Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 2:16:34 μμ
Δευτέρα, 06 Απριλίου 2009 06:25

Δέσποινα Πολυχρονίδου : Ταξίδι στο Χρόνο - Τόπο του χθες και του Σήμερα

ΜΕΡΟΣ Δ’

Όμορφη η πόλη της Οινόης, απ’ τα αρχαία χρόνια κι αυτή μας έρχεται. Το όνομά της – το πήρε από τη νύμφη της Αρκαδίας, την Οινόη, που το Δία ανέθρεψε κι έμεινε αθάνατη κι αυτή και τ’ όμορφο όνομά της. Κατά μία άλλη εκδοχή πήρε τ’ όνομά της η πόλη, που κάποια στιγμή στην Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας αποτέλεσε το δυτικό όριό της, από την τροφό του θεού Πάνα, την Οινόη. Πώς και γιατί ποιος ξέρει. Μπορεί η νύμφη Οινόη ή η τροφός Οινόη του θεού Πάνα ή όποια άλλη Οινόη, στον Πόντο να πρωτοεμφανίστηκε κι από εκεί να ξεχύθηκε προς όλο τον κόσμο τον ελληνικό. Αν κι αυτό καμιά σημασία δεν έχει. Ο κόσμος είναι σαν μια σφαίρα, ένας κύκλος, στο οποιοδήποτε σημείο του μπορεί να βρίσκεται η αρχή του.


Διανυκτερεύσαμε στη Φάτσα, την πόλη που ίδρυσε ο γιος του Μιθριδάτη ΣΤ’, του Ευπάτωρα, Φαρνάκης Β’. Από τ’ όνομα της κόρης του Φατισά, η πόλη πήρε τ’ όνομα. Να ’ναι καλά οι Μιθριδάτες. Εξελληνισμένοι από τους Έλληνες του Βασιλείου του Πόντου και παντρεμένοι κάποιοι τους και με Ελληνίδες, γίνανε Έλληνες. Που σημαίνει ότι με ζήλο θα συνέβαλαν στον εκπολιτισμό βαρβάρων λαών – Η ελληνική γλώσσα, όπως υποστηρίζεται, οξύνει το μυαλό, διευρύνει το πνεύμα. Ας φροντίσουμε επομένως εμείς οι Έλληνες να μάθουμε τα ελληνικά καλά, πίνοντας τον οίνο απ’ το παραμύθι της αρκαδιώτισσας νύμφης π’ ανέθρεψε το Δία.
Δυο νύχτες μείναμε στη Φάτσα. Εντυπωσιακό το ξενοδοχείο, με κήπους κι όμορφες αλέες! Εντάξει, κακό δεν είναι να εμπλουτίζουμε τη γλώσσα μας και με ξένες λέξεις, όταν οι ελληνικές δεν εκτοπίζονται. Και η λέξη «αλέα», την ελληνική λέξη δεντροστοιχία, μέχρι στιγμής, τουλάχιστο, δεν την αντικατέστησε εκτοπίζοντάς την. Συνυπάρχουν σ’ έναν αρμονικό εμπλουτισμό, ως ανάγκη ίσως, της γλώσσας μας.
Οι δύο νύχτες, στο ίδιο ξενοδοχείο, μας φέρνουν πολύ κοντά, τόσο που γνωρίζουμε όχι απλώς φυσιογνωμίες, αλλά σχεδόν και ονόματα. Ισχύει αυτό για κάποιους από μας που είχαμε την τύχη να συμμετάσχουμε στο ταξίδι – προσκύνημα στον Πόντο της Ένωσης Ποντίων Νομού Πιερίας. Μέλη της οποίας ήταν οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στο γκρουπ. Υπεύθυνοι του γκρουπ, ο αρχηγός μας Αντώνης, ο ξεναγός μας Ναζμή, η Ζαϊρα, η χαμηλών τόνων πρόεδρος, δυναμική όμως και ικανή ν’ αντιμετωπίζει ψύχραιμα τα τυχόν προβλήματα, η γενική γραμματέας Καλλιόπη, αθόρυβη, ευγενική, παρουσία και ο πάντα προστατευτικά δίπλα μας, σύμβουλος Γιώργος. Άνθρωποι συγκροτημένοι,  με όλους φιλικοί κι η παρέα μας, γίνεται η καλύτερη παρέα. Η «καλύτερη παρέα» ήμαστε κι αναρωτιέμαι: Προσκυνήτρια που βρέθηκα στη γη των προγόνων όλα τέλεια ένιωθα να κινούν τους ρυθμούς μας κι όλα να κυλούν σαν σε μια μέσα μου διάσταση ενός κόσμου, που με τη σειρά του κι αυτός με άπλωνε μέσα του; Γιατί τώρα, ύστερα από δύο και πάνω μήνες, μέσα του Νοέμβρη σήμερα, βράδυ Κυριακής, διαπιστώνω ότι όλο εκείνο το διάστημα στον Πόντο ήταν σαν να μην πατώ στη γη. Ένιωθα να διαστέλλομαι στην άπλα αυτού του κόσμου που πια δεν υπήρχε. Που γεννήθηκε σ’ αυτόν τον τόπο και πέθανε αλλού. Ένας κόσμος που ήταν ο πατέρας μου – γεννημένος Ιούνιο του 1910, και που ήταν η μητέρα μου – Δεκέμβριο του 1917 γεννημένη. Τον τόπο της δεν τον γνώρισε, δεν το θυμόταν. Ενός χρόνου την πήγαν στο Βατούμ κι όταν στα εφτά της ήρθε στην Ελλάδα από την τότε Ρωσία είχε μνήμες, αλλά, «στον Πόντο γεννήθηκα!», έλεγε. Κι ακόμα, αυτός ο κόσμος ήταν, γιαγιάδες και παππούδες. Που την πατρίδα δεν την ξανάδαν. Σε μια μαζί τους συνομιλία – μνημόσυνο, «αντί για σας ήρθα εγώ…», έλεγα στη διάρκεια του ταξιδιού. Σαν ένα χρέος που όφειλα το ’νιωθα αυτό το ταξίδι. Και πιο πολύ για τον παππού, τον πατέρα της μάνας μου, που έφυγε από τη ζωή με το ανεκπλήρωτο όνειρο να πάει στον Πόντο. Το διαβατήριο, Ιούνιο του 1972 είχε εκδοθεί – τα 76 του χρόνια από το Μάρτιο συμπληρωμένα, του «επεδόθη» εκπρόθεσμα. Ευσχήμως του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα.
Συγκινητικά ικανοποιημένος ο Ναζμή. Για όλο αυτό που μας προσφέρεται, για ό,τι εμείς, οι περιηγητές από την Ελλάδα, απολαμβάνουμε στο ξενοδοχείο των πέντε αστέρων, Hotel YALCIN. Όπου φιλόξενα μας υποδέχονται στην απέραντη αίθουσα υποδοχής, προσφέροντας ποτά κι αναψυκτικά.
Ευχαριστημένο όλοι μας κι αφημένοι σε μια χαλαρωτική απόλαυση μετά το, γεμάτο συγκινήσεις, χιλιομετρικό ταξίδι στη γειτονική μας χώρα, την Τουρκία.
Παλιό, αλλά μεγάλο το ξενοδοχείο, σε μια διάταξη από επίπεδα ανόμοια κείμενα, γοητευτικά περιπεπλεγμένα. Που για να φτάσεις στην πτέρυγα όπου το δωμάτιό σου βρίσκεται, ανεβοκατεβαίνεις κλίμακες με σκαλοπάτια ολιγάριθμα, σε πάνω και κάτω επίπεδα που οδηγούν, καθιστώντας το ξενοδοχείο εντυπωσιακό. Τέτοια ξενοδοχεία ή κάπως παρόμοια, κάποιες φορές εντυπωσιακότερα ή και πολυτελέστερα, έχουμε βέβαια και στην Ελλάδα. Γοητευόμαστε ασφαλώς και από τις άπλες των κήπων, το σιντριβάνι με τις ελληνίδες Νύμφες, την ποικιλία των εδεσμάτων στο υπαίθριο εστιατόριο με τα μεγάλα τραπέζια – πάγκους. Και από τη μουσική, τον ακούραστο τραγουδιστή. Όμως είναι προπάντων οι ποντιακοί μουσικοί ήχοι που ενθουσιάζουν και ξεσηκώνουν σε χορό τον κόσμο μας – Κι είμαστε άτομα πενήντα! Μαζί στο χορό κι ενθουσιώδεις τούρκοι τουρίστες από τη Σμύρνη. Κρητικής καταγωγής, όπως μάθαμε μετά τη σύσφιξη των σχέσεων. Νέες και νέοι, ξέφρενα, σ’ ένα στυλ άλλο, που χόρευαν. Με δυνατά, πέρα από το μέτρο, λυγίσματα και πηδήματα.
Έτσι, σκληρά αναρμονικοί, αποδίδονται οι χοροί μας από τον τούρκικο λαό και όχι αυστηρά αρμονικοί, όπως αιώνες χορεύονταν στον Πόντο, με τον εξάρχοντα, λυράρης ή όποιος άλλος, να δίνει τα παραγγέλματα, ώστε αυστηρά στον ίδιο χρόνο και σε ρυθμό ίδιο να ορχούνται οι χορευτές. Και όπως στητά κι αρμονικά, ο Γιώργος Τσαχουρίδης, ο Τάσος Καλεμκερίδης, αλλά κι άλλοι απ’ τους δικούς μας, χόρευαν.
Σαν λες κι οι Τούρκοι – αυτοί οι αξιαγάπητοι νέοι και νέες, που συμφιλιωμένοι χορεύαμε μαζί, σαν λες και θέλουν να βρουν τον εαυτό τους, χτυπιούνται, με την ψυχή τους χορεύοντας τους χορούς μας για δικού τους.