Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 8:22:35 μμ
Σάββατο, 14 Απριλίου 2018 19:16

Τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται» «Απρίλιος 1941»

Του Νίκου Σιάνα. 

Με αυτήν την περήφανη φράση απάντησε ο διοικητής του Οχυρού ΡΟΥΠΕΛ Γεώργιος Δουράτσος, στην απαίτηση των Γερμανών εισβολέων για παράδοση του οχυρού, τον Απρίλιο του 1941.
Τούτη η γωνία Γής όπου μας έταξε ο Θεός να κατοικήσουμε, από τα αρχαία ακόμη χρόνια έως τα πρόσφατα, δέχθηκε αμέτρητες επιδρομές, εισβολές και απειλές απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα. Πέρσες, Ρωμαίοι, Φράγκοι, Σαρακηνοί, Ούνοι, Γότθοι, Βάνδαλοι και Οθωμανοί πάτησαν τούτα τα χώματα, αφήνοντας πάντα πίσω τους μόνο καταστροφή και λεηλασία.


Η τελευταία έγινε το 1940, από την φασιστική και σύμμαχο της ναζιστικής Γερμανίας,  Ιταλία. Η εισβολή των Ιταλών αρχίζει με ένα έπος, ο ελληνικός λαός αποδέχτηκε την ιταλική πρόκληση και έβαλε τέλος, έστω προσωρινά, στα όνειρα του Μουσουλίνι. Λίγους μήνες αργότερα τον Απρίλιο του ’41 Γερμανοί και Βούλγαροι εισβάλλουν από τα βόρεια σύνορα μας. Η εισβολή αυτή Γερμανών και Βουλγάρων έσωσε την κατάσταση για τον Άξονα, η απρόβλεπτη εξέλιξη του ελληνοϊταλικού πολέμου αποτελούσε κώλυμα στην υλοποίηση των σχεδίων του Χίτλερ και κυρίως στην πραγματοποίηση της απόφασης του να εκστρατεύσει εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Έπρεπε πρώτα να εξουδετερωθεί η απειλή τόσο από την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας, όσο και από την πλευρά της Ελλάδας. Έτσι αποφασίσθηκε να γίνει ταυτόχρονη επίθεση κατά των δύο αυτών χωρών.  Ειδικά για την Ελλάδα είχε εκπονηθεί το σχέδιο «ΜΑΡΙΤΑ» που προέβλεπε επίθεση των Γερμανών από την Βουλγαρία.
Διάσπαρτα σ’ όλη την Ελληνική – και όχι μόνο – επικράτεια τα οστά των ηρώων μας.  Όπου και αν στρέψει κανείς το βλέμμα του θα δει πεδία μαχών να του μιλούν για μια ξεχασμένη έννοια: την αγάπη και την θυσία για την πατρίδα. Χρέος και καθήκον όλων μας να μην τους ξεχάσουμε. Με το ταπεινό αυτό αφιέρωμα ελπίζουμε να συμβάλλουμε και εμείς στην διατήρηση της Ιστορικής μας Μνήμης αλλά και να αποδώσουμε τιμή στους πρόμαχους του Έθνους οι οποίοι τον Απρίλιο του 1941 αντιστάθηκαν ηρωϊκά και νικηφόρα στις επάλξεις των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά».
Σε αντίθεση με άλλα κράτη στα οποία ο γερμανικός στρατός εισέβαλε σχεδόν χωρίς σοβαρή αντίσταση, εμείς δίχως να έχουμε αγγλογαλική υπεροπλία και μολονότι διεξήγαγε να έχουμε την αγγλογαλική υπεροπλία και μολονότι διεξήγαμε επί εξάμηνο αιματηρό πόλεμο κατά των Ιταλών, εμείς οι Έλληνες δεν πανικοβληθήκαμε. Η «Μάχη των Οχυρών» αποτελεί μια από τις ενδοξότερες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας και όχι άδικα παραλληλίστηκε με τις Θερμοπύλες και το Μανιάκι».

 

«Γραμμή Μεταξά»
Τα οχυρωματικά έργα στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο ξεκίνησαν αμέσως μετά το τέλος των Βαλκανικών πόλεμων, προκειμένου ο ελληνικός στρατός να μπορέσει να συγκρατεί μια ενδεχόμενη επίθεση «Βουλγάρων» μέχρι να φθάσουν οι κύριες στρατιωτικές μας δυνάμεις.  Έτσι με σχέδιο που εκπονήθηκε από τον τότε Αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά, αποφασίστηκε και άρχισε η κατασκευή των έργων που άρχιζαν από το ονομαζόμενο τριεθνές, σημείο της λίμνης Δοϊράνης, ακολουθούσαν την κορυφογραμμή του όρους Μπέλλες και έφθαναν μέχρι τον Στρυμώνα, ακολουθώντας σειρά υψωμάτων κατέληγαν στην ανατολική όχθη του Νέστου.
Οι φόβοι της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδας για τον κίνδυνο από την Βουλγαρία θ’ αποδειχθούν πολύ σύντομα αληθινοί.
Στις 13 Μαϊου 1916 γερμανοβουλγαρικός στρατός περνάει την ελληνική μεθόριο και μετά από αμήχανες και αδέξιες αντιδράσεις της ουδέτερης μέχρι τότε ελληνικής κυβέρνησης, καταλαμβάνει σχεδόν αμαχητί το οχυρό Ρούπελ.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν κυρύφωσαν τα πολιτικά πάθη στην Ελλάδα, θα διαιρέσουν ανεπανόρθωτα τους Έλληνες και θα οδηγήσουν στον Εθνικό Διχασμό και κατ’ επέκταση στη Μικρασιατική καταστροφή.

Τα οχυρά παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Τις παραμονές του Β’ παγκοσμίου πολέμου από το συνολικό μήκος των 497 χιλιομέτρων της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, η οχυρωμένη τοποθεσία κάλυπτε τα 215  χιλιόμετρα που ήταν πια ευρέως γνωστά με το όνομα γραμμή «Μεταξά». Από τα 21 οχυρά, το Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο. Οι εντατικές νέες ενέργειες οχύρωσης ξεκίνησαν στις αρχές του 1936, το 1938 σημειώθηκε το μεγαλύτερο άλμα στην εξέλιξη των ιδεών της οχύρωσης, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί σημαντική αύξηση ισχύος των έργων. Παρά τον ελληνοϊταλλικό πόλεμο παραμονές του ελληνογερμανικού πολέμου τα έργα της οχύρωσης σε μεγάλο βαθμό είχαν ολοκληρωθεί. Για την κατασκευή των οχυρών εργάστηκαν εργάτες από τη Νότια Ελλαδα και τα νησιά, και μεταφέρονταν στα εργοτάξια πάντα νύκτα, για να μην γνωρίζουν το ακριβές σημείο που θα εργάζονταν.
Το συγκρότημα Ρούπελ βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Στρυμώνα και σε συνδυασμό με το οχυρό Παλιουριώνες που βρίσκεται στην δυτική όχθη ελέγχει το στενό πέρασμα του ποταμού, που όσο πλησιάζει τα σύνορα στενεύει ακόμη περισσότερο. Το Ρούπελ αποτελούνταν από πολλά στεγανά συγκροτήματα και μερικά μεμονομένα έργα σε μέτωπο μήκους 2.500 μ. στο συγκρότημα ανήκαν και άλλα δύο οχυρά, το Καρατάς και η Κάλη.

 

Η επίθεση
Ο Χίτλερ προληπτικός από τη φύση του είχε αποφασίσει να αρχίσει η επίθεση εναντίον της Ελλάδας στις 6 Απριλίου, ημέρα Κυριακή, όπως έκανε και με την Πολωνία, Νορβηγία, Γαλλία και Ρωσία.
Τις μέρες που προηγήθηκαν της επίθεσης, γερμανικά αναγνωριστικά αεροπλάνα πετούσαν στη μεθόριο πάνω από το ελληνικό έδαφος της «Γραμμής του Μεταξά».
Κυριακή 6 Απριλίου 05:15 το πρωϊ αρχίζει η επίθεση των Γερμανών, που προέβλεπε τρεις κατευθύνσεις επίθεσης.  Η πρώτη δεξιά του Στρυμώνα προς το οχυρό Παλιουρώτες με το τάγμα ορεινών κυνηγών, δεύτερη προς το οχυρό Ρούπελ και τρίτη προς ΚΑΠΙΝΑ – ΚΑΡΑΤΑΣ. Την 05:15 αρχίζει βομβαρδισμός του Μπέλλες και πέντε λεπτά αργότερα αρχίζει η επίθεση προς το φυλάκιο Προμαχώνα και στα κοντινά υψώματα. Ο υπολοχαγός Νιάνιος Δημήτριος με την διμοιρία του καθυστερούν μέχρι τις 10:00 ώρα τον εχθρό και συμπύσσονται  σύμφωνα με το σχέδιο στον κύριο χώρο αμύνης του λόχου. Η προσφορά αυτών των λίγων αγωνιστών ήταν σημαντικότατη γιατί καθυστέρησαν για αρκετές ώρες τους Γερμανούς και τους προκάλεσαν σύγχυση ως προς το τι θα ακολουθούσε, καθώς πίστευαν πως εύκολα θα καταλάμβαναν τις θέσεις του ελληνικού στρατού.  Όμως οι Έλληνες στρατιώτες παρά τις όποιες ελλείψεις έκαναν αυτό που έκαναν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, να υπερασπίζονται τα πάτρια εδάφη χωρίς να υπολογίζουν ποιος είναι ο εχθρός. Να πως περιγράφει την πρώτη «γεύση» που πήραν οι Γερμανοί στρατιώτες, από την διμοιρία του υπολοχαγού Νιάνου Δημητρίου ο γερμανός τότε υπολοχαγός Κάπ:
«Έδώ πάνω, ακριβώς κάτω από την κορυφή, στο κεντρικότερο σημείο του Ρούπελ, μένουμε άφωνοι. Είναι αδύνατο να προχωρήσουμε. Όποιος τολμήσει να ξεμυτίσει γαζώνεται. Ποιος μπορούσε να σκεφθεί ότι τα λίγα και με δυσκολία φτιαγμένα αυτά οχυρά, που μπορούσαμε να τα δούμε από την Βουλγαρική πλευρά θα ήταν τόσα δυνατά και μοντέρνα; Ποιος μπορούσε να πιστέψει ότι οι Έλληνες θα μας αντιστέκονταν τόσο σκληρά και με τέτοια δύναμη! Δεν μας βοηθάει τίποτε...»
Οι συνεχείς κατά μέτωπον προσπάθειες εναντίον των οχυρώσεων Ρούπελ, δεν έχουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα και γεμίζουν την περιοχή με νεκρούς και τραυματίες. Στις 7 Απριλίου οι επιθετικές προσπάθειες απέτυχαν εκ νέου, σμήνος από 40 έως 50 αεροσκάφη καθέτου εφορμήσεως δεν μπόρεσε να αναγκάσει το πυροβολικό των μετόπισθεν να σιγήσει. Όταν στις 8 Απριλίου το μεσημέρι, παρατάχθηκε το Τάγμα για επίθεση, διαπιστώθηκε ότι το ελληνικό αμυντικό σύστημα λειτουργούσε ακόμα πλήρως οι επιθέσεις του γερμανικού πεζικού πλέον περιορίζονται, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη σχέδιο παράκαμψης μέσω της κοιλάδας του Αξιού, αλλά οι βομβαρδισμοί πυροβολικού και αεροπορίας συνεχίζονται.
Η υπογραφή συνθηκολόγησης στην Θεσσαλονίκη βρήκε το οχυρό ανέπαφο και τους υπερασπιστές του νικητές στον άνισο αυτό αγώνα. «...Ήταν εκπληκτικά γενναίοι αντίπαλοι. Ακόμη και οι τραυματίες τους, ξαπλωμένοι και ανήμποροι μέσα στα χαρακώματα, προσπαθούσαν να μας χτυπήσουν με τις λόγχες τους. Δεν απέφευγαν τον αγώνα σώμα με σώμα. Το αντίθετο μάλιστα τον επεδίωκαν. Πολλές τέτοιες σκηνές μας θυμίζαν τον πόλεμο της Ιλιάδας, όπως τον ακούσαμε από τους δασκάλους μας...» και συνεχίζει ο Κούρτ Κρέιζερ: «....Θυμάμαι ακόμα καθαρά έναν νεκρό Έλληνα στρατιώτη μέσα σ’ ένα χαράκωμα μπροστά από τα συρματοπλέγματα, μακριά από το οχυρό. Δίπλα του τέσσερα άδεια όπλα,  εδώ δεν  κείτονταν ένας εχθρός! ! ! Μπροστά μου έβλεπα ένα ήρωα που ούτε οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι δεν θα μπροούσαν καλύτερα να περιγράψουν...» Την 10η Απριλίου οι Έλληνες αποχωρούν από το οχυρό και στις γέφυρες του Στρυμώνα ποταμού μικρό γερμανικό τμήμα αποδίδει τιμές. Και στις 11 Απριλίου σε γεύμα που παρέθεσαν Βούλγαροι αξιωματικοί σε Γερμανούς, ο συνταγματάρχης Σράιμπερ δεν δίσταζε να παραδεχθεί ότι «... είναι κρίμα που σε μια τόσο δύσκολη καμπή του πολέμου αυτού ο στρατός αυτός ήταν αντίπαλος μας και όχι σύμμαχος...» προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των Βουλγάρων. Ο Γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ στην πραγματεία του υπό τον τίτλο «Η Ελλάς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» βεβαιώνει την αναγνώριση της πολεμικής αρετής των Ελλήνων. Γράφει:
«Κατά την υπογραφή της έντιμης συνθηκολόγησης αντηλλάγησαν οι συνηθισμένες μεταξύ στρατιωτικών φιλοφρονήσεις, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση οι Γερμανοί προχώρησαν πέρα από τα συνηθισμένα όρια, γιατί τις εννοούσαν πραγματικά. Οι Έλληνες πολεμιστές είχαν πολεμήσει τόσο γενναία που για πρώτη φορά ο συνηθισμένος στις νίκες Γερμανικός στρατός εντυπωσιάστηκε. Οι γερμανικές απώλειες ήταν πολύ μεγάλες...»
Και ο Στρατάρχης Λίστ σε ημερήσια Διαταγή του.
«...Οι Έλληνες υπερασπίσθηκαν την πατρίδα τους με γενναιότητα... Γερμανοί στρατιώτες μεταχειρισθείτε τους Έλληνες αιχμαλώτους όπως αξίζει σε γενναίους στρατιώτες...».

Υ.Γ.1: Αλήθεια εμείς σήμερα πόσο τιμούμε τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν στο παρελθόν και δημιούργησαν το δικό μας παρών, γιατί μικραίνουμε και απαξιώνουμε την εθνική μας ιστορία, γιατί απαξιώνουμε τους πραγματικούς ήρωες και αναδεικνύουμε κάποιους δήθεν αγωνιστές;  
25η Μαρτίου Εθνική Επέτειος, οι σημαίες στα μπαλκόνια μετρημένες στα δάκτυλα. Ντροπή μας.

Υ.Γ.2: Συγχαρητήρια πολλά σ’ όλους τους συντελεστές των διήμερων εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στο Κιλκίς και τον Ακρίτα και ήταν αφιερωμένες στη Μνήμη του Γρηγόρη Αυξεντίου.