Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024, 5:12:53 πμ
Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2019 21:34

Ένας απρόσκλητος επισκέπτης στο Σιναπλιώτικο νυχτέρι του Πολυκάστρου

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης.

Τα νυχτέρια ήταν συνηθισμένος θεσμός τα χειμωνιάτικα βράδια στα Σιναπλιώτικα σπίτια του Πολυκάστρου και της Μεσσούνης.
Οι συμμετέχουσες και οι επισκέπτες ,συνήθως, έπρεπε να είναι καλεσμένοι. Έτσι οι φιλενάδες, έκαναν την ομάδα τους και συνεννοημένες μεταξύ τους, προσκαλούσαν αυτούς που εκείνες ήθελαν για τη βραδινή παρέα.
Τον ξάδελφο, που είχε φίλο κάποιον που τον έβαλαν στο μάτι για σοβαρή σχέση, μάνα και κόρη, τον γείτονα που θα έφερνε και τον αστυνόμο, τον κουμπάρο που τον καλόβλεπε κάποια, αλλά αυτός θα συνοδευόταν και από το νεαρό δάσκαλο, τον δόκιμο αξιωματικό των ΤΕΑ ή κάποιο άλλο σοβαρό και αξιόλογο πρόσωπο, προπαντός κατάλληλο για γαμπρό.


Πολλά από τα παιδιά του χωριού, ήταν ανεπιθύμητα, η περίφημη ξενομανία των νέων.
Τα νυχτέρια έφερναν κοντά τις νέες με τους νέους, ώστε να προκύψει γνωριμία και πιθανά ένα σοβαρό και επιθυμητό συνοικέσιο.
Τα κορίτσια του χωριού ήθελαν να φύγουν από το χωριό, να απαλλαγούν από τις δύσκολες αγροτικές δουλειές, να γίνουν κυρίες, όπως αυτές έπλαθαν τη ζωή στο μυαλό τους.
Όλες βέβαια, στην πραγματικότητα ή στη φαντασία τους είχαν και ένα αηγόρο (αγαπητικό), από τους καλεσμένους.
Όλα αυτά βέβαια, υπό την έγκριση και το αυστηρό και έμπειρο βλέμμα της μάνας.
Έτσι λοιπόν σε ένα νυχτέρι, στο Πολύκαστρο, λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 1959, η παρέα συγκεντρώθηκε νωρίς νωρίς, στο σπίτι της Μαρούλας. Ήταν καλεσμένες οι φιλενάδες της, η Ντόντου, η Ευλαβή, η Τάνα, η Μαρίκα, η Ντότση, η Ντέλου και η Ιάννου.
Από νωρίς η μάνα της, η λέλιου (θεία) η Κυράτσα, άναψε τη σόμπα στο σαλόνι, έβαλε πολλά καθίσματα, για το κορίτσια και για τους εκλεκτούς επισκέπτες, καθάρισε τα λαμπογιάλια, άναψε τις δυο γκαζόλαμπες, έστρωσε τα καλά κιλίμια και στο κουζινάκι ετοίμασε τη ζύμη για τα μικίκια (λουκουμάδες) και τον τενεκέ να ψήσει τα πατλάκια (καλαμπόκια/ποπ-κορν).
Στην ώρα τους τα κορίτσια, φρέσκιες, όμορφες, περιποιημένες, στολισμένες, έφθασαν κρατώντας η καθεμιά στο χέρι το εργόχειρό της.
Σε λίγο, ακούσθηκαν, ο πρώτος, ο δεύτερος και οι υπόλοιποι κτύποι στην πόρτα, έτρεχε χαρούμενη η Μαρούλα, υποδεχόταν τους επισκέπτες, που ήταν ήδη συνεννοημένοι ότι θα έλθουν, δείχνοντας δήθεν έκπληκτη για την τιμή, σπάζοντας χαμόγελα και ματιές με νόημα, στους επισκέπτες και στις φιλενάδες της.
Οι συζητήσεις έπαιρναν και έδεναν, οι ματιές και οι κρυφοσυνεννοήσεις επίσης, ήλθαν και τα πρώτα νόστιμα, ξεροτηγανισμένα μικίκια, πασπαλισμένα με ζάχαρη.
Πριν προλάβουν όμως να γευτούν τις πρώτες πατλάκες, ακούσθηκε κτύπος στην πόρτα.
Κοιτάχθηκαν απορημένα τα κορίτσια, τέτοια ώρα δεν περίμεναν άλλο υποψήφιο (γαμπρό) ή φίλο, ξαναχτύπησε η πόρτα εντονότερα καιέτρεξε η Μαρούλα.
Ανοίγοντας την πόρτα, ακούσθηκε μέχρι μέσα στο σαλόνι, ένα ζωηρό και μακρόσυρτο «καλησπέεεεεεερα σας», βλέπει ένα γάιδαρο να βηματίζει προς την είσοδο του σπιτιού, είδε και δυο σκιές να χάνονται τροχάδην μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, με τα σακάκια ριγμένα πάνω στο κεφάλι, που δεν τους αναγνώρισε.

Το αναπάντεχο και πρωτοφανές γεγονός, έφερε μεγάλη αναστάτωση, στενοχώρησε αφάνταστα την οικοδέσποινα, μόνο ταμπλά (εγκεφαλικό) δεν έπαθε. Αναρωτήθηκαν ποιοι να ήταν, έπεσαν μερικά ονόματα ζωηρών και ατίθασων παλληκαριών, διαλύθηκε το νυχτέρι, μόλις που είχα ανάψει η συζήτηση και εκδηλώθηκαν τα πρώτα δείγματα των επιθυμητών φλερτ.
Δικαίως δεν το σήκωσε το ρεζιλίκι, η λέλιου η Κυράτσα και σαμπάλια-σαμπάλια (πρωί- πρωί) την επόμενη κατέφθασε στο ενωμοτάρχη του Αστυνομικού Σταθμού και κατήγγειλε ξεφυσώντας και χολιασμένη το γεγονός.
Δεν χρειάστηκε να ψάξει και πολύ ο αστυνόμος. Ο Θανάσης ο Πέτσιος, νεαρό παλληκαράκι, ερωτευμένος, το προηγούμενο βράδυ ήπιε σεκλετισμένος στο καφενείο τα κρασάκια με την παρέα του, τσατίσθηκε, πείσμωσε, ένοιωσε μειωμένος, θόλωσε το μυαλό του και τους ανακοίνωσε, τί θα έκανε, επειδή δεν τον δέχθηκαν στο νυχτέρι.
Κάποια από τις οκτώ αγαπούσε, άσχετα που εκείνη δεν τον ήθελε ή μάλλον ούτε που της το εκμυστηρεύτηκε, γιαυτό διάλεξε αυτό τον τρόπο να τους εκδικηθεί, να τους μειώσει, να νοιώσουν τη δύναμή του, να δουν και αυτές, πώς τον απορρίπτουν οι ακατάδεχτες και ψωροπερήφανες χωριανές του.
Έμπλεξε όμως και πολύ άσχημα ο φουκαράς. Τον συνέλαβε ο αστυνόμος, μέσα στον γλυκό πρωινό ύπνο, μαζί με τον Γκούντη, που ήταν ο βοηθός του και σκουντούσε το γάιδαρο για να τον φέρουν στην είσοδο του σπιτιού.
Έφαγαν το ξύλο της αρκούδας στο κρατητήριο, μόνο που δεν τους κούρεψαν και δεν τους διαπόμπευσαν στους δρόμους του Πολυκάστρου. Την άλλη ημέρα πέρασαν την πόρτα του εισαγγελέα Θεσσαλονίκης. Το δικαστήριο τους δίκασε σε δεκαπενθήμερη φυλάκιση, «άνευ εξαγοράς», με το νέο νόμο «περί τεντιμποϊσμού» και βρέθηκαν στο Γεντί Κουλέ.
Άτιμη καρδιά, άτιμε έρωτα, άτιμη αγάπη, άτιμη και αδάμαστη νιότη, άτιμο Πιτσιάδκο DNE, τί μας έκανες.
Καλές οι λεβεντιές (αποκοτιές), αλλά φοβερά δύσκολα και αξεπέραστα τα κάγκελα της φυλακής κι ας έλεγε το λαϊκό άσμα: «της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες».
Ζάρωσε ο Θανάσης σαν βγήκε έξω, για λίγο καιρό του έφυγε η Πιτσιάδκη η μαγκιά, όχι όμως για πάντα.
Το DNE δεν αλλάζει, όσες γενιές και να περάσουν.

Εκρηκτικοί και παράτολμοι ήταν οι νεαροί Σιναπλιώτες και της Μεσσούνη. Σε μια ανάλογη περίπτωση σε γνεσίματα (νυχτέρι), εκείνα τα χρόνια, ανέβηκαν στη στέγη του σπιτιού και από τον μπατζιά (καμινάδα), έριξαν άμμο και χαλίκια την ώρα που η νοικοκυρά τηγάνιζε τα μικίκια στην κατσαρόλα, μέσα στη λίγδα (χοιρινό λίπος), για τους εκλεκτούς επισκέπτες.
Κόντεψε να καεί η νοικοκυρά από την καυτή λίγδα και να πάρει φωτιά το σπίτι, από την τρομάρα που πήρε και το αναποδογυρισμένο τηγάνι. .
Μόνο που εδώ δεν ανακαλύφθηκαν οι δράστες. Φήμες που έφεραν σαν πρωτεργάτες τους Πιτσιάδες της Μεσσούνης, δεν επαληθεύτηκαν. Άλλωστε, αν το έκαναν αυτοί, είχαν, όπως πάντα, το θάρρος και τη λεβεντιά να το ομολογήσουν.
Είπαμε ότι ήταν λιγάκι ζωηροί, ατίθασοι και αυθόρμητοι, αλλά όλες τις Σιναπλιώτικες ζαβολιές να μην τις φορτώνουμε στο ίδιο DNE.

Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.