Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Δευτέρα, 21 Δεκεμβρίου 2009 06:28

Νίκος Σιάνας : Παραμονή Χριστουγέννων

Λένε οι ψυχολόγοι πως οι παιδικές αναμνήσεις διατηρούνται ζωντανές και συνοδεύουν τον άνθρωπο σ’ όλη του τη ζωή. Αν μάλιστα αυτές είναι καλές, τις αναπολεί ο άνθρωπος σε κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία. Αλήθεια ποιός απ’ όλους εμάς, και το εννοώ, των πενήντα και άνω δεν φέρνει στο νου του με την ευκαιρία των Χριστουγέννων τα δικά του παιδικά Χριστούγεννα, όπως τα γιορτάζαμε ο καθένας μας στο γενέθλιο τόπο του, το χωριό του.

Παιδιά εμείς τότε ζούσαμε πολύ έντονα τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο ήθη και έθιμα που  έφερναν οι παππούδες μας από τις αλησμόνητες πατρίδες στη νέα τους πατρίδα, και τα διατηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Τα χωριά μας τις ημέρες των Χριστουγέννων έπαιρναν μια άλλη όψη, σαν νά ‘θελαν να ακολουθήσουν τη νέα ζωή που χαράζει ο νεογέννητος Χριστός. Χωρίς αμφιβολία, αποφασιστική και θεμελιακή είναι η επίδραση του Χριστιανισμού στα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων, και κατά συνέπεια και στη ζωή τους. Και όποιος μπορεί να διαβάσει το βιβλίο της ζωής ενός λαού και μάλιστα με το φακό της δημοτικής του ποίησης, των θρησκευτικών του πεποιθήσεων και εθίμων, και της ποιότητας του φιλοκοινωνισμού του, δεν θα δυσκολευτεί να πλησιάσει και να γνωρίσει την ψυχοσύνθεση, το ήθος και τους οραματισμούς αυτού του λαού.
Μέσα από ορισμένα χαρακτηριστικά, κοινωνικά και θρησκευτικά έθιμα μπορούμε σήμερα όλοι εμείς, ώριμοι πια να κοιτάξουμε πίσω και να δούμε τον εσωτερικό τους κόσμο, να ξαναφέρουμε στο νου μας την ολοκάθαρη, την αλύγιστη, την ευσεβή, την ηρωική, την φιλάνθρωπη, την αισιόδοξη, την χριστόφορη ποντιακή ψυχή των παππούδων και γιαγιάδων μας.
Όλα αυτά προσπάθησαν, όσο μπόρεσαν, να τα μεταλαμπαδεύσουν οι γονείς μας και σ’ εμάς,  τα παιδιά μας όμως και τα εγγόνια μας ζούνε πλέον σε μια κοινωνία διαφορετικών αξιών ή και χωρίς αξίες. Πετάξαμε από πάνω μας, μαζί με τ’ άλλα, και την παράδοση, την όποια παράδοση, και βρεθήκαμε σ’ ένα χάος. Και αυτό το χάος το λέμε ελευθερία, ευημερία. Αρκεί ένα "ταξίδι" μέσα από την τηλεόραση σ’ όλο το σύγχρονο κόσμο, για να βεβαιωθούμε ότι το ποτήρι της δυστυχίας, του άγχους, της αγωνίας και της μισανθρωπίας υπερχείλισε επικίνδυνα, ένα ταξίδι ως τα κέντρα των αποφάσεων, των πετρελαίων και χρηματιστηρίων, ως τους τόπους σύγχρονης προσφυγιάς, ως τα ανθρωποπάζαρα, ως εκεί που πεθαίνουν εκατομμύρια παιδιά  κάθε χρόνο θα μας πείσει ότι και τα φετινά Χριστούγεννα θα ξημερώσουν χωρίς Χριστό.
Ας αφήσουμε όμως για λίγο στην άκρη την απαισιοδοξία και όλα αυτά που μας ψυχοπλακώνουν και ας κάνουμε ένα σύντομο ταξίδι πίσω στο χρόνο, στα χρόνια της λιτότητας, στα χρόνια της αγνότητας και ανθρώπινων σχέσεων.
Να ξεφύγουμε για λίγο από τον καθημερινό βομβαρδισμό της τηλεόρασης, των κάθε λογαριασμών και ότι μας απομακρύνει από την ελπίδα, από τον Χριστό. Ας γίνουμε λοιπόν για λίγο πάλι παιδιά, παιδιά μιας άλλης εποχής, τότε που τα λίγα μας φαίνονταν πολλά, τότε που η καλημέρα έβγαινε μέσα από την καρδιά, τότε που ο γείτονας ήταν γείτονας και όχι κάποιος άγνωστος, τότε που ζούσαμε στο χωριό. Κεντρικός άξονας, γύρω από τον οποίο γύριζαν τα πάντα την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά ήταν το σφάξιμο των γουρουνιών για τους μεγάλους, και τα κάλαντα για τους μικρούς. Μήνες πριν κάθε σπίτι είχε προμηθευτεί ένα μικρό γουρουνόπουλο, το οποίο τους πρώτους μήνες του φθινοπώρου το περιόριζαν σε ένα στενό χώρο (σην πεσήν) για να κινείται  λιγότερο και έτσι να παχύνει περισσότερο. Την παραμονή λοιπόν όλοι οι χωρικοί μετατρέπονταν σε χασάπηδες, καθένας για τον εαυτό του, υπήρχαν βέβαια και οι "επαγγελματίες" όπως ο δικός μου. Η μόνη αμοιβή ήταν τα "αμελέτητα", τα οποία αργότερα μαγείρευε ο ίδιος. Μετά το σφάξιμο ακολουθούσε το γδάρσιμο, το ζύγισμα, για να κάνουν και την απαραίτητη σύγκριση με τα περασμένα χρόνια, και για να κυκλοφορήσει στο χωριό η φήμη "το γουρούνι του Πανίκα ήταν το πιο μεγάλο". Μετά ο καθένας ήξερε τη δουλειά του, ο πατέρας άρχιζε το κομμάτιασμα, η μάνα έπαιρνε το κεφάλι και στρωνόταν στη δουλειά για να φτιάξει την "πηχτή", τα παιδιά πηγαιοερχόταν στη βρύση του χωριού για το απαραίτητο νερό. Με λίγα λόγια, στήνοταν ένα μικρό εργαστήριο με το γουρούνι προγραμμάτιζαν να βγάλουν το χειμώνα. Θα κάνουν τα λουκάνικα, τη γαβουρμά, τη "σάλα", δηλαδή λουρίδες-λουρίδες το παγωμένο ωμό λίπος αλατίζεται καλά και τοποθετείται σ’ ένα δοχείο, όπου σε κάθε σειρά απλώνεται και ένα στρώμα αλάτι. Το πάχος αυτό ψήνεται από το αλάτι και γίνεται η νοστιμότατη "σάλα". Θυμάμαι τις χειμωνιάτικες μέρες, που το χιόνι ανέβαινε σχεδόν στο μέτρο και από τις στέγες τα κρύσταλλα έφτασαν ως τη γη, βγαίναμε για παιχνίδι με μια φέτα ψωμί στο χέρι και "ένα κομμάτι σάλαν". Αυτή η ιεροτελεστία έπρεπε μέχρι το μεσημέρι να τελείωνε, οι νοικοκυρές έπρεπε να ψήσουν τα ψωμιά  και τα τσουρέκια. Τότε πάνω από χωριό απλωνόταν η γλυκιά μυρωδιά από τα τσουρέκια, τα οποία φυσικά δεν μας επέτρεπαν να δοκιμάσουμε, έπρεπε πρώτα να εκκλησιαστούμε "να ξαγουρεύκουνταν και να κοινωνίζνε" όπως έλεγαν μεταξύ τους οι μανάδες μας. Για μας τα παιδιά η αγωνία μας ήταν η συγκρότηση της ομάδας, των καλαντιστών, γινόταν και ένας πρόχειρος υπολογισμός εσόδων, ξέρετε εσείς, ένα δίφραγκο από του τάδε θείο, ένα τάληρο από τον άλλο. Βέβαια κυριαρχούσαν τα καρύδια, τα αμύγδαλα, μανταρίνια, μήλα, σύκα, κλπ. Οι παρέες των παιδιών γινόταν δεκτές με χαρούμενη διάθεση, σε αντίθεση με το σήμερα. Αυτή η πανηγυρική ατμόσφαιρα κρατούσε μέχρι αργά.  Από νωρίς τα ξημερώματα όλοι ήταν στο πόδι, και ετοιμάζονταν για την εκκλησία.
Και αν οι γονείς μας κατάφερναν να μας αγοράσουν και κανένα καινούργιο ρούχο, ε τότε ποιος μας  έπιανε.  Στο τζάκι όλη τη νύκτα της παραμονής έκαιγε ένα μεγάλο κούτσουρο, το καλαντοκούρ όπως το έλεγαν, για να μην κατέβουν από την καμινάδα οι καλικάντζαροι.

Χριστός γεννέθεν
χαράν σον κόσμον...
"Έρθαμε σον Χριστιεννάρ
κι ο Χριστόν πα γεννέθεν
τα μήνας γιν’ ταν δώδεκα
κι ο χρόνος πα τελέθεν"

Όμορφοι καιροί! Όμορφες συνήθειες, όμορφα παιδικά χρόνια! Πόσο άλλαξαν οι καιροί, πόσο νοσταλγικά παραμένει στο υποσυνείδητο η παραμονή των παιδικών χρόνων, με την απλότητα της και την ομορφιά της.

Σας εύχομαι
χαρούμενα Χριστούγεννα
και Καλή Χρονιά