γιατρό, που μας λές! Δεν είμαστε δα και τόσο οπισθοδρομικοί! Ξέρουμε από κόσμο! Ολόκληρο κορίτσι προϊσταμένη στο Ασβεστοχώρι διαθέτουμε! Άλλωστε εσύ έκανες γιατρός εκεί και την ξέρεις! Εκείνη λέει τα καλύτερα για σένα!)…, πρόλαβε να απαντήσει αφοπλιστικά η καλόκαρδη συνοδός συγγενής της παθούσας.
   Για να συνεχίσει πιο επιθετικά σε άπταιστη Ποντιακή, η περί ης επίσκεψης, γραία:
    …’Μώ ατον, ( συνηθισμένη αποκρουστική έως υβριστική αλλά άδολη και καθόλου παρεξηγήσιμη ποντιακή προστακτική προσφώνηση  ρήματος σεξτιτικού, σαν να λέμε, μα να τον ‘βράσω’ ή κάπως έτσι), επενέβη εγγαστρίμυθα, από το σφιχτό κράτημα της μύτης, η παθούσα, …Ατό πα λόγος  γιατρού έτον; Εγώ κρατώ από παν’ το μυτί μ’, εκείνο τρέch άμον ποτάμ’ κι εκείνος ο νους ατ’ σα παράδας!
  (Μα είναι λόγια γιατρού αυτά; Εγώ να κρατώ δυνατά τη μύτη μου, που τρέχει αίμα σαν ποτάμι και εκείνος ο νους του να είναι στα λεφτά!) – το συμπέρασμα, μάλλον αυθαίρετο, δικό της!
…Εσύ μην φύγεις από κοντά μας, είπεν την κυρά μ’.
…Εθιάρρεσε γιαμ ‘κι έχω απάνι μ’ παράδας. (Νόμισε, μήπως δεν έχω επάνω μου χρήματα…)
… Κι επεκεί, εγώ σ’ ατό το χάλ’ κι ατός να κλώσκεται και λέει με: (Και από πάνω, εγώ σ’ αυτό το χάλι κι αυτός να γυρίσει να μου πει:)
…Δε μου λες κυρά μου, ποια θεραπεία θέλεις να σε κάνω; Των τετρακοσίων ή των εξακοσίων;
   Πιθανόν, σκέφθηκα, λέγω εγώ, με το τετρακοσίων, ο συνάδελφος ωτορινολαρυγγολόγος, να εννοούσε την απλή αιμόσταση με ταμπόν, ή αν θα προέβαινε επί πλέον σε ηλεκτροκαυτηριασμό, των εξακοσίων. Έμπειρος ο γιατρός, ήθελε να εξηγηθεί από την αρχή, για να μη βρεθεί προ αρνήσεως πληρωμής του ασθενούς στο τέλος.  Δεν τα ‘σήκωσε’ τα παζαρέματα η υπερήφανη Πόντια γραία από την Αντιγόνεια και αντέδρασε…
    …Σούκ’,  είπα την κυρά μ’, σούκ’ ας πάμε σ’ εμέτερον τον γιατρόν τον Τάσον τον Αμανατίδην, εκείνος κάτ’ θα εφτάει, απάν’ – αφ’κά’ και θα σταματά έναν μυτίν γραίας!
   (…Σήκω, είπα την κυρά μου, σήκω να πάμε στον δικό μας τον Τάσον τον Αμανατίδην, εκείνος κάτι θα κάνει, πάνω κάτω, και θα σταματήσει την αίμα  της μύτης μιας γριάς!...)
    Όταν απάλλαξε την γεροντική ποντιακή μύτη της από το σφιχτό με το μαντήλι κράτημα, είδα, πως από ώρα είχε σταματήσει η αιμορραγία.
   Ούτε τετρακόσιες, ούτε εξακόσιες, διακόσιες δραχμές ήταν τότε η κοινή απλή ιατρική επίσκεψη, λέγω σήμερα, για να ικανοποιήσω και την τυχόν περιέργεια του αναγνώστη…
   Η Πόντια γραία καθάρισε τα ξεραμένα αίματα από τη μύτη της στον νιπτήρα του ιατρείου, πάντα με φόβο θεού, μη ξαναρχίσει η αιμορραγία, αλλά πιθανόν και τον φόβο των τετρακοσίων ή εξακοσίων, ακόμη και των διακοσίων της απλής εξέτασης του Τάσου του ‘‘ημέτερου’’, που δε χρειάσθηκε να επέμβει και απήλθε, αφήνοντάς με να εισπράξω χίλια ευχαριστώ. Καλός διατρός εν’ ο Τάσον…
  Τέλος καλό, όλα καλά, αρκέστηκα να πω…

Κιλκίς Οκτώβριος 2017