Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 4:54:53 πμ
Κυριακή, 17 Σεπτεμβρίου 2017 23:54

Σκαλίζοντας την ιστορία

Του Νίκου Σιάνα.

 

Στην πρόσφατη έκθεση φωτογραφίας στη Γουμένισσα υπήρχαν και αρκετές φωτογραφίες με Γάλλους στρατιώτες οι οποίοι βρέθηκαν την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Μακεδονία και κατ’ επέκταση και στα μέρη μας. Αυτές οι φωτογραφίες με τα γαλλικά στρατεύματα στη Γουμένισσα μου έδωσαν το ερέθισμα για το παρόν άρθρο μου.


Βρισκόμαστε στο 1916 ο Εθνικό Διχασμός, που ξεκίνησε σαν διάσταση απόψεων πάνω στην ορθότερη εξωτερική πολιτική της χώρας, προσέλαβε  τραγική έκταση και δημιούργησε το αγεφύρωτο χάσμα. Οι διαφοροποιήσεις που έχουν συντελεστεί από τον Φεβρουάριο του 1915 είναι τρομερές και θα σφραγίσουν βαθιά το μέλλον της πατρίδας μας για πολλά χρόνια. Η Θεσσαλονίκη και το λιμάνι της είναι πια το νευραλγικό κέντρο της στρατιάς της Ανατολής. Στρατιωτικοί απ’ όλες τις χώρες και τις αποικίες τους,  Γάλλοι, Άγγλοι, Σέρβοι, Σενεγαλέζοι – σε λίγο θα προστεθούν Ιταλοί και Ρώσοι. Από την άλλη, στους 160.000 μόνιμους κατοίκους προστέθηκαν κάθε καρυδιάς καρύδι, φραγκολεβαντίνοι εμπορευόμενοι ή πράκτορες, πρόσφυγες Μικρασιάτες, πρόσφυγες Σέρβοι και Αλβανοί. Υπάρχουν ακόμα πολαυάριθμοι Τούρκοι και Εβραίοι που ραδιουργούν στα παρασκήνια πότε με τους Γάλλους και πότε με τους Ιταλούς για να πετύχουν τη διεθνοποίηση της πόλης.
Τον  στρατηγό Σαράϊγ από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στη Μακεδονίας ένα πράγμα τον βασανίζει: πως θα εξασφαλίσει τα νώτα της Στρατιάς του.
Ύστερα μάλιστα από την παράδοση του Ρούπελ (Μάιος 1916) στους Βούλγαρους, κάθεται πια σε αναμμένα κάρβουνα. Οι αξιώσεις των πρεσβευτών της ΑΝΤΑΝΤ θίγουν βαθιά το εθνικό φρόνημα και σπρώχνουν όλο και περισσότερους Έλληνες στην ουτοπική πολιτική της ουδετερότητας. Ο στρατηγός Σαράϊγ συμπεριφέρεται σαν σατράπης, οι πράξεις του κάνουν μισητή την πατρίδα τους και τον πόλεμο της στους Έλληνες «υπηκόους» του. Οι 27 μήνες που κράτησε η δεσποτεία του στάθηκαν για τους Μακεδόνες ένας εφιάλτης.

Ο Γιώργος Βαφόπουλος στη Γουμένισσα
Δεκατριών χρονών παιδί αφήνει την πατρίδα του, τη Γευγελή, για να γλυτώσει από τους Βουλγάρους και βρέθηκε το καλοκαίρι του 1916 πρόσφυγας στη Γουμένισσα, δηλαδή «υπήκοος» του Σαράϊγ. Η περίπτωση του αποκαλύπτει το δίλημμα χιλιάδων Ελλήνων που η μοίρα τούς έριξε ανίσχυρους ανάμεσα στη Σκύλα και την Χάρυβδη και τους υποχρέωσε να διαλέξουν μία από τις δύο.
Ας ακούσουμε τον αυτόπτη μάρτυρα Βαφόπουλο:
«Τις νύχτες ακουγόντουσαν καθαρά οι ομοβροντίες των κανονιών. Τον ουρανό τόν διέσχιζαν τα γαλλικά αεροπλάνα, που κούρνιαζαν στο αεροδρόμιο της Γοργόπης. Στη Γουμένισσα είχε εγκατασταθεί ένα είδος μικρού στρατηγείου κι όλα τα δημόσια κτίρια είχαν επιταχθεί από τους Γάλλους. Το σχολείο έγινε νοσοκομείο. Οι Γάλλοι δεν συμπαθούσαν καθόλου τους ντόπιους και πολλές φορές τούς φέρονταν με σκληρότητα. Άλλους από αυτούς τους θεωρούσαν «φιλοβούλγαρους» και άλλους «φιλοκωνσταντινικούς». Και στις δύο περιπτώσεις τούς έβλεπαν σαν εχθρούς. Έκαναν επίταξη των ζώων, τους υποχρέωναν να δουλεύουν στο στρώσιμο των δρόμων, σπάζοντας πέτρες. Τους ατίθασους, τους κρατούσαν ώρες πολλές γυμνούς έξω στον ήλιο του καλοκαιριού. Και μια μέρα, η σκοπιμότητα του πολέμου, αυτή η άγρια ανάγκη της επιβολής του τρόμου, που είναι μια από τις πιο μεγάλες δυνάμεις για την εξουθένωση του εχθρού, ήρθε να επιβάλλει τους πρώτους τουφεκισμούς των αθώων.
Κάποιος χωρικός από την Μπαροβίτσα (Καστανερή) τόχε δουλειά του να μαζεύει ξύλα και να τα φέρνει στους φούρνους της Γουμένισσας. Μια μέρα βρήκε ένα μεγάλο πακέτο χαρτιά. Τον καιρό εκείνο η λέξη «προκήρυξη» ήταν άγνωστη. Και τα χαρτιά του πακέτου εκείνου ήταν προκηρύξεις, τυπωμένες στα γαλλικά, πούχαν πέσει στο βουνό χωρίς να σκορπισθούν, από κάποιο γερμανικό αεροπλάνο. Απευθύνονταν στο Γάλλο στρατιώτη που πολεμούσε σε μια ξένη χώρα, ενώ στον τόπο του οι δικοί του περνούσαν από τη δοκιμασία της αγωνίας και των στερήσεων. Και τον προέτρεπαν ν’ αφήσει τα όπλα και να ζητήσει την επιστροφή του στην πατρίδα.
Το αναπάντεχο τούτο εύρημα σήμαινε για το φτωχό και ανίδεο ξυλοκόπο, τουλάχιστον την αξία ενός ψωμιού…
Τόσο έπρεπε να αξίζει μισή οκά χαρτί. Και κατέβηκε με το φορτωμένο ζώο του στη Γουμένισσα κ’ έδωσε τα πουρνάρια στο φούρνο κι αντάλλαξε στο διπλανό χαλβατζίδικο τα χαρτιά μ’ ένα κομμάτι χαλβά. Ο χαλβατζής ανύποπτος μέσα στην αγία άγνοια του πήρε ένα μεγάλο καρφί και κρέμασε τα χαρτιά στον τοίχο. Και με το χαλβά άρχισαν τούτα να κυκλοφορούν στη Γουμένιτσα. Κ’ έπεσαν στα χέρια των Γάλλων. Κ’ έγινε αμέσως έρευνα κι ανακαλύφθηκε η πηγή τους. Το ίδιο και ο ανύποπτος ξυλοκόπος. Την άλλη μέρα δικάσθηκαν οι δύο τους από το στρατοδικείο. Η απόφαση ήταν: Θάνατος.
Ο ξυλοκόπος σύρθηκε δεμένος πισθάγκωνα στο χωριό του, όπου πλήρωσε με τη ζωή του το χαλβά των παιδιών του.
Ο χαλβατζής ανάμεσα στο πλήθος έντρομος οδηγήθηκε μέσα από την πλατεία της Γουμένιτσας κοντά στην εκκλησία της Παναγίας. Και σε λίγη ώρα ακούσθηκε μια ομοβροντία τουφεκιών. Ο κόσμος έκαμε τον σταυρό του και πήγε να κλειδωθεί στα σπίτια του.  Ο Θεός του πολέμου είχεν επιβάλλει την ακατανόητη «δικαιοσύνη» του. Και την άλλη μέρα ακούσθηκε η φωνή του Γάλλου φρούραρχου να λέει, σε σπασμένα ελληνικά, τη φράση: Προς παραντειγματισμόν!»
Οι Έλληνες ήταν ανεξάρτητοι και ουδέτεροι. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε να τους τουφεκίζουν οι ασύδοτοι Αγγλογάλλοι. Ο νοικοκύρης δεν είχε πια καμία εξουσία – ούτε νόμους, ούτε αρχές – μέσα στο σπίτι του. Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα…"
Σήμερα εκατό χρόνια μετά, οι Έλληνες νοικοκυραίοι βρίσκονται και πάλι χωρίς καμία εξουσία και νόμους και την αξιοπρέπεια τους καταρρακωμένη. Προς παραντειγματισμόν.
Την μαρτυρία του Γιώργου Βαφόπουλου την δανείστηκα από το βιβλίο "Ο Εθνικός Διχασμός, Βενιζέλος και Κωνσταντίνος" εκδόσεις Φυτράκη.
Ο Γεώργιος Βαφόπουλος γεννήθηκε το 1903 στη Γευγελή, από οικογένεια λογίων. Νέος (17 χρονών) άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε περιοδικά. Είναι ιδρυτής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Θεσσαλονίκης. Το 1963 ο δήμος Θεσσαλονίκης τον τίμησε με το βραβείο της πόλης για το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και το 1968 τιμήθηκε με το πρώτο «Κρατικό Βραβείο Ποίησης» για τη συλλογή του «Επιθανάτια και Σάτιρες»