Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 10:37:33 πμ
Τρίτη, 02 Οκτωβρίου 2018 23:20

Να έχεις ή να είσαι;*

Του Μάκη Ιωσηφίδη, Δάσκαλου.

 

Ήταν ένα αυγουστιάτικο βράδυ του 1939 λίγο πριν τον πόλεμο που συνελήφθη ως έμβρυο ο Άλκης στο μικρό ορεινό χωριό της Μακεδονίας. Δύσκολη η ζωή στο χωριό. Πολυμελής η οικογένεια, πολλά τα στόματα και δουλειά στα κατσίκια από τα μικράτα του. Όνειρό του να σπουδάσει για να ξεφύγει από τον καθημερινό εφιάλτη.

 

Τάπαιρνε τα γράμματα και σπούδασε ο Άλκης και νάτος τώρα πτυχιούχος της Φυσικομαθηματικής στο Αριστοτέλειο. Γυρίζει στο χωριό και κορδώνεται ο Άλκης. Στρατιωτικό και διορισμός στο Αγρίνιο. Εκεί γνώρισε την Κάτια. Κοντοχωριανή του η Κάτια, φιλόλογος στο ίδιο γυμνάσιο, ένα πλάσμα ευαίσθητο με όνειρα πολλά για τη ζωή. Αγάπη για τα ταξίδια, για τη γνώση, για το θέατρο, για την ποιοτική μουσική. Λατρεία για τη γνωριμία με τους πολιτισμούς όλων των λαών.
Και τσίμπησε από τα όμορφα λόγια του Άλκη η Κάτια. Του Άλκη που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι δυο μισθοί και η λύσσα για την απόκτηση υλικών αγαθών. Σπίτια ονειρευόταν ο Άλκης, πολλά σπίτια κι εξοχικό στη θάλασσα για να κάνει το κομμάτι του στο σόι του και στους συγχωριανούς του. Έτσι, για να σκάσουν.
Και ήρθε γρήγορα ο γάμος και ήρθε η μετάθεση στη Σαλονίκη και ήρθαν τα δυο τέκνα το ένα μετά το άλλο. Πρώτα η κοράκλα του η Φρόσω που της έδωσε το όνομα της μάνας του και μετά ο Αντρέας.
Άξεστος ο Άλκης. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η κονόμα και οι επενδύσεις σε ακίνητα. Αν και εκπαιδευτικός, ουσιαστικά αγράμματος ο Άλκης. Δεν άνοιξε στη ζωή του ούτε ένα βιβλίο για να ξεστραβωθεί. Κάνει φροντιστήρια κατ’ οίκον σε μαθητές του ο Άλκης και τα κονομάει άγρια.
Στεγαστικό δάνειο και να η πρώτη κατοικία. ‘’Λογικό. Ένα δικό τους σπίτι όλοι το χρειάζονται’’ σκέφτεται και κάνει υπομονή η Κάτια. Όταν ελαφρυνθούν λίγο θα αρχίσουν να πραγματοποιούνται και τα δικά της όνειρα. Αμ δε…
- Κόρη έχουμε ρε γυναίκα να μην της πάρουμε ένα σπιτάκι για προίκα;
Νέα υπομονή η Κάτια. Και πέρασαν κι άλλο τα χρόνια.
 -Πήραμε σπίτι για την Φροσούλα μας, να μην πάρουμε και ένα για τον Αντρίκο μας;
Και πέρασαν τα Χριστούγεννα και πέρασαν τα Πάσχα και τα καλοκαίρια αλλά ο Άλκης εκεί…
- Να μην φτιάξουμε και ένα εξοχικό στη Χαλκιδική;
- Κι εμείς αγάπη μου πότε θα ζήσουμε; Πότε θα πάμε ένα ταξιδάκι; Πότε θα δούμε μια ωραία θεατρική παράσταση; Πότε θα πάμε σε μια συναυλία;
- Τρέλα πουλάς ρε γυναίκα; Γίνεται ζωή χωρίς εξοχικό; Τόσα χρόνια έκανες υπομονή, κάνε και λίγο ακόμα.
Ίδιος ο Θανάσης Βέγγος ως Μπεϊζάνης στο ‘’Θα σε κάνω βασίλισσα’’.
Και ήρθε και το εξοχικό στο Πευκοχώρι. Εκεί πια τον έπιασε η μεγάλη τρέλα τον Άλκη. Δεν αφήνει άνθρωπο για άνθρωπο που να μην τον καλέσει στο εξοχικό για να κάνει τη φιγούρα του. Θείοι, ξαδέλφια, συνάδελφοι, φίλοι από το χωριό κάνουν παρέλαση ο ένας μετά τον άλλον κάθε καλοκαίρι. Πατείς με πατώ σε στο σπίτι. Στρωματσάδα κοιμούνται οι πάντες και ο Άλκης το απολαμβάνει. Όλοι τώρα ξέρουν ότι έχει εξοχικό. Οι γείτονες βλέπουν κάποιους νέους επισκέπτες να περιμένουν στο αυτοκίνητό τους με τις βαλίτσες, να φύγουν οι προηγούμενοι προσκεκλημένοι του Άλκη για να ορμήξουν. Μόνιμη στο εξοχικό η μαμά του Άλκη. Κορδώνεται στο σόι η κυρα-Φρόσω. ‘’Είδατε μπερεκέτια ο Άλκης μου;’’ Και σκάγαν οι συγγενείς. Τους έδειχνε τους χώρους του σπιτιού ο Άλκης και αναφωνούσαν:
- Υπέροχο το σπίτι σας. Γεροί νάστε να το χαίρεστε.
Και από μέσα τους:
(Αει σιχτίρ μας έπρηξες με το εξοχικό σου. Μέχρι χτες έβοσκες κατσίκια και τώρα έπιασες τον παπά από…..αντε να μην πω…).
Δεν προλαβαίνει να μαγειρεύει η Κάτια. Καθημερινά πρέπει να ταΐζει στόματα. Πολλά στόματα. Κι όλα αυτά για να κάνει τη φιγούρα του ο ξιπασμένος αρχοντοχωριάτης άντρας της. Μαγειρεύει και κλαίει. Κλαίει για τα χαμένα όνειρά της που έγιναν στάχτη. Κλαίει για τη ζωή που δεν έζησε. Κλαίει για τα ταξίδια που δεν έκανε, για τους πολιτισμούς που δεν είδε, για τα θέατρα που δεν απόλαυσε, για τις συναυλίες που έχασε.
2018. Στα 79 του ο Άλκης και στα 77 η Κάτια. Συνταξιούχοι κι οι δυο. Εδώ και κάποια χρόνια τα προβλήματα υγείας τούς ταλαιπωρούν.
Βράδυ πριν τον ύπνο. Καμαρώνει και μονολογεί ο Άλκης. ‘’Ποιος να τόλεγε, εγώ που γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα ορεινό χωριουδάκι να έχω φτιάξει τέσσερα σπίτια. Ναι, τέσσερα. Απίστευτο…’’.
- Γυναίκα, γεράσαμε αλλά δημιουργήσαμε …
Δεν μιλάει η Κάτια. Σκέφτεται μόνο. (‘’Τι θα πει δημιουργήσαμε; Ντουβάρια; Και τον εαυτό μας τον δημιουργήσαμε; Τον καλλιεργήσαμε; Απολαύσαμε τα μεγάλα δημιουργήματα της ανθρώπινης σκέψης; Κοινωνήσαμε στα ιερά νάματα της τέχνης; Ταξιδέψαμε; Γνωρίσαμε σε βάθος άλλους λαούς; Αποκτήσαμε ουσιαστική παιδεία και κουλτούρα που ανεβάζει τον άνθρωπο στα ουράνια; Όχι. Τότε τι δημιουργήσαμε; Ντουβάρια; Μήπως σε ντουβάρια εξελιχθήκαμε κι εμείς;)
- Δεν μιλάς αγάπη μου; Ακούγεται παραξενεμένη η φωνή του Άλκη.
- Ναι Άλκη μου, δημιουργήσαμε. Καληνύχτα …

* Ο τίτλος δάνειο από το ομώνυμο έργο του Erich Fromm.
** Ένα δάκρυ για τον Παναγιώτη Φλωρίδη. Πάνο, καλό ταξίδι στην αιωνιότητα.