Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 2:46:44 μμ
Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2019 13:17

Φλωρίδης: Όταν το κράτος αρνείται να συναντήσει το Έθνος

Γράφει ο Γιώργος Φλωρίδης, Δικηγόρος, πρ. Υπουργός και βουλευτής του Κιλκίς.

Από την ίδρυσή του, το ελληνικό κράτος χαρακτηρίζεται από μια βασική αδυναμία: να κρατήσει τους Έλληνες στην πατρίδα τους. Ο πολιτικός παρασιτισμός, ο οποίος με τη σειρά του τροφοδοτεί αενάως τον κοινωνικό, οικονομικό και διανοητικό παρασιτισμό, οδηγεί κατά καιρούς άλλοτε περισσότερους κι άλλοτε λιγότερους Έλληνες να αναζητήσουν την τύχη τους σε όλα τα σημεία του κόσμου. Και, κατά τη διατύπωση του Κώστα Αξελού, όσοι φεύγουν δεν συνδέονται ούτε μεταξύ τους, ούτε με την Ελλάδα.

 

Η πρόσφατη συζήτηση για την ψήφο των Ελλήνων που βρίσκονται εκτός Ελλάδας ήταν μια ευκαιρία να αναλογιστεί το πολιτικό σύστημα τις βαριές διαχρονικές ευθύνες του για την αδυναμία της χώρας μας να κρατήσει τους Έλληνες  στον τόπο τους. Να δει ότι ο πλούτος αυτής της χώρας παραμένει ανεκμετάλλευτος, ή λεηλατείται από λογής μεγάλα και μικρά συμφέροντα ή δεν μοιράζεται δίκαια. Να σκεφτεί ότι άλλες χώρες, με λιγότερες δυνατότητες από την Ελλάδα, βρίσκονται σήμερα στις πιο ψηλές θέσεις των ανεπτυγμένων κρατών του κόσμου, ενώ εμείς πηγαίνουμε από εμφύλιο σε εμφύλιο και από χρεοκοπία σε χρεοκοπία. Να αντιληφθεί ότι οι εγκαταστημένες αντιλήψεις της αναξιοκρατίας, του ρουσφετιού, της διαφθοράς και της ήσσονος προσπάθειας που διαβρώνουν σταθερά και μακροπρόθεσμα όλους τους αρμούς της ελληνικής πολιτείας παραμένουν κυρίαρχες. Να καταλάβει ότι κάποιες σημαντικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού της χώρας που επιχειρήθηκαν κατά καιρούς σαρώθηκαν πολύ γρήγορα από μεγάλα κύματα λαϊκισμού και δημαγωγίας.

Πολλοί από αυτούς που έφυγαν δεν το έκαναν από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Ένα σαθρό πολιτικό σύστημα που ενδιαφερόταν μόνον για τη δική του αναπαραγωγή δεν μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια σταθερή πορεία ισοπολιτείας και παραγωγικής ανάπτυξης – επομένως, ούτε να δημιουργήσει στοιχειώδεις συνθήκες παραμονής των ανθρώπων αυτών στη χώρα τους. Όσοι έφυγαν δεν σταμάτησαν να ενδιαφέρονται για τον τόπο τους -στις αρχές πιο έντονα, αργότερα λιγότερο, ίσως γιατί η απογοήτευσή τους για την πορεία της Ελλάδας δεν έλεγε να μειωθεί. Νοιάζονταν, αλλά δεν συνδέονταν.

Αυτή, λοιπόν, η συζήτηση των πολιτικών δυνάμεων που παρακολουθήσαμε το τελευταίο διάστημα, θα μπορούσε να δείξει στους εκτός Ελλάδας Έλληνες ότι ξανακοιτάζουμε την πορεία μας. Ότι αναστοχαστήκαμε κριτικά τη διαδρομή που ακολουθήσαμε στα 200 χρόνια από την Επανάσταση της Ανεξαρτησίας και επιτέλους μάθαμε κάτι σημαντικό. Κι ότι από το Κράτος της Ελλάδας αναζητούμε πάλι το Έθνος των Ελλήνων.

Πολύ περισσότερο σήμερα που αυτό το κράτος βρίσκεται αντιμέτωπο με αληθινά υπαρξιακούς κινδύνους. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή μας με τον αναθεωρητικό επεκτατισμό της Τουρκίας, την υποχώρηση της Δύσης και την παραλυτική αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μας φέρουν πολύ γρήγορα αντιμέτωπους με κρίσιμες αποφάσεις που θα πρέπει να πάρουμε όλοι, πολιτικό σύστημα και κοινωνία.

Αυτές τις στιγμές είναι που χρειαζόμαστε, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη  φορά τις τελευταίες δεκαετίες, τη δύναμη και την ισχύ του έθνους μας. Των απανταχού Ελλήνων. Η χορήγηση στους εκτός Ελλάδας Έλληνες του δικαιώματος να ψηφίζουν με επιστολική ψήφο, άρα η αληθινή χορήγηση του εκλογικού δικαιώματος που μόνο τυπικά έχουν, θα ήταν μια ευκαιρία να τους ξαναβρούμε. Να ζεστάνουμε το ενδιαφέρον και τη σχέση τους με την Ελλάδα. Γιατί αυτός που αποκτά το δικαίωμα να ψηφίζει στις εθνικές εκλογές από εκεί όπου βρίσκεται, αρχίζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το τι συμβαίνει στην πατρίδα.

Έτσι το Έθνος θα μπορούσε να ξαναμπεί σε κίνηση. Για να χρησιμοποιήσω πάλι μια φράση του Αξελού «όλες οι ακτίνες (απέξω) να συγκλίνουν προς το κέντρο για να γίνει η Ελλάδα ακτινοβολούσα χώρα». Η ψήφος των εκτός Ελλάδας Ελλήνων έπρεπε να είναι μια στρατηγική κίνηση επανασύνδεσης του ελληνικού κράτους με το ελληνικό έθνος.

Όμως εδώ βρεθήκαμε πάλι απέναντι στη βασική αντίληψη της ελληνικής Αριστεράς στο σύνολό της, η οποία για άλλη μια φορά υπέταξε το εθνικό  στο ταξικό-κομματικό. Γι’ αυτήν προέχουν σταθερά η ταξική σύγκρουση και το στενοκομματικό ενδιαφέρον των πολιτικών εκφραστών της. Έτσι, στο  θέμα της ψήφου των εκτός Ελλάδας Ελλήνων, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία εξεύρεσης 200 ψήφων στη Βουλή, αρνήθηκε και πάλι να δει την πανεθνική διάσταση του θέματος. Εκβίασε και κατάφερε να μετατρέψει την τελική συμφωνία σ’ ένα ατελές και ανολοκλήρωτο πολιτικό εγχείρημα οργανικής επασύνδεσης του ελληνισμού.

Το δυστύχημα είναι ότι ενώ η κυβέρνηση έφερε σωστή πρόταση για το θέμα, αναγκάστηκε να υποκύψει στους πολιτικά ιδιοτελείς εκβιασμούς της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, αυτό που έγινε είναι να συρρικνωθούν η εθνική ευρύτητα και το πολιτικό βάθος της πρωτοβουλίας με αιχμή την επιστολική ψήφο και να μεταφερθεί η συζήτηση κυρίως σε προσχηματικούς  όρους της αντιπολίτευσης, στα τεχνικά θέματα και στην προφανή αντισυνταγματικότητα των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαφορετική βαρύτητα της ψήφου των εκτός Ελλάδος Ελλήνων. Το αποτέλεσμα είναι  και πάλι μια ατελής και ανολοκλήρωτη πολιτική θέσμιση που υπολείπεται κατά πολύ της εθνικής αναγκαιότητας.

Κάπως έτσι φοβάμαι ότι θα μείνει λειψός και ο εορτασμός για τα 200 χρόνια από την επανάσταση για την ανεξαρτησία του Έθνους των Ελλήνων.