Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Δευτέρα, 05 Φεβρουαρίου 2018 23:09

"Στην μακεδονική γλώσσα"

Του Ανδρέα Μακρίδη. 

 

Ο ρόλος ενός αρθρογράφου που πηγαίνει κόντρα στο κοινό περί δικαίου αίσθημα είναι άχαρος. Κάποιοι θα σπεύσουν να τον χαρακτηρίσουν “προδότη”. Κάποιοι άλλοι “γραφικό”. Κάποιοι τρίτοι, μπορεί και να σκεφτούν υπόγειες διαδρομές του, εξαρτήσεις, οικονομικές απολαβές. Το πιο εύκολο είναι να σιωπήσει. Το δικαιούται όμως;

 

Στην αρθρογραφία των “Ειδήσεων” προσέξαμε το κείμενο ενός συμπολίτη μας, ο οποίος επιμένει ότι η κυβέρνηση “χρησιμοποιεί το εθνικό θέμα ως πολιτικό παιχνίδι”, και την καλεί, εφόσον δεν αναφαίνεται στον ορίζοντα κάποια θετική εξέλιξη, “να αφήσει το θέμα εκεί που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια”. Ο συμπολίτης μας είναι άλλωστε βέβαιος, πως “σε περίπτωση που δεν υπάρξει εξέλιξη, η γειτονική χώρα είναι αυτή που ζημιώνεται, καθώς μη σεβόμενη την ιστορία και τη θέση μας, θα συνεχίσει να υπομένει το από μέρους μας βέτο για την ένταξη της στο ΝΑΤΟ”.

Σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις ενός εκάστου για τη στάση της κυβέρνησης, λόγος δεν μας πέφτει φυσικά. Αναρωτιόμαστε όμως, από πού προκύπτει αυτή η βεβαιότητα, πως η καθυστέρηση της λύσης ζημιώνει τα Σκόπια; Και από πού προκύπτει ότι η Ελλάδα μπορεί να βάζει βέτο στα Σκόπια στο διηνεκές;

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν μερικά πράγματα: Η Ελλάδα – παρά τις εντυπώσεις που έχουν καλλιεργηθεί – δεν προέβαλε βέτο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ το 2008, αλλά αντίρρηση που υποστηρίχθηκε και από άλλες χώρες. Αποτέλεσμα ήταν το ΝΑΤΟ να απορρίψει το ενταξιακό αίτημα των Σκοπίων. Παρά ταύτα, τα Σκόπια εγκάλεσαν την Ελλάδα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, και η χώρα μας καταδικάστηκε. Για ποιον λόγο; Διότι στην Ενδιάμεση Συμφωνία που είχαμε υπογράψει το 1995, δεσμευόμασταν να μην εμποδίσουμε την ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς λόγω του ονόματός τους. Αν η είδηση της καταδίκης της Ελλάδας πέρασε στα ψιλά, αυτό οφείλεται στο ότι το δικαστήριο απέφυγε να απαγορεύσει στην Ελλάδα να εκφράσει εκ νέου αντίρρηση, δεδομένου ότι η διαπραγμάτευση με τα Σκόπια συνεχιζόταν. Τι θα συμβεί όμως, αν σήμερα που τα Σκόπια παρουσιάζονται διαλλακτικά, εμείς στηλώσουμε τα πόδια και ο Μάθιου Νίμιτς κηρύξει άγονη την διαπραγμάτευση;

Ένα μικρό δείγμα, μας δίνει ενδεχομένως η συζήτηση και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που εγκρίθηκε την Τετάρτη 23 Απριλίου του 2008, (αριθμός κειμένου P6_TA(2008)0172) λίγες μονάχα μέρες μετά την Σύνοδο εκείνη του ΝΑΤΟ. Στο ψήφισμα αυτό, στην παράγραφο 17, γίνεται αναφορά “στη μακεδονική γλώσσα” και επαινούνται οι πρωτοβουλίες του Ιδρύματος Σόρος για αλλαγή των σχολικών βιβλίων της Ιστορίας. Οι πιο υπομονετικοί αναγνώστες μπορούν να ανατρέξουν και στα πρακτικά της σχετικής συζήτησης, όπου η Ελλάδα δέχεται απανωτές επιθέσεις για τις πρωτοβουλίες της στην ΝΑΤΟϊκή Σύνοδο, και όπου ο τότε επικεφαλής των βουλευτών της ΝΔ, ο Αντώνης Τρακατέλλης, διαβεβαιώνει πως η Ελλάδα “έχει κάνει γενναίο βήμα συμβιβασμού αποδεχόμενη σύνθετη ονομασία, και δεν απομένει στην άλλη πλευρά, παρά να προχωρήσει και να συναντήσει την Ελλάδα στη μέση του δρόμου”. Τι απ' όλα αυτά γνωρίζει ο μέσος Έλληνας;

Η θέση της Ελλάδας δεν είναι καθόλου εύκολη. Έχει αποδεχθεί εδώ και δέκα χρόνια τουλάχιστον, να συμφωνήσει σε σύνθετη ονομασία, έχει δεσμευτεί να μην θέτει βέτο στις ενταξιακές απόπειρες των Σκοπίων, η οικονομία της παραδέρνει απ' τα Μνημόνια, το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά χάσκουν ορθάνοικτα. Πάνω από 100 χώρες (ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα) αναγνωρίζουν τα Σκόπια ως Μακεδονία, η Ευρωβουλή αναγνωρίζει και την “μακεδονική γλώσσα” τους. Πιστεύει κανείς πως η Ελλάδα θα βρει συμπαραστάτες, αν χρεωθεί την αποτυχία της διαπραγμάτευσης;

Και ο ρόλος του αρθρογράφου, όπως είπαμε είναι άχαρος. Αν σιωπήσει ωστόσο, δεν κινδυνεύει να δει μονάχα τη χώρα του να μπαίνει σε νέες περιπέτειες. Κινδυνεύει να δει και την κοινωνία όπου ζει, πληγωμένη και ηττημένη, να αναζητά προδότες και εξιλαστήρια θύματα.