Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024, 5:55:51 μμ
Τετάρτη, 28 Νοεμβρίου 2018 22:02

ΟΙ Πεντεκαιδέκα Μάρτυρες - Πολιούχοι και προστάτες του Κιλκίς (α’ μέρος)

Ευλαβικό αφιέρωμα
Κωνσταντίνος Ν. Βαστάκης, Θεολόγος τέως Λυκειάρχης.

 

 

1. Προλεγόμενα:
Μάρτυρες και μαρτύριον
Το δέκατο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον ιερού Ευαγγελίου μάς πληροφορεί, ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός προετοίμασε ψυχολογικά τους Μαθητές Του, προκειμένου να τους αποστείλει στον κόσμο να κηρύξουν το χαρμόσυνο μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, το Ευαγγέλιον.
Συγχρόνως τούς προείπε και τους ενημέρωσε ότι θα αντιμετωπίσουν εμπόδια, διωγμούς, κατατρεγμούς, ακόμη και το θάνατο.

 

Ο πρώτος μάρτυρας είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος έδωσε τη μαρτυρία της αλήθειας και υπέστη το οδυνηρότερο μαρτύριο, δηλαδή το σταυρικό θάνατο.
Τον Χριστόν ακολούθησαν στο μαρτύριο οι Απόστολοι και Μαθητές του και αυτούς εκατομμύρια μαρτύρων μέχρι την εποχή μας. Οι άγιοι Απόστολοι που έζησαν τη ζωή του Χριστού και εβεβαίωσαν με το μαρτυρικό τους θάνατο την Ανάσταση του, αποτέλεσαν την απαρχή και το παράδειγμα για όλους εκείνους τους χριστιανούς που εσφράγισαν την αλήθεια της πίστεως μας με το αίμα τους και το μαρτυρικό τους θάνατο.
Σ’ αυτούς τους ηρωϊκούς χριστιανούς που αποτελούν δόξα για τη εκκλησία μας, άρχισαν να απονέμονται από ενωρίς ιδιαίτερες τιμές, οι οποίες αποτέλεσαν στοιχεία της λειτουργικής ζωής της εκκλησίας.
Στη χορεία των αγίων Μαρτύρων ανήκουν και οι πολιούχοι Άγιοι και προστάτες του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Μάρτυρες, «οι εν Τιβεβιουπόλει μαρτυρήσαντες». Αυτοί έδωσαν ευθαρσώς και δημοσίως την ομολογίαν της χριστιανικής πίστεως, την οποία επεσφράγισαν με το μαρτυρικό τους θάνατο.
2.Ο Βιογράφος των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων.
Βιογράφος των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων είναι ο Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας.
Γεννήθηκε στην Εύβοια (πιθανώς στη Χαλκίδα) το 1055 και απεβίωσε το 1107. ‘Ηταν σπουδαίος βυζαντινός λόγιος και έδρασε κατά την περίοδο της βασιλείας του Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081 -1118). Το 1075 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και (μετέπειτα) πάσης Βουλγαρίας. Ως προς το επώνυμο του λεγόταν Ήφαιστος.
Όπως τονίζει ο καθηγητής Βασίλης Κατσαρός ο Θεοφύλακτος στην Κωσταντινούπολη διέπρεψε ως μαϊστωρ των ρητόρων, ήτοι ως καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και αργότερα ως διδάσκαλος του Ευαγγελίου ήτοι ως ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης και καθηγητής περίπου μέχρι το έτος 1089 με την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά το έτος αυτό (1089) εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος. Σ’ αυτήν την Αρχιεπισκοπή παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. (Βλέπε Βασίλης Κατσαρός, καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Πρόλογος σελ. 11 κ.ε. στο έργο «Θεοφύλακτος Αχρίδος» του Πέτρου Βλαχάκου, έκδοση Ζήτρος)
Ο Θεοφύλακτος ήταν λόγιος με στέρεη μόρφωση… Έδρασε στην Αχρίδα ως ανεξάρτητος πνευματικός ηγέτης της αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής Αχρίδος, στην οποία ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος παραχώρησε το 1019 ιδιαίτερα προνόμια.
Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ήταν λοιπόν αυτοκέφαλη, και ονομάσθηκε «Πρώτη Ιουστανιανή» με δεύτερη Ιουστινιανή την Αρχιεπισκοπή Κύπρου όπως αυτή λέγεται μέχρι σήμερα.
Ο Θεοφύλακτος Αχρίδος ως Αρχιεπίσκοπος και παιδευμένος βυζαντινός λόγιος έζησε και έδρασε στο μεταίχμιο του 11-12ου αιώνα και ένας από τους διακεκριμένους διανοητές του Βυζαντίου με σημαντικό έργο, που γνώρισε μεγάλη διάδοση όχι μόνο κατά τους βυζαντινούς χρόνους, αλλά και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας
Ο καθηγητής Β. Κατσαρός τονίζει ιδιαίτερα, ότι ο Θεοφύλακτος τοποθετήθηκε στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος «ηγέτης μιας περιοχής του Βυζαντίου, όπου η συνάντηση των δυο κόσμων, του Βυζαντινού και του Σλαβικού, απαιτούσε την παρουσία μιας φυσιογνωμίας, που μπορούσε να θεωρηθεί ως πνευματική προσωπικότητα με ακτινοβολία και εμβέλεια και προς τις δύο πλευρές, μεταλαμπαδεύοντας το φως του βυζαντινού πολιτισμού στους ενεπίδεκτους νεοφώτιστους γείτονες, αλλά και στους λαούς της Ευρώπης.
Τέλος το κείμενο «περί των ΙΕ’ Μαρτύρων της Τιβεριουπόλεως» έργου, όπως προαναφέρθηκε, του Θεοφύλακτου Αχρίδος, «εκτός από τη λογοτεχνική του αξία, ως αφηγηματικός πεζογραφικός λόγος είναι διδακτικό και για τις γέφυρες επικοινωνίας, που χτίζει ανάμεσα στην αλλά και την αναγεννώμενη πίστη των ανθρώπων της βυζαντινής Στρώμνιτσας και της ευρύτερης περιοχής, ανάμεσα στο βυζαντινό άνθρωπο και σε εκείνον, που προσπαθεί να του μοιάσει, ανάμεσα στην ελπίδα των μηνυμάτων της ειρηνικής συνύπαρξης σ’ ένα κόσμο που καταργεί τα σύνορα με την παρηγοριά της πίστης και στο πολιτικό και κοινωνικό μέλλον των κατοίκων της περιοχής. Μόνο ένας πνευματικός άνθρωπος του ύψους του Θεοφύλακτους μπορούσε να ξαναφέρει αυτή την αναγεννητική ελπίδα στην απόμακρη από τη Βυζαντινή πρωτεύουσα περιοχή

 

2. Η γλώσσα του κειμένου του «Μαρτυρίου»:
Το κείμενο του «Μαρτυρίου των Αγίων ΙΕ’ Μαρτύρων της Τιβεριουπόλεως" διασώθηκε μόνο το όνομα χειρόγραφο του Baroccianus grr. 197 του 14ου αιώνα (1343 -1344) και μ’ αυτό μας παραδίδεται. ;Oπως τονίζει ο καθηγητής Β. Κατσαρός «Η γλώσσα του «Μαρτυρίου έντονα επηρεασμένη από τον αττικισμό, που είναι χαρακτηριστικός σε όλα τα έργα του Θεοφύλακτου, εμπλουτισμένη όμως με τη γλώσσα της βυζαντινής Θεολογίας. Τα χαρακτηριστικά της είναι η άρτια δομή των προτάσεων, η εκφραστική καθαρότητα και τα πλούσια εκφραστικά μέσα. Η συντακτική δομή ακολουθεί τους εξεζητημένους κανόνες του αττικισμού»
«Το ύφος του κειμένου είναι αφηγηματικό και σε αρκετά σημεία έντονα εγκωμιαστικό. Στο μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιεί το γ’ (τρίτο) ενικό πρόσωπο, που κάνει την αφήγηση αντικειμενική. Με την παρέμβαση ωστόσο των διαλόγων και ορισμένων μονολόγων πετυχαίνει σε σημαντικό βαθμό την εναλλαγή αφήγησης – διαλόγου – μονολόγου, μας δίνει την αμεσότητα του κειμένου και το κάνει πιο παραστατικό. Σ’ αυτό συμβάλλει ιδιαίτερα και η συχνή χρήση του ιστορικού ενεστώτος αντί για αόριστο. Η ζωντάνια του κειμένου δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι είναι παρών και παρακολουθεί από κοντά τα γεγονότα. Με αυτόν τον τρόπο το «Μαρτύριο» γίνεται ελκυστικό και ευκολοδιάβαστο, χωρίς να υπάρχει απώλεια ενδιαφέροντος από την αρχή μέχρι το τέλος. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο ίδιος συγγραφέας προτρέπει τον αναγνώστη – ακροατή να εντείνει την προσοχή του.
Το κείμενο του «Μαρτυρίου» πέραν από το καθαρά αγιολογικό του περιεχόμενο, περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες – συχνά μοναδικές – για την ιστορία του πρώτου βουλγαρικού Κράτους και της βουλγαρικής Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να αποτελεί μια σημαντική ιστορική πηγή για την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Είναι σαφές ότι ο Θεοφύλακτος επιθυμεί με το έργο του να εντάξει την τοπική παράδοση της Αχρίδος γύρω από το μαρτύριο και τα θαύματα των Δεκαπέντε Μαρτύρων στην ευρύτερη ιστορία του Βυζαντίου, ξεκινώντας από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και τους διωγμούς του Ιουλιανού, συνεχίζοντας με τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων τον 9ο αιώνα και φτάνοντας ως την εδραίωση του Χριστιανισμού στην ευρύτερη περιοχή βορείως της Βαλκανικής Χερσονήσου κατά τον 10ο αιώνα» (Κιαπίδου Σοφία –Ειρήνη: «Μαρτύριο των Δεκαπέντε Μαρτύρων της Τιβεριουπόλεως εκδόσεις Κανάκη 2015)

 

3. Το διάταγμα του Ιουλιανού:
Με το νομοθετικό του έργο ο Ιουλιανός απαγόρευσε στους χριστιανούς ρητοροδιδασκάλους και γραμματικούς να διδάσκουν τα έργα της κλασσικής παιδείας, διότι επίστευε ότι η έννοια «Παιδεία» ταυτίζεται με την Ελληνορωμαϊκή παράδοση σε όλες τις εκφάνσεις της, ότι αυτή η παράδοση αποτελεί ένα "θεόθεν δώρο" το οποίο ποτέ δεν έπαυσε να εποπτεύεται στην ιστορική του εξέλιξη από τον «Ελλάδος κοινόν ηγέμονα και νομοθέτη και βασιλέα» θεόν Απόλλωνα – Ήλιον.
Το διάταγμα αυτό το εξέδωσε στις 13 Μαρτίου 362 μ.Χ. και μαζί μ’ αυτό και άλλα διατάγματα. Σε μια επιστολή του της οποίας σώζεται το μεγαλύτερο μέρος, προσπαθεί να δικαιολογήσει το μέτρο που πήρε κατά των χριστιανών ρητοροδιδασκάλων, προσπαθώντας να εξηγήσει ότι θεωρεί ασύμβατη τη διδασκαλία και ερμηνεία των κλασσικών με τις χριστιανικές αντιλήψεις περί της Εθνικής Ελληνικής Θρησκείας. Δηλαδή, λέγει: Σωστή παιδεία, νομίζω δεν σημαίνει το να χειρίζεσαι τις λέξεις με ευρυθμία, αλλά το να σε διακρίνει η υγιής νοητική διάθεση να σκέπτεσαι λογικά, να έχεις σωστές απόψεις για το καλό και το κακό, το ωραίο και το αισχρό. Αυτός λοιπόν, που άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει σε όσους μαθητεύουν δίπλα του, νομίζω έχει απομακρυνθεί τόσο από την παιδεία όσον και από την τιμιότητα.
Ο Ιουλιανός επίστευεν, ότι η άρνηση των εθνικών θεών από τους Χριστιανούς – αποτελεί – ασέβεια προς τους κλασσικούς που τους τίμησαν.
Προς το τέλος της βασιλείας του ο Ιουλιανός, έπαυσε να είναι ανεκτικός προς τους Χριστιανούς και εσκλήρυνε τη στάση του και με διάφορα διατάγματα που έστελνε προς τους διοικητές των πόλεων, τους έδιδε το δικαίωμα να φέρονται προς τους χριστιανούς με το σκληρότερο τρόπο, που μπορούσαν. Τους «άφηνε» ελεύθερους να δράσουν όπως ήθελαν, μια και όλοι τους ήσαν φανατικοί ειδωλολάτρες. Βάσει αυτών των διαταγμάτων συνελήφθησαν χιλιάδες χριστιανοί και όσοι επέμεναν στην πίστη τους, οδηγούνταν στα βασανιστήρια και το θάνατο.
Αυτό συνέβη και στη Νίκαια της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Επ’ αυτού ο Θεοφύλακτος Αχρίδος γράφει: ( σε μετάφραση Π. Βλαχάκου) «Εκείνος (ο Ιουλιανός), που παραφερόταν με μανία κατά του Χριστού, τολμούσε τα πάντα κατά της πίστης μας. Τη λύσσα του δοκίμασε και ολόκληρη σχεδόν η πόλη, που υπερείχε σε όλα τα αγαθά, η Νίκαια, ο τόπος της νίκης κατά του Αρείου, που τον Χρησιμοποίησαν οι τριακόσιοι δεκαοκτώ σοφοί αρχιτέκτονες και έστησαν τα θεμέλια της Ορθοδοξίας. Αυτή, λοιπόν, ήταν γεμάτη χριστιανούς. Επειδή ωστόσο ο φοβερός και εξοργισμένος βασιλιάς άφησε εντολή στους διοικητές κάθε πόλης χωριστά να προξενούν συμφορά στους χριστιανούς με όποιον τρόπο ήθελαν, ποιος θα άντεχε να περιγράψει με λεπτομέρεια εκείνες τις πικρές τιμωρίες και τα φοβερά βασανιστήρια και τις απαρηγόρητες θλίψεις και πόνους και γενικά να μιλήσει για κάθε κακουχία στεναχώρια και τρέλα"

 

4. Ο διοικητής τη Νίκαιας αγνοούσε το διάταγμα
Ο διοικητής της Νίκαιας δεν εγνώριζε την ύπαρξη αυτού του διατάγματος, αλλά όταν το έμαθε βιαζόταν να το εφαρμόσει. Γράφει επ’ αυτού ο Θεοφύλακτος (μετάφραση Πέτρου Βλαχάκου):
«Ο κομενταρίσιος (διοικητής) της Νίκαιας ωστόσο δεν γνώριζε τέτοιο διάταγμα, αλλά όταν «έλαβε γνώση, βιαζόταν να το εφαρμόσει. Βγάζει διάταγμα λοιπόν, σε ολόκληρη την πόλη, όλοι όσοι λατρεύουν τον Εσταυρωμένο, να αλλάξουν θρησκεία και να προσέλθουν να θυσιάσουν στους αθάνατους θεούς, διαφορετικά να μάθουν, ότι θα υποβληθούν σε αφόρητα βασανιστήρια, ακόμη πιο ισχυρά και από τη ανθρώπινη αντοχή και διάφορους τρόπους θανάτωσης. Γιατί δεν ανέχεται ο βασιλιάς, μια και διαδέχθηκε την εξουσία που κυριαρχεί σε ολόκληρη μαζί τη γη και τη θάλασσα από την ευμένεια αυτών (των θεών) να μην κάνει όλους, όσους βρίσκονται μέσα σε τέτοιο κράτος λάτρεις και τιμητές τους "

 

5. Τα τρομερά γεγονότα στην Νίκαια
Το διάταγμα του Ιουλιανού κατά των Χριστιανών δεν εφαρμόσθηκε παντού κατά τον ίδιο τρόπο. Άλλοι διοικητές πόλεων (κομενταρίσιοι) το εφάρμοσαν με άκραν αυστηρότητα και άλλοι με ελαστικότητα, μια και ο αυτοκράτορας ετοιμαζόταν να πορευθεί με το στρατό του προς Ανατολάς για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες που είχαν διαπεράσει τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας και λεηλατούσαν τις ανατολικές επαρχίες. Ο κομενταρίσιος της Νίκαιας ήταν φανατικός ειδωλολάτρης και «έπνεε μένεα»» κατά των Χριστιανών. Το αυτοκρατορικό διάταγμα τού έλυνε τα χέρια. Βάλθηκε, λοιπόν, να το εκτελέσει με ακρίβεια και με όση αυστηρότητα μπορούσε. Την άλλη κιόλας ημέρα από τη στιγμή που πήρε στα χέρια του το διάταγμα, συγκέντρωσε όλο το πλήθος των κατοίκων της πόλεως (Νίκαιας) στο ανοικτό και ευρύχωρο θέατρο, για να τον ακούσουν. Ο ίδιος εκάθησε σε μια περίοπτη θέση και όπως μας πληροφορεί ο Θεοφύλακτος, έβγαλε μπροστά στο πλήθος έναν κολακευτικό λόγο, με την ελπίδα, ότι θα πείσει τον κόσμο να μεταστραφεί από το Χριστιανισμό στην ειδωλολατρεία, ως εξής Μετάφραση Π. Βλαχάκου):
«Άνδρες, είπε, βλέπω, λοιπόν, ότι έχετε οικειοποιηθεί τη σεμνότητα και δείχνετε την επανόρθωση του φρονήματος σας, μου φαίνεται όμως ότι πολλοί από σας έχετε και σημαντική παιδεία. Θα ήταν, λοιπόν, πολύ παράλογο τέτοιοι άνθρωποί να προσχωρούν στην τραχύτητα των Γαλιλαίων, και να προσκυνούν έναν άνθρωπο σχεδόν χθεσινό, ο οποίος καταδικάσθηκε από τον Πιλάτο σε σταυρικό θάνατο, ο τάφος του είναι φανερός σε όλους όσους θέλουν να τον δουν. Εξάλλου, αν ήταν ακίνδυνο να λατρεύετε τέτοιο Θεό, ίσως θα μπορούσε κανείς να συγχωρήσει την αμάθειά σας για το καλύτερο. Επειδή όμως ο κίνδυνος είναι για εσάς η μεγαλύτερη από όλες τις απολαύσεις και από τα χρήματα και από τις τιμές και από την ίδια σας την ζωή, η προτίμηση αυτής της επικίνδυνης λατρείας από την ακίνδυνη και αληθινά βασιλική δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο της αμάθειας και της ανοησίας, αλλά και της γονικής αναισθησίας. Εάν, λοιπόν πείθεσθε σε μένα, που σας συμβουλεύω τα πιο σωστά, πλησιάστε τους φιλάνθρωπους θεούς και αν προφέρετε σ’ αυτούς θυσίες θα κερδίσετε αρχικά την ευμένεια τους, θα γίνετε φίλοι και βασιλιά μας που τον αγαπούν οι θεοί και επί πλέον θα καρπωθείτε και τα αγαθά από τη φιλία του, τα οποία προσφέρει στους φίλους του με αφθονία...
Όταν τα άκουσαν αυτά όσοι συγκεντρώθηκαν, πολλοί αποδέχθηκαν τους λόγους του, ομολόγησαν ότι θα πιστεύουν όσα πρεσβεύει ο βασιλιάς και απένειμαν κάθε τιμή στους θεούς του. Αυτούς ο κομενταρίσιος κατά την κρίση του τους αντάμειψε με τιμές και δώρα και τους έκανε πιο επιφανείς. Όσοι όμως διάλεξαν να φυλάττουν την πίστη στο Χριστό σίγουρη και απαραβίαστη, βροντοφώναξαν όλοι με μια φωνή σαν από ένα στόμα: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα. Γι’ αυτό απαντούμε σ’ τα λόγια, οι θεοί που δεν δημιούργησαν τον ουρανό και τη γη, να εξαφανισθούν. Και όμοιοι με αυτούς να γίνουν όσοι κάνουν αυτές τις πράξεις και πιστεύουν σ’ αυτούς. Για μας ένας είναι ο Θεός πάνω απ’ όλα και μέσα από όλα και μέσα σε όλα. Και ένας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο αληθινός Θεός, από τον οποίο έγιναν τα πάντα. Αυτόν πιστεύουμε και ομολογούμε και προσκυνούμε και λατρεύουμε με όλη μας την ψυχή και μέσα από την καρδιά μας με καθαρή συνείδηση και απαραβίαστο φρόνημα και λογισμό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους «ατελεύτητους αιώνες» (Μετάφραση Π. Βλαχάκου).
Όταν αυτοί είπαν αυτά τα λόγια με τόλμη στον τύραννο, λέγει ο Θεοφύλακτος, αμέσως αυτός γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία και αμέσως αυτούς τους ακολούθησαν δημόσια φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις. Πολλοί ωστόσο, που ξέφυγαν, άλλοι έφυγαν στα όρη και στις ερημιές, άλλοι σε πολλούς διαφορετικούς τόπους αδιαφορώντας για το φιλικό τόπο της πατρίδας, τους συγγενείς, τους γνωστούς και όλα τα αγαθά αρκεί να κερδίσουν μόνο το Χριστό, που είναι αναμφίβολα ο αληθινός Θεός και Κύριος και Βασιλιάς των Βασιλιάδων και όλων των αιώνων και στους αιώνες.

 

6. Από τη Νίκαια στη Θεσσαλονίκη και την Τιβεριούπολη παραγρ. 17. Μετάφραση Π. Βλαχάκου
« Ανάμεσα σ’ αυτούς, λέγει ο Θεοφύλακτος ήσαν ο Τιμόθεος, ο Κομάσιος, ο Ευσέβιος και ο Θεόδωρος. Αυτοί επειδή δεν ανέχονταν να βλέπουν κάθε φορά να αυξάνεται η λατρεία στα είδωλα, ούτε την απώλεια αυτών που ξέπεφταν και αρνούνταν το Χριστό, ούτε βέβαια τα βασανιστήρια όσων επέμειναν στην πίστη τους, εγκατέλειψαν την πόλη της Νίκαιας και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό σ’ αυτή την πόλη επειδή και εδώ, όσοι είχαν τη διοίκηση υπηρετούσαν τις εντολές του ασεβούς αυτοκράτορα από τη μία εξυψώνοντας τη λατρεία του βέβηλων θεών και αποκαθιστώντας στην παλαιά της θέση την ειδωλολατρία, και από την άλλη καθαιρούσαν τη λατρεία του Χριστού μελετώντας να μην αφήσουν ούτε το όνομα Του σ’ αυτήν την πόλη και τα περίχωρά της. Άφησαν λοιπόν την πόλη της Θεσσαλονίκης και πήγαν στην Τιβεριούπολη, που βρίσκεται βόρεια της Θεσσαλονίκης και γειτονεύει με τις εθνότητες της χώρας των Ιλλυριών. Και σ’ αυτήν την πόλη μια και βρήκαν λίγη ελευθερία, έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι γεμάτο στάχυα. Μαζί με τα λόγια τους όμως διακρίνονταν και τα έργα τους