Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 14 Σεπτεμβρίου 2018 23:20

Ομ' κεφάλι μωρού…

Του Αναστάσιου Αμανατίδη.

 

Βρίσκομαι πάντα στην Τέρπυλλο, ως αγροτικός ιατρός. Γιατρός για όλες κατ’ αρχήν ιατρικές και παραϊατρικές δουλειές, όταν δεν υπάρχει νοσοκόμος! Το απαιτεί και ο κόσμος. Ό,τι έχει σχέση με το σώμα και τις λειτουργίες του είναι δουλειά του γιατρού, στον οποίο καταφεύγουν σε κάθε ενόχληση και η ανάσα του γιατρού εγγυάται στο χωριό ασφάλεια σιγουριά!


Είναι καλοκαίρι. Αύγουστος του σωτηρίου, όπως αναιτιολόγητα συνηθίζουμε να λέμε, έτους 1971. Έξω ζέστη πολύ!
Το καλοκαίρι στα χωριά του Κιλκίς, οι ζέστες την ημέρα, είναι αφόρητες. Η νύχτα, ‘κάπως τρώγεται’ σε όσα χωριά, όπως η Τέρπυλλος, διασχίζονται από ρέμα.
Οι περισσότεροι χωριανοί, όπως και στα γύρω χωριά, μετά την συγκομιδή των σιτηρών τους, πέφτουν με τα μούτρα στα καπνά. Όπου όλες οι εργασίες γίνονται με το χέρι. Στο ‘τίζεμα’ των καπνοφύλλων (βελόνιασμα, ή μπούρλιασμα για τους Θρακιώτες), πολλές φορές επιστρατευόμουν κι εγώ!
Περασμένο μεσημέρι, μια μέρα, κατά τις τρεις, με πολύ καυτό ήλιο, (δεν επικράτησε ακόμη ο όρος ‘καύσωνας’), με τους χωματόδρομους του χωριού σκεπασμένους με λεπτό σαν αλεύρι χώμα, σκέτη λάβα, έρχεται ο Τσάκος (επώνυμο, Θρακιώτης Ανατολικορωμυλιώτης, δεν υπήρχαν ακόμη στα σπίτια, όχι κινητά, αλλ’ ούτε σταθερά τηλέφωνα), βουτηγμένος στον ιδρώτα, στο σπίτι του Γιακείμ, όπου διέμενα, με πετυχαίνει να βοηθώ στο βελόνιασμα και θερμοπαρακαλεί:
… Έλα σε παρακαλώ γιατρέ στο σπίτι, ο γέρο – πατέρας μου έχει μέρες να ‘ενεργηθεί’ και πάει να σκάσει….
Να πω εδώ, πως, εκτός από ειδικούς λόγους, η δυσκοιλιότητα είναι ‘προνόμιο’ των ηλικιωμένων, χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι επικίνδυνη, παρ’ ότι ενοχλητική.
Σηκώθηκα και πήγα, ως όφειλα. Να μη τα πολυλογώ τα περί μεσημβρινού καύσωνα από πρώτο χέρι, είδα τον γέρο – Τσάκο και συνέστησα άμεσα να του κάνουν έναν υποκλυσμό. Είπα μάλιστα και τη συνταγή: Δυο κιλά χλιαρό νερό με άφθονη σαπουνάδα από τριμμένο άσπρο σαπούνι και ένα φλιτζάνι τσαγιού ελαιόλαδο. Για όσους δε διέθεταν την κατάλληλη συσκευή, δάνειζα τη συσκευή του αγροτικού ιατρείου, όπως και έκανα στη συνέχεια.
Βέβαιος πως, έκανα ότι έπρεπε, και αφού με ευχαρίστησαν για την προθυμία μου, γύρισα στο δροσερό υπόστεγο του σπιτιού μου, στου Κώστα Μαυρίδη του Γιωακείμ, να συνεχίσω με την παρέα το πέρασμα των καπνόφυλλων.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και νάτος πάλι ο γιος Τσάκος, Δημήτρης στο όνομα, αν ενθυμούμαι καλά…
…Δεν τα καταφέραμε γιατρέ, δεν έγινε τίποτε, ο γέρος υποφέρει και σε αναζητά….
…Πάμε του λέω, προσπαθώντας να κρύψω μια μικρή δυσαρέσκεια και τον κάποιον εκνευρισμό μου.
Δεν κατάφεραν να κάνουν του γέρου κανονικό υποκλυσμό. Ίσα – ίσα, που περιέβρεξαν, εξωτερικά την περιεδρική περιοχή και τα οπίσθια.
Πήρα, εκ νέου, στα χέρια μου την γεμάτη, απλή τσίγκινη συσκευή με την μακριά ελαστική, με ρύγχος, μάνικα στη βάση της και αφού έστησα τον γέρο σε γονατοαγκωνιαία θέση, (σα στημένο κανόνι λέγαμε στο πυροβολικό), άδειασα όλο το ελαιοσαπωνούχο χλιαρό διάλυμα, μέσω του απευθυσμένου, στο παχύ έντερο. Συμβούλεψα να περιμένει 2 – 3 λεπτά σ’ αυτή τη θέση.
Ο γέρος δεν άντεξε τόσο! ... πρόλαβε μόνο να πει:
Φύγε, γιατρέ, μ’ ήρτε…
Ο γέρο - Τσάκος δεν πρόλαβε να φθάσει στο ‘μέρος’. Κάθισε στον διάδρομο μεταξύ δύο επιμήκων αποξηραντήρων των καπνοφύλλων.
Πρόλαβε όμως εμένα, που κοντοστάθηκα στη δική τους παρέα που βελόνιαζε τα δικά τους καπνόφυλλα.
Ευχαριστώ γιατρέ, μ’ έσωσες και ξαλάφρωσα… ‘όμ’ (όμ’, όμοιο = σαν) κεφάλι μωρού ήταν αυτό που με τυράννιγι’! …Μια κουμούλα, κοτσάμ θημωνιά, αν δεν πιστεύει’ς, έλα να δεις! Και συνέχισε παραπονετικά:
…Τι ξέρ’να οι Θρακιώτες από κλύσματα….
Είπα κι εγώ από μέσα μου:
… Άκου, φίλε μου, έλα να δεις…
‘ Έφαγα’, που ‘έφαγα’, δυο φορές τον καυτό ήλιο κατακούτελα, έκανα με τα χέρια μου το κλύσμα και από πάνω έλα να δεις… τον καρπό των κόπων σου…
Αρκεί που ανακουφίστηκες, είπα, και χαλάλι τη κάψα που ‘έφαγα’ δυο φορές μεσημεριάτικα. Αυτά στην Τέρπυλλο το καλοκαίρι του 1971.

Το παραπάνω περιστατικό, όσες φορές το θυμάμαι, μου φέρνει στο νου, ανάλογη ‘σπαρταριστή’ περίπτωση, που έγινε εκεί στα χωριά των γονιών και συγγενών μου στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς τους. Τους άκουα να περιγράφουν τη σκηνή, να λύνονται στα γέλια, με το πάθημα συγχωριανού τους, όταν ήθελαν να τονίσουν την καλή προαίρεση και την αθωότητα, το υψηλό αίσθημα φιλοξενίας και τον σεβασμό προς τον φιλοξενούμενο, αξίες και άδολες ιδιότητες των πρώτων εκείνων Ποντίων Ελλήνων, ενισχυμένα, πάντως, με αρκετή δόση χιούμορ και υπερβολής.
Κάποιος κρατικός υπάλληλος, (ο Κυριάκος λέει, ότι επρόκειτο για τον Ρουμάν), βρέθηκε να φιλοξενείται στον Μπας - Μαχαλά, (αργότερα Κεφαλοχώρι), στο σπίτι του Τοπάλ, (Στάθη Σειρηνίδη), καλού νοικοκύρη και καλού χριστιανού. Το σημερινό εξωκκλήσι της Παναγίας της Ουρανοφορούσας, διαδέχτηκε την δική του Παναγία, την ‘Παναγία του Τοπάλ’, σε θέση παρακάτω από αυτήν που είναι τώρα, στο δρόμο, μονοπάτι, προς την Ποντοκερασιά. Ο σημερινός ασφαλτοστρωμένος δρόμος δεν υπήρχε τότε. Εκείνο τον καιρό η επικοινωνία με το κέντρο, που ήταν το Κιλκίς, από και προς τα χωριά, ακόμη και των κρατικών λειτουργών, γινόταν με τα πόδια. Οι οδοιπόροι διανυκτέρευαν στον συνοικισμό που βραδιαζόταν, συνήθως στο σπίτι κανενός νοικοκύρη.
Έτσι λοιπόν βρέθηκε να φιλοξενείται ο υπάλληλος στο παλιό αλλά καθαρό σπίτι του Στάθη Σειρηνίδη, πιο γνωστού ως Τοπάλ ( τοπάλ στην τουρκική και τοπάλης: χωλός, κουτσός). Φαίνεται πως ο φιλοξενούμενος έτυχε καλής γαστριμαργικής περιποίησης, γιατί όπως συνέβαινε τα χρόνια εκείνα, ο απομονωμένος χωρικός προκειμένου να μάθει, όσο το δυνατό περισσότερα νέα και ειδήσεις, παρέτεινε το νυχτερινό παρακάθ’ με πλούσιο γεύμα.
Όταν αργά το βράδυ, αποσύρθηκε ο φίλος μας στο ‘μουσαφίρ οντά’*, άρχισαν οι πρώτες προειδοποιητικές ενοχλήσεις έπειξης για αφόδευση.
Καθώς δεν διέθεταν τότε, τα πρώην τούρκικα σπίτια, εσωτερικές τουαλέτες, έπρεπε ο ‘επειγόμενος’ να αναζητήσει στο ύπαιθρο τον τόπο εκτόνωσης, αφού προηγουμένως δρασκελίσει τα λίγα πέτρινα σκαλοπάτια. Όμως φευ, μόλις ξεμύτισε από την εξώθυρα και πάτησε το κατωθύρ’, ένα παρατεταμένο γρρρ και ένα διαπεραστικό και ανατριχιαστικό γαβββ, του μαντρόσκυλου, που φύλαγε το σπίτι από τους ασυνόδευτους ξένους, τον έκανε να οπισθοχωρήσει έντρομος. Προς στιγμή ηρέμησε το έντερο, αλλά σε λίγα λεπτά η έπειξη επανήλθε πιο επιτατική. Επιχείρησε δεύτερη ηρωική έξοδο, ακροποδητί. Πάλιν τα ίδια. Ο σκύλος ήταν άγρυπνος φρουρός του σπιτιού για κάθε ξένο. Δεν ξεχώριζε ούτε τους κρατικούς υπαλλήλους. Γρρρ, γρρρ… Δεν περίμενε να ακούσει και το πιο ηχηρό γαββ – γαββ, που έσκιζε τους αιθέρες μέχρι το αντικρινό ημέτερο Τσιφλίκ Μαχαλά (αργότερα Λαγκαδοχώρι, γενέθλιος τόπος) και ξαναμπήκε να προφυλαχτεί στον οντά του. Όμως το ζόρι ξανακτύπησε, αυτή τη φορά ανυποχώρητα. Εμπρός στον κίνδυνο να τα ‘κάνει επάνω’ του και να εκτεθεί ανεπανόρθωτα, σκέφτηκε κάτι άλλο. Έβγαλε από την τσάντα, που κουβαλούσε μαζί του, κάποια φύλλα εφημερίδας, τα άπλωσε κάτω και αφού αποπάτησε με ανακούφιση, τύλιξε επιδέξια την εφημερίδα με το περιεχόμενο και από το μικρό παραθυράκι του ‘οντά’ έβγαλε το χέρι και τα εκσφενδόνισε, όπου ήθελαν πάγει.
Ύστερα από την αίσια έκβαση της παρ’ ολίγο απρόβλεπτης περιπέτειας, ο ύπνος ήρθε βαθύς και απολαυστικός για να ξυπνήσει το πρωί με ’ελαφρύ’ κεφάλι και να επισπεύσει την αναχώρησή του με τις ευχές του καλού Τοπάλ, που δεν πήρε χαμπάρι από τα νυκτερινά ζόρια του ξένου.
Δεν πέρασε πολύ ώρα από το κατευόδιο, όταν το βλέμμα του καλού Πόντιου, έπεσε στην τυλιγμένη εφημερίδα επάνω στα κεραμίδια της μικρής χαμηλής αποθήκης που ήταν συνέχεια του παλιού σπιτιού. Παραξενεύτηκε. Καθώς δεν υπήρχαν εφημερίδες στο σπίτι, ήταν σίγουρο ότι ανήκε το χάρτινο με τα γράμματα κουβάρι στον εγγράμματο φιλοξενούμενο.
Σκαρφάλωσε, παρ’ όλη την αναπηρία του, κατέβασε την τυλιγμένη εφημερίδα και πήρε στο κατόπι τον ξένο στο μονοπάτι προς την Ποντοκερασιά (Παπράτ), όπου ήταν ο τελευταίος προορισμός του, με την εφημερίδα και το περιεχόμενό της στα χέρια του. Ο υπάλληλος ήθελε να απομακρυνθεί, όσο μπορούσε μια ώρα νωρίτερα για να μην αποκαλυφθεί, ενώπιος ενωπίω, η νυκτερινή πράξη του.
Νέπαι εστά… Νέπαι εστά μίαν… Στάσου κύριε… Στάσου μια στιγμή… Ξέχασες κάτι… Μπορεί να σου είναι χρήσιμο…, φώναζε κραδαίνοντας το μάτσο της εφημερίδας.
Είδε και απόειδε ο άνθρωπος ότι δεν θα μπορούσε να αποφύγει τον ανεπιθύμητο διώκτη του, στάθηκε και από μακριά πρόσταξε περισσότερο με ανάλογη χειρονομία:
Πέταξέ το, δεν το χρειάζομαι… Πέταξέ το, σε παρακαλώ… Και επιτάχυνε το βήμα του.
Περίεργος ο ‘αθώος’ Τοπάλ, πριν πετάξει το ξένο πράμα και αφού διέτρεξε καμιά πεντακοσαριά μέτρα κουβαλώντας το, άνοιξε να δει τι κουβαλά, που είναι άχρηστο και πρέπει να πεταχτεί.
Τον έπιασε η απογοήτευση, όταν αντίκρισε το περιεχόμενο, που ήδη απέδιδε και δυσοσμία, που του φάνηκε πολύ αφόρητη. Έβγαλε έναν αναστεναγμό, κτύπησε συμβολικά το κεφάλι του και μονολόγησε το αμίμητο και περιεκτικό της συμπεριφοράς των Ποντίων, εκείνο τον καιρό αλλά και σήμερα:
‘Γ…σε αοίκον κιφάλ’… (Να σε βράσω τέτοιο κεφάλι)…
‘Φάσον, πότσον, μόνασον και από πάν’ και κά’ κουβάλ’ και το κόπρο νατ’!… (Τάϊσε, πότισε, φιλοξένησε και από επάνω κουβάλα και το περίττωμά του)!…

*Οι Πόντιοι Έλληνες, παρόλη την ανέχεια των πρώτων χρόνων στην Ελλάδα, διέθεταν υψηλό το αίσθημα της φιλοξενίας, πατροπαράδοτης αρετής άλλωστε. Εκτός από τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο κατάκλισης για διανυκτέρευση, ενθυμούμαι καλώς ότι οι ημέτεροι στο ορεινό Τσιφλίκ – μαχαλά του Παροχθίου, των 5 – 6 σπιτιών (δεν υφίσταται πλέον), διέθεταν αποκλειστικά για φιλοξενούμενο ειδικά καθαρά παπλώματα (μουσαφιρί γιοργάνια) και ξεχωριστά (μουσαφιρί) κουταλοπήρουνα, ως και ρηχά ‘μοδάτα’ πιάτα, (όχι βαθιές τσανάκες και σαχάνια).
Κιλκίς Σεπτέμβριος 2018