Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 11:21:16 μμ
Δευτέρα, 27 Ιανουαρίου 2020 21:05

Χρόνος: Μια αόρατη γραμμή που την κάνουν ορατή τα γεγονότα

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης.  

Ο χρόνος είναι μια αόρατη γραμμή που την κάνουν ορατή τα γεγονότα. Αυτά τον ορίζουν κι αυτά τον στιγματίζουν. Αυτά τον καταξιώνουν και τον απαξιώνουν. Από αυτά εξαρτάται, αν είναι καλός ή κακός. Χωρίς τα γεγονότα θα ήταν κενός και αμνημόνευτος.  


Ο χρόνος είναι κυκλικός. Όσα γιορτάζουμε θα τα γιορτάσουμε ξανά. Όσα έρχονται θα ξαναέρθουν και πάλι. Οι ίδιες επετειακές ημέρες ανακυκλώνονται. 
Ο χρόνος είναι σχετικός. Τα γυρίσματά του διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο κι από καιρό σε καιρό. Για κάποιους είναι ελαφρύς σαν βαμβάκι και για κάποιους βαρύς σαν πέτρα. Πέλαγος και τέναγος μαζί. Μια ενιαία ροή και μια αέναη κίνηση που τον σημαδεύουν κάθετα τα γεγονότα.

Δεκέμβρης 31 του μήνα. Στέκεσαι κριτικά κι αυτοκριτικά απέναντι στα συχνά, τα καθημερινά  δρώμενα και λες φοβάμαι:

Φοβάμαι γιατί στον τόπο που ζω εκτός από το πανεπιστημιακό άσυλο καταργήθηκε και η οικογενειακή ασυλία.  Φοβάμαι γιατί η αστυνόμευση αντικαταστάθηκε από την αστυνομοκρατία. Φοβάμαι γιατί από τη μια στιγμή στην άλλη αλλάζει η ποινική νομοθεσία και οι εγκληματίες αθωώνονται. 

Φοβάμαι βλέποντας τις ποινές των παιδεραστών να παραγράφονται και τους  κλέφτες να παίρνουν πίσω τα κλοπιμαία. Φοβάμαι διαβάζοντας για δικαστές που παραιτούνται και για μάρτυρες που εξαφανίζονται από σημαντικές δίκες. Φοβάμαι βλέποντας την κομματοκρατία να αντικαθιστά την αξιοκρατία.  Φοβάμαι, όταν οι δικαστικοί λειτουργοί  μεταναστεύουν στα ξένα και μαζί τους και η Δικαιοσύνη. Φοβάμαι όταν βλέπω τον αστυφύλακα του λυκείου να κυνηγά τον άνεργο νέο, με διδακτορικό, να τον χτυπά με βία και να τον γδύνει. Και τότε αναλογίζομαι που βαδίζουμε και που πάμε. 
Αναρωτιέμαι, αν έμεινε μια σταλιά από αυτό που ονομάζουμε δημοκρατία. Αν απέμεινε κάτι στη χώρα μας από αυτό που λέμε δίκαιο. Εδώ όπου το πλασματικό αντικατέστησε το πραγματικό, όπου η αριστεία αποδείχθηκε πλάνη, η πολιτική ταυτίστηκε με την απάτη και τα πτυχία μαϊμού.
Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω με μισθοφόρους και πραιτοριανούς» ξυπνούν στο νου μου οι στίχοι του ποιητή. Και τότε κοιτώ βαθιά μέσα μου να δω τι σώθηκε από όσα οραματίστηκα. Τι έμεινε από όσα ονειρεύτηκα. Τι απέμεινε από όσα υπερασπίστηκα. Που πήγαν οι αγώνες από εποχές που πίστεψα. Από καιρούς  που η ιδέα ήταν  φλόγα  κι η αγώνας για το δίκαιο όραμα άσβεστο. Από στιγμές που το πάθος άνθιζε στα στήθη και το χαμόγελο στα χείλη.
Ο Χρόνος είναι ένας απολογισμός. Είναι η μέτρηση της ζωής με θυσίες και η αναμέτρησή της με νέες. Είναι η στάθμιση και η ζύγιση της κάθε ώρας που την άλλαξε. Χρόνος είναι οι βαθιές  σκέψεις που χάραξαν κι έφτιαξαν τον κόσμο μας.
Το δικό μου και το δικό σου κόσμο. Αυτόν που χτίσαμε και γκρεμίσαμε μαζί. Είναι η Ελλάδα που φτιάξαμε και κατεδαφίσαμε. Με τα στενά και σκοτεινά υπόγειά της και με τα διάπλατα κι ηλιόφωτα ρετιρέ της. Είναι η Ελλάδα του άστεγου και του ανέστιου πολίτη. Του πλούσιου, του πρόσφυγα και του προλετάριου. Η Ελλάδα της οικονομικής και της "Ενημερωτικής" ολιγαρχίας και η Ελλάδα της ανέχειας. Η Ελλάδα των κλεφτών και των αρματολών. Των μιζοληπτών και των μιζαδόρων. Η Ελλάδα της ατυχίας, της δυστυχίας  και της "μεσοτοιχίας". Αλλά και η Ελλάδα της παιδείας, της λογικής και της επαναστατικής συνείδησης. Η Ελλάδα όπου ζούμε, ελπίζουμε και δεν έχουμε κανένα άλλοθι να μείνουμε απαθείς. 
Τελευταία ημέρα του 2019.  Χρόνος παλιός και χρόνος νέος σμίγουν πάνω στην κόψη του ξυραφιού.  Μια μικρή στιγμή που  ενώνει γραμμικά, παρελθόν, παρόν  και μέλλον. Μια φευγαλέα στιγμή που μετατρέπει το τέλος σε αρχή και το τέρμα σε αφετηρία.  Είναι η στιγμή όπου η ανάμνηση συναντά την προσδοκία και η ζωή γεννοβολά καινούρια όνειρα.  
 
Δεκέμβρης 31 του μήνα. «Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα». Θύμισες και λησμοσύνες μπαίνουν μαζί στο ζύγι του αδάμαστου χρόνου. Βυθιζόμαστε σε σκέψεις που αγαπάμε, ακουμπάμε σε μνήμες που πονάνε και στοχαζόμαστε. Ιχνηλατούμε σε σβησμένα χνάρια, σε  ξεθωριασμένες πατημασιές,  μετρούμε τα «θέλω» που έμειναν ακέραια και προχωράμε. Όλη μας η ζωή, η αποψινή στιγμή, κλεισμένη στου αγέραστου καιρού το μυρογυάλι .
 
Και τότε μια έρμη φωνή έρχεται από μακριά, από αδάμαστα κι ανυπόταχτα οράματα βγαλμένη. Μια φωνή κρυφή μέσα από τα ρινίσματα του ήλιου και τα ραπίσματα του ανέμου που σου λέει: Είσαι άνθρωπος, είσαι Έλληνας, είσαι λαός. Εσύ ο πλάστης, εσύ κι ο δημιουργός της πολιτείας και της ελευθερίας σου. Κανείς δεν θα πολεμήσει για το δίκιο σου,  αν δεν το κάνεις ο ίδιος. Και δεν το κάνεις όσο αδιαφορείς, όσο είσαι ελαμωριστής (έλα μωρέ), όσο εξακολουθείς να εμπιστεύεσαι αυτούς που σε πρόδωσαν και προδίδουν και τώρα ακόμη.
Άδραξε από το νέο χρόνο το πρώτο του λεπτό και πράξε ό,τι μπορείς μαζί με τους ομοίους σου για να αλλάξεις τη ζωή σου. Γιατί, αυτός  που φεύγει δεν είναι ο χρόνος αλλά εσύ. Η δική σου ζωή χάνεται.