Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024, 2:48:33 μμ
Δευτέρα, 27 Αυγούστου 2018 22:31

Η άλλη αυταπάτη

Του Ανδρέα Μακρίδη.

 

Από την Ιθάκη της ομηρικής Οδύσσειας, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ανακοίνωσε την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και από την αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική νομοθετική ομηρεία στην οποία η χώρα είχε καταδικαστεί.

Η Ελλάδα ωστόσο, παραμένει πολλαπλά δέσμια της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησής της: Όχι μονάχα από τις χρηματαγορές και τους “διεθνείς επενδυτές”, αλλά και από ένα ολόκληρο πλαίσιο πολιτικών που έχουν επιβληθεί και θεσμοθετηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στη χώρα μας, συνηθίζουμε να επικαλούμαστε τις “ευρωπαϊκές αξίες” και τα οράματα των πρωτοπόρων της ευρωπαϊκής ενοποίησης, διαπιστώνοντας πως η ενωμένη Ευρώπη, πόρρω απέχει από τις διακηρύξεις του Σουμάν και του Αντενάουερ, από τον χώρο εκείνο της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης που είχαν σκιαγραφήσει πολιτικοί όπως ο Ντε Γκάσπερι, ο Ντε Γκωλ, ο Μιτεράν και ο Σμιτ. Ακόμα και η κυβερνητική Αριστερά του σήμερα, νιώθει καθήκον της να ανάψει ένα κερί στην μνήμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που τόσο πολύ αντιπάλεψε στα χρόνια της πρωτοκαθεδρίας του. Η νοσταλγία αυτή έχει περάσει και στον καθημερινό διάλογό μας: “Δεν υπάρχουν πλέον μεγάλοι πολιτικοί" λέμε συχνά, "δεν υπάρχουν αναστήματα”. Έχουμε δίκιο στο παράπονό μας;

Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μας έβαζε στην ΕΟΚ στις 28 Μαΐου του 1979, η Κοινότητα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ζώνη οικονομικών συναλλαγών. Θεσμοί πολιτικής και νομικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών χωρών δεν υπήρχαν τότε – ακόμα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, παρά νομοθετικό. Βασικό επιχείρημα για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, υπήρξε το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, και σε πολιτικό επίπεδο η εδραίωση της Δημοκρατίας μετά την επτάχρονη χουντική περιπέτεια. Για μία εν πολλοίς αγροτική χώρα όπως η τότε Ελλάδα, η ένταξή της στην ΕΟΚ αποτελούσε ένα αυτονόητο βήμα, και μια απαρχή οικονομικού και θεσμικού εκσυγχρονισμού.

Την ώρα ωστόσο που η Ελλάδα έκανε τα πρώτα βήματά της στην τότε ΕΟΚ, ξεκινούσε στην Ευρώπη η προεργασία της παγκοσμιοποίησης, και της μετατόπισης των επενδύσεων από τον παραγωγικό τομέα, στον χρηματοπιστωτικό. Η χώρα μας καλείτο να μειώσει το ποσοστό της συνεισφοράς του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ, από 18% το 1970, στο 2,9% το 2016. Τι θα κάλυπτε τη συρρίκνωση του αγροτικού τομέα, την ώρα μάλιστα που οι ευρωπαϊκές επενδύσεις δραπέτευαν για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας, και καταργούνταν οι δασμοί για τα τεχνολογικά προηγμένα προϊόντα των πολυεθνικών;

Στο ερώτημα αυτό, ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος της χώρας δεν είχε απάντηση. Αντιθέτως, με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κοινού νομίσματος, οι κυβερνώντες μας εισήγαγαν και το πλαστό σύνθημα της “σύγκλισης μισθών και εισοδημάτων”. Μια χώρα δηλαδή, με αναπτυξιακό έλλειμμα όπως η Ελλάδα, θα απολάμβανε μισθούς Γερμανίας και κοινωνικό κράτος επιπέδου Σουηδίας.

Σήμερα στην Ε.Ε. κανένας δεν μιλά για σύγκλιση μισθών και εισοδημάτων, παρά μονάχα προς τα κάτω. Η Τρόικα προβάλλει το πρότυπο της Εσθονίας με τα πολύ μικρά χρέη και τους ακόμα μικρότερους μισθούς. Κανείς δεν μιλά για εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για ομοσπονδιακή Ευρώπη: η κοινή εξωτερική κι αμυντική πολιτική σαρώνεται μπροστά στην πλημμυρίδα των προσφύγων και των λαθρομεταναστών, και τα δημοκρατικά ιδεώδη υποχωρούν μπροστά στην άνοδο του ρατσισμού και της μισερής ακροδεξιάς. Ένα λεπτομερειακό νομοθετικό κεκτημένο με άξονα το κοινό “σκληρό νόμισμα” στερεί από τις κυβερνήσεις και τις τελευταίες δυνατότητες εναλλακτικών πολιτικών. Πάτρωνες και διευθυντήρια, ταπεινώνουν εκλεγμένους ηγέτες και αψηφούνε αποτελέσματα εκλογών και δημοψηφισμάτων. Και η Ελλάδα, φορτωμένη με ένα χρέος στο 178,6% του ΑΕΠ, καλείται να το μειώσει μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στο 60%, καταδικαζόμενη σε διαρκή λιτότητα.

Τα χαμένα όνειρα και οι “αυταπάτες”, δεν είναι πλέον προνόμιο της Αριστεράς. Την ώρα που η Ελλάδα “επιστρέφει στην κανονικότητα”, οι λαοί της Ευρώπης μοιάζουν παγιδευμένοι όσο ποτέ.