Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 12:44:36 μμ
Δευτέρα, 05 Φεβρουαρίου 2018 23:13

Εσύ, πρώτα ο Θεός, θα πιάσεις τα ογδόντα πέντε...

Του Αναστάσιου Αμανατίδη..

 

Ο χρόνος επιβίωσης πάντα ενδιέφερε τους ανθρώπους, όλων των εποχών, όλων των κατηγοριών, όλων των βαλαντίων, επωνύμων αλλά και ανωνύμων! Το διαισθανόμουν εγώ ως ιατρός κατά την εξέταση γι’ αυτό και φρόντιζα πάντα να έχω έναν καλό λόγο, για το μέχρι που μπορεί να φτάσει βιολογικά ο οργανισμός ενός τον οποίο εξέταζα, την ώρα που έπιανα τον σφυγμό του και ζύγιζα τις αντοχές του.


   Ο ‘’Κουγιουμτζής’’ κατά κόσμο Ηλίας, ήταν ένας συμπαθέστατος γλυκομίλητος ηλικιωμένος, που τον γνωρίζαμε στο χωριό από τα παλιά και προ του πανεπιστημίου χρόνια. Τον βλέπαμε συχνά, ντυμένο στα σκούρα, με το λεπτό κρεμάμενο μουστακάκι και το ηλιοκαμένο σκούρο ρεπούπλικο, καβάλα στον σαμαρωμένο γαϊδουράκο του, να περνά έξω από το σπίτι μας, στο δρόμο προς την Ποντοκερασιά, επιστρέφοντας από την αγορά του Κιλκίς. Το αυτοκίνητο ήταν είδος πολυτελείας και δεν είχε γενικευθεί ακόμη για τις μετακινήσεις.
   Αργότερα, όταν εγκαταστάθηκα ως ελεύθερος ιατρός στο Κιλκίς, ήταν από τους αρχικούς πελάτες και θερμούς υποστηρικτές μου! Ο λόγος της συμπάθειας, ως απεδείχθη, ήταν γιατί κάποτε όντας αγροτικός στην Τέρπυλλο, εξετάζοντάς τον για ασήμαντη αιτία, πέταξα έναν καλό μεγάλο λόγο για μακροζωία, περισσότερο για τόνωση του ηθικού του.
   …Εσύ μπάρμπα Ηλία, καθώς καταλαβαίνω και όπως βλέπω τον οργανισμό σου, θα πιάσεις, πρώτα ο Θεός (ήταν και θεοσεβούμενος ο ευλογημένος), θα πας, λέγω, μέχρι τα ογδόντα πέντε!…
   Όλοι οι άνθρωποι, όταν δοκιμάζεται η υγεία τους, ανεξάρτητα με την βαρύτητα της πάθησης, κρέμονται από τα χείλη του γιατρού! Μήπως είναι κακά προμηνύματα τα συμπτώματά μου, γιατρέ; Η πιο συνήθης και αθώα ερώτηση… Βάλσαμο ο καλός λόγος του εξετάζοντα γιατρού. Πολύ περισσότερο, όταν δεν διαπιστωνόταν σοβαρή κατάσταση, εγώ μοίραζα αφειδώς επαινετικούς λόγους και υποσχόμουν χρόνους!
  Είχα παρατηρήσει, ότι πολλοί δεν θέλανε να συνδέσουν τον προσδόκιμο χρόνο επιβίωσης με τον 80ό,  που τον θεωρούσαν οροφή εκείνα τα χρόνια, κολλούσαν στα 78, (και ας τα είχαν περάσει), απαντώντας στην σχετική με την ηλικία ερώτηση! Μου έκανε εντύπωση που είχαμε πολλούς εβδομηνταοχτάρηδες κατά δήλωσή τους. Απέφευγαν, ή φοβούνταν την καμπή του ογδόντα, μη τυχόν υπολογίσω ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου!… Έλειπαν οι ηλικίες  μεταξύ 78 – 82… Προφανώς τις απέκρυπταν! Περιχαρείς όμως ομολογούσαν τα χρόνια τους, όσοι πατούσαν τα 82! Καμάρωναν για αυτά και από μόνοι τους τα υπενθύμιζαν, θεωρώντας τον εαυτό τους τυχερό, προνομιούχο και δυνατό!
   Τα ογδόντα πέντε, ήταν για τους κουρασμένους γονείς μας, τους δουλεμένους ανθρώπους των χωριών, άπιαστο όριο και όνειρο.  Χάρηκε ο Ηλίας ο Κουγιουμτζής με τα ογδόντα πέντε, που με σιγουριά μοίρασα, ήταν τότε γύρω στα εξήντα, αν και έδειχνε περισσότερα. Το έδεσε κόμπο, κέρδισα την συμπάθειά του, και δεν παρέλειπε να με καλεί, είχε δεν είχε ιδιαίτερο λόγο υγείας, για κατ’ οίκον εξέταση στο σπίτι της κόρης Ελπίδας, όσες φορές ερχόταν στο Κιλκίς.
   Μπορεί εγώ να ξέχασα την μεγάλη προφητεία του νεαρού αγροτικού γιατρού της Τερπύλλου προ εικοσιπενταετίας, του γεράκου όμως του άρεσε,  την τύπωσε και δεν την έβγαλε από το μυαλό του.
   Όταν ‘πάτησε’ τα ογδόντα πέντε, και μη αισθανόμενος τίποτε το ενοχλητικό, θεώρησε καλό να με υπενθυμίσει σε μία κάθοδό του στην πόλη, ότι έπεσα έξω στις προβλέψεις μου! Παρουσία της χρυσής κόρης του  Ελπίδας, κατά την καθιερωμένη κατ’ οίκον επίσκεψη στο Κιλκίς, με χαρά ‘’κόμπασε’’ (εκουρφεύτεν):
   …Όλα σου καλά γιατρέ, τα βρίσκεις όλα, αλλά σε ένα μόνο έπεσες έξω!
   Σοβαρεύτηκα με απορία…
   …Με είπες, ότι θα πεθάνω 85 χρονών και να εγώ τα διανύω και σε διέψευσα!...
   Του έδωσα μεγαλύτερη χαρά, όταν παραδέχτηκα ότι πράγματι έπεσα έξω και σε κάθε περίπτωση, τόνισα, τέτοιες να είναι οι αποτυχίες του γιατρού! Είπαμε και άλλα πολλά, σε εύθυμο τόνο, σα να γιορτάζαμε γενέθλια, απέφυγα να προβλέψω και να προσφέρω περισσότερα, κεραστήκαμε και αποχώρησα, χωρίς να ενοχληθώ από την επισήμανση του μπάρμπα Ηλία.
   Όμως στα μέσα της ίδιας χρονιάς, ένα πρωί, μαθαίνω,  ότι ο καλός μας φίλος ο συμπαθέστατος Ηλίας ο Κουγιουμτζής, χωρίς να πέσει στα κρεβάτια, και χωρίς νοσοκομεία και γιατρούς, που από το βράδυ κοιμήθηκε καλά, μας άφησε χρόνους. Παρ’ ότι βρέθηκα δικαιωμένος, ειλικρινά λυπήθηκα για την απώλεια του αγαπητού συμπατριώτη μου Ηλία Κουγιουμτζή!
   Και ας επαληθεύθηκε ωστόσο, ή όπως λένε οι γραφές ‘το ρηθέν’, το λεγόμενο από τους  Καυκάσιους φίλους μου, ‘ο Τάσον έξ’ ‘κι ρούζ’, (ο Τάσος δεν πέφτει έξω)!
    Όχι μόνον στις διαγνώσεις, αλλά και στις προγνώσεις και προβλέψεις!     

   Κιλκίς Φεβρουάριος 2018

 

Διάλογος με τους αναγνώστες

Ο Δημήτρης Καλεμκερίδης, συνταξιούχος ΙΚΑ, (ιθύνων νους και ψυχή επιχείρησης ταχυμεταφορών ACS, Courier, στο Κιλκίς), μας πληροφορεί για την τύχη της οικογένειας του Γκιουλέκα ή Γκιουλέ, που δηλητηριάστηκε, προπολεμικά, όπως γράψαμε σε προηγούμενο φύλλο μας, στο κρασοβάρελο του Τσούντα και για να απαντήσει στο ερώτημα του απουσιάζοντος από το Κιλκίς επί μακρόν  (1946 – 1982) Δημήτρη Νικοπολιτίδη,  << τι απέγιναν, άραγε, τα υπόλοιπα μέλη της Στενημαχίτικης οικογένειας Γκιουλέκα >>, φοβούμενος προφανώς μην έπεσαν θύματα της εμφύλιας διαμάχης. Ως θυμάται και μας λέγει ο καλός αναγνώστης μας, η φιλήσυχη οικογένεια, όπως όλοι οι Στενημαχίτες, ζούσε φτωχικά στη γειτονιά του, στο τέρμα της οδού Ροδόπης, (περιοχή, όπου το 2ο Φυλάκιο, ή το πηγάδι του Γκάντζιου τότε και το κτίριο, όπου η Πυροσβεστική, αργότερα), από όπου μετανάστευσε μετά τον πόλεμο για βιοποριστικούς λόγους στην Αθήνα και δεν επανήλθε πλέον στο Κιλκίς. Θυμάται καλά, πεντάχρονο παιδί τότε, ως λέγει ο Καλεμκερίδης, ότι ο αδελφός Γκιουλές, ήταν δεινός θηρευτής σκαντζόχοιρων και χελωνών, που κατέστρεφαν τα οπωροκηπευτικά. (Σήμερα ο σκαντζόχοιρος ζει ανενόχλητος, ως προστατευόμενο είδος).

Με την ευκαιρία απευθύνουμε πρόσκληση προς τους αναγνώστες μας: Είναι ευπρόσδεκτη κάθε παρέμβασή τους με παρατηρήσεις, διορθώσεις, σχολιασμούς, ανατροπές, παραινέσεις και επικρίσεις ακόμα. Η συμβολή τους στην αναπαράσταση - έστω δια ψηφίδων-  μιας εποχής για την οποία δεν υπάρχουν επαρκείς γραπτές μαρτυρίες θα είναι πολύτιμη.

Αναστάσιος Αμανατίδης