Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 8:30:46 πμ
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2019 19:21

Περί πολέμου και ειρήνης

Γράφει ο Γιώργος Φλωρίδης, δικηγόρος, πρώην υπουργός.

Ήταν αναμενόμενο ότι ο Ερντογάν, αφού έκλεισε το μέτωπο προς ανατολάς με την αποτροπή δημιουργίας Κουρδικού κράτους, θα κινούνταν προς δυσμάς, δηλαδή επιθετικά προς την Ελλάδα. Και το ευθύ ερώτημα στα χείλη όλων:      

Υπάρχει κάποια εξωτερική δύναμη, κάποιος άλλος παράγων που θα μπορούσε να σταματήσει τον Ερντογάν στην πορεία του προς την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Καστελόριζο και την Κρήτη, με την εμπράγματη αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων; Οι εκτιμήσεις των περισσοτέρων συγκλίνουν στο ότι δεν υπάρχει.

 

Οι ΗΠΑ του Τραμπ ανέχονται τις ενέργειες της Τουρκίας, το ΝΑΤΟ δηλώνει ουδέτερο και η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει ανήμπορη, πέραν της διπλωματικής υποστήριξης. Συνιστούν κάτι τα παραπάνω δεδομένα, όσον αφορά στο ζητούμενο που είναι η ασφάλεια της χώρας μας; Σαφώς και συνιστούν υποστήριξη οι ευρωπαικές θέσεις, αλλά δεν είναι αρκετές για να τη διασφαλίσουν.

Ισχυρίζονται κάποιοι ότι η Ελλάδα δεν διάβασε έγκαιρα, την από καιρό εξελισσόμενη επιθετική πολιτική της Τουρκίας.

Το βέβαιο είναι ότι δεν αλλάξαμε έγκαιρα πορεία και η αιτία είναι σταθερά η ίδια: o εγκατεστημένος πολιτικός, οικονομικός και κοινωνικός παρασιτισμός, που δεν μας επιτρέπει να συγκροτήσουμε μια αυτόνομη και ισχυρή στρατηγική επιβίωσης και ανάπτυξης του ελληνισμού.

Ενδεχομένως πολύ σύντομα, θα βρεθούμε μπροστά, όχι απλώς σε μία τουρκική παρενόχληση, αλλά στην αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην πράξη. Υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι απέναντι σε κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει ελληνική αναδίπλωση; Φαντάζομαι πως όχι. Η Ελλάδα από το 1974 έχει διακηρύξει  ότι είναι έτοιμη να συζητήσει με την Τουρκία τη μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η προτροπή, όμως, που ακούγεται τελευταία περί Χάγης, με τον τρόπο που ακούγεται, μπορεί να εκληφθεί ως αδυναμία ή κατάσταση πανικού. Το θέμα της παραπομπής στη Χάγη, προϋποθέτει τη σύμπραξη της Τουρκίας, άρα και αλλαγή της θέσης της. Μακάρι. Αν, όμως, δεν συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα πράξει το εθνικώς αυτονόητο, σε ό,τι αφορά πράξεις παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, δηλαδή στην με κάθε τρόπο και μέσο υπεράσπισή τους. Μόνο τότε μπορεί και οι διεθνείς παράγοντες που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, να δράσουν σε συμμαχία με την Ελλάδα και αποτρεπτικά απέναντι στην Τουρκία. Χώρα που αποφεύγει ή εναποθέτει την πρωτοβουλία υπεράσπισης των εθνικών της συμφερόντων σε άλλους, δεν έχει καμία τύχη. Η Ελλάδα, δηλώνοντας αποφασισμένη να υπερασπιστεί παντί τρόπω τα κυριαρχικά της δικαιώματα, πρέπει γρήγορα να προχωρήσει σε νέες, πέρα από τα καθιερωμένα, συμμαχίες.

Σε κάθε περίπτωση, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να συνειδητοποιήσουμε και, κυρίως, να κάνουμε πράξη, την μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική επιβίωσης .   Αυτό σημαίνει ότι πρέπει οριστικά να εγκαταλείψουμε τον παρασιτισμό και να περάσουμε σε αέναη προσπάθεια  πολιτισμικής αφύπνισης και  παραγωγικής αναδιάρθρωσης. Αυτή θα οδηγήσει σε μια συνειδητή κοινωνία ευθύνης και προσφοράς απέναντι στην ιστορία και το έθνος μας και σε μια ισχυρή οικονομία, ώστε η χώρα να γίνει αυτόνομος παράγοντας διασφάλισης της πορείας της.

Ακόμη κι αν αποφευχθεί η τωρινή σύγκρουση, η απειλή  θα επανέρχεται λόγω της γεωπολιτικής δυναμικής και  φύσης της Τουρκίας. Ο μόνος τρόπος να υπερβούμε το  δίλημμα  «συντριβή ή υποταγή», είναι η συνειδητή και οργανωμένη προσπάθεια  να μετατραπούμε σε αποτρεπτικό και παραγωγικό ευρωπαϊκό κράτος. Ανατολικό σύνορο της Μεγάλης Ευρώπης, που με την δυνατότητά του θα επιβάλει σε κάθε αναθεωρητική πρόκληση, τους κανόνες φιλίας, καλής γειτονίας και ειρήνης. 

(Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε σήμερα στα ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ)