Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 7:37:25 πμ
Παρασκευή, 14 Ιουνίου 2019 22:11

Εκδήλωση μνήμης για αυτούς που θυσιάστηκαν στις αλησμόνητες πατρίδες: Φούλατζικ Μ. Ασίας, Τσαντώ Ανατ. Θράκης

Η Εταιρεία Μικρασιατικών Σπουδών και Ευρενών Ευρωπού ν. Κιλκίς προσκαλεί: Να τιμήσουμε μαζί το ιερό μνημόσυνο - εκδήλωση που θα πραγματοποιήσουμε την Κυριακή 23 Ιουνίου 2019 στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Ευρωπού για τις ψυχές των προγόνων μας που θυσιάστηκαν στις Aλησμόνητες Πατρίδες: Φούλατζικ Μικράς Ασίας και Τσαντώ Ανατολικής Θράκης.

Πρόγραμμα Εκδηλώσης

7.00 π.μ. - 10.15 π.μ. Στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου

- Αρχιερατική Θεία Λειτουργία χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
   Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου κ.κ. Δημητρίου

10.20 π.μ. - 10.50 π.μ. Στο Μνημείο Σφαγιασθέντων

- Επιμνημόσυνη δέηση

- Τήρηση ενός λεπτού σιγής

- Κατάθεση Στεφανιών

- Απόδοση Εθνικού Ύμνου

 

11.00 π.μ. - 12.00 το μεσημέρι Στο Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας

- Χαιρετισμοί επισήμων

- Ομιλία από τον Ιστορικό κ. Ζαφειρίδη Κωνσταντίνομε θέμα: «Η Γενοκτόνος Πολιτική  
  των Τούρκων τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα».

- Κέρασμα

"....Μέσα στην εκκλησιά του ΑηΓεώργη ήταν μαζεμένοι ως τριακόσιοι άνδρες και αγόρια από δεκατεσσάρων χρόνων και απάνω έκλαιαν και προσεύχονταν και μαζεύονταν στο γέρο εβδομηντάρη παπα Φίλιππα να βρουν παρηγοριά και να τους μεταλάβει. Αυτός όμως είχε κομμένη τη μιλιά και ήταν αδύνατο να μιλήσει. Μέσα στην εκκλησιάν ήρθε τότε ο ίδιος ο Κεμάλ του Καραμουσάλ, εκαβαλίκεψε τον παπα Φίλιππα που του είχαν περάσει στο στόμα δύο Τούρκοι χαλινάρι από σχοινί και άρχισε να τον τραβά έτσι καβάλα έξω από την εκκλησιά. Ο παπαΦίλιππας έπεσε κάτω λιποθυμημένος και ο Κεμάλ τότε του έβγαλε με το μαχαίρι του το ένα του μάτι και ύστερα διάταξε και τον έσυραν έξω από την εκκλησιά. Ύστερα είδαμε από τις χαραμάδες που είχαν οι κλεισμένες πόρτες της εκκλησιάς να ρίχνουν πετρέλαιο στις πόρτες και να ανάβουν σπίρτα για να βάλουν φωτιά. Μια φωνή βγήκε τότε.

  • Καιόμαστε, καιόμαστε, βάλανε φωτιά...."

(Μαρτυρία του Παύλου Μπαλίδη στον Φ.Κ., απεσταλμένο δημοσιογράφο της εφημερίδας "ΕΜΠΡΟΣ" της Αθήνας, τον Απρίλιο του 1921 στη Νικομήδεια, περιγράφονταςτο Ολοκαύτωμα του Φουλατζικιού της Τρίτης23 Ιουνίου 1920).

 

Η σφαγή στο Φούλατζικ της Βιθυνίας, την 23 Ιουνίου 1920, μέσα από τη διήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Παύλου Μπαλίδη όπως καταγράφηκε από τον Πολεμικό Ανταποκριτή Κωνσταντίνο Φάλταϊτς και δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα του φύλλου της Δευτέρας 17 Μαίου 1921 της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ» των Αθηνών  και στο βιβλίο του «Αυτοί είναι οι Τούρκοι». (Εκδόσεις ΔΗΜ. ΔΕΛΗ, Αθήνα 1921).

Τέσσερις ώρες μακριά από τη Νίκαια βρίσκοταν το Φουλατζίκ με τα πολλά του νερά, τα πυκνά δάση του, τους δυνατούς άνδρες του και τις ωραίες Ελληνοπού­λες του. Δίκαια το Φουλατζίκ ελέγοταν από τους Τούρκους των γύρω χωριών -Κιουτσούκ Γιουνάν - Μικρή Ελλάδα - και το αρχαίο βυζαντινό Ατύμυλο, στο Φουλατζίκ, δίκαια διατηρούσε τη συνέχιση της ζωής του.

-Στις  23 Ιουνίου του 1920, αρχίζει τη διήγηση του ο Παύλος Μπαλίδης, ένας από τους άνδρες του Φουλατζίκ που εσώθηκαν και είχαν καταφύγει στη Νικομή­δεια, βγήκα από το σπίτι πρωί πρωί πηγαίνοντας να φωνάξω τους ανθρώπους μου από τα σπίτια των να θερίσαμε το σιτάρι. Μόλις όμως είχα βγει από την πόρτα του σπιτιού μου και ακούω δυνατό καλπασμό ιππικού που έτρεχε στο καλντερίμι της αγοράς. Την ίδια στιγμή είδα καμιά τριανταριά Τούρκους χωριάτες οπλισμένους που έτρεχαν καβάλα στ' άλογα ενώ από το άνοιγμα της αγοράς φάνηκε τακτικός στρατός και χωροφύλακες που κατέβαιναν από το Καραμουσάλ και από την Νί­καια. Στην αγορά μας οι χριστιανοί ήσαν σαν ασβέστης άσπροι και αμίλητοι έτρε­χαν γλήγορα γλήγορα να κρυφτούν στα σπίτια των. Πολλοί έλεγαν σιγά σιγά, πως επειδή ήταν η Τρίτη φορά που οι Τούρκοι πατούσαν το χωριό μας, θα μας έπαιρ­ναν πια ότι μας άφησαν άπαρτο τις δύο πρώτες φορές σε χρήματα, ζώα και πράγ­ματα. Στο καφενείο της Αγοράς είδα τους Τούρκους αντάρτες από το γειτονικό μας χωριό Τσιφλίκ Κιο, Ισμιν Ειλί Χασάν Αγά, Νταούτ Τσαούς και τα δύο παιδιά του Εμίν Μπέη αρχηγού των ανταρτών. Ήσαν γνωστοί μου τους εκαλημέρισα μα αυτοί έκαναν πως δεν με είδαν, Μέσα στο καφενείο ο καφετζής Νικόλαος Ανα­στασίου τους έκανε καφέ και όταν τους τον έφερε και τον έπιασαν, ο πρόεδρος του χωριού Γεώργιος Χατζηχρήστου επήγε να πληρώσει αλλά αυτοί του είπαν:

-Όχι, όχι, έχομε διαταγή εμείς να πίνομε τους καφέδες και εμείς να τους πληρώνομε.

Σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται γύρω από τους πέντε Τούρκους πολλοί πρό­κριτοι του Φουλατζίκ να τους παρακαλούν και να τους λένε:

-     Χρήματα και πράματα σας δίνομε, αλλά μη μας κλείσετε μέσα στο χωριό γιατί είναι καιρός του θερισμού και πρέπει να βγούμε να θερίσαμε το ψωμί μας.

Και ο Νταούτ Τσαούς είπε:

-     Δεν έχομε διαταγή ακόμη να σας πάρομε χρήματα, αλλά όποιος βγει έξω από
το χωριό θα τον χτυπούμε. Κοιτάχτε  να μη χάσομε εξ αιτίας σας καμιά σφαίρα.

Στην αγορά άρχισαν να μαζεύονται όλο να μαζεύονται και άλλοι Τούρκοι πε­ζοί και με άλογα και το χωριό εγέμιζεν από τους χριστιανούς που οι Τούρκοι καβαλαρέοι έτρεχαν και τους εμάζευαν από τα χωράφια και τους έφερναν μέσα. ΄Ο­λους τους Τούρκους τακτικούς και άτακτους τους διηκούσεν ο Κεμάλ, ο πολιτικός διοικητής του Καραμουσάλ. Αυτός είχε διατάξει τον παπα-Φίλιππα και τους άλλους προκρίτους να μαζέψουν τα χρήματα και τα κοσμήματα του κόσμου, και έτσι παραδώσαμε σε τρεις ώρες μέσα 1800 λίρες χαρτονομίσματα της εκκλησιάς, ότι κοσμήματα μας είχαν αφήσει οι Τούρκοι από τις άλλες φορές των γυναικών μας, και άλλες 3000 λίρες χάρτινες που μαζεύτηκαν από τον κόσμο. Σ' όλο το χω­ριό με όλη την κίνηση που γινόταν από τους Τούρκους λες και είχε πέσει η σιωπή του θανάτου. Όταν έφθασε το μεσημέρι ο Δαούτ Τσαούς και ο ένας γιος του Εμίν Βέη παράγγειλαν στον κόσμο να φέρει τροφή για εξακόσιους Τούρκους, ψωμί, τυρί, κρέας. Ο κόσμος έφερνεν άφθονα τρόφιμα και γλυκά σε τσουβάλια και σε κοφίνια στα επτά καφενεία του χωριού, που είχαν μαζευθεί οι Τούρκοι. Σε κάθε καφενείο εκάθονταν τριάντα ως σαράντα Τούρκοι, ενώ οι άλλοι ήταν έξω και εί­χαν κυκλωμένο το χωριό. Οι Τούρκοι των καφενείων ότι τους άρεσε το έτρωγαν και ότι δεν τους άρεσε το πετούσαν. Όταν πια είχαν φάει καλά οι Τούρκοι είπαν πάλιν οι πρόκριτοι στους υπαρχηγούς των ανταρτών Ικμέτ και Νταούτ Τσαούς:

-      Αφήστε μας να μιλήσουμε με τον αρχηγό σας και να του πούμε ότι όλα τα ζώα
μας και τα πράγματα μας είναι δικά σας.

Και ο Νταούτ Τσαούς είπε :

-      Είναι πολλοί αρχηγοί και ο δικός μας αρχηγός είναι ο Χατζή Μεμέτβεης από  το Καραμουσάλ. Απέναντι κάθεται έξω από το χωριό στο λόφο.

Επήγαμεν ο πρόεδρος Χατζηχρήστου ο Κ.Καραθανάσης και εγώ στο Χατζή Μεμέτ. Τον είδαμε ξαπλωμένο στα χόρτα και ο πρόεδρος μας που ήταν παλιός φίλος του Χατζή Μεμέτ, του είπε :

-      Χατζή Μπέη σε συγχαίρω που έφθασες σ' αυτή τη θέση, Τώρα η καλή μας
τύχη θα είναι πια στα χέρια σου.

Ο Μεμέτ έτριψε τα μάτια του τεντώθηκε σα να σηκωνόταν από το κρεβάτι του και είπε:

-      Εγώ μόνος δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Πρέπει να συνεννοηθώ με το γενικό
αρχηγό μας, τον διοικητή του Καραμουσάλ, Κεμάλ που είναι τώρα στο Παπουτσάκ Δερβέν.

Μας εκοίταξεν ύστερα με άγριο βλέμμα και έκοψε την ομιλία. Τότε μπήκεν α­μέσως ο φόβος στην καρδιά μας και εφύγαμε με τρομάρα. Ενώ μπαίναμε στο χω­ριό εβλέπαμε τρεις Τούρκους εδώ, τέσσερις αλλού, πέντε εκεί, να μπαίνουν μέσα στα σπίτια και να τα ξεγυμνώνουν από τα πράγματα μας. Έξω από το κοινοτικό καφενείο άκουσα τον γιο του παπά Φίλιππα τον Αντώνη να λέει του Νταούτ Τσα­ούς  που τον είχε φίλο.

  • Τί θα γίνει τώρα με μας;
  • Καλλίτερα Αντώνη, του είπεν εκείνος να μη σε είχα φίλο, Θα γίνει μεγάλη σφα­γή και θα πας και συ μαζί με τους άλλους. Μόνο όσα χρήματα έχεις δώσε μου τα τώρα έτσι με το καλό.

Κατά το μεσημέρι ήρθε και ο Κεμάλ από το ελληνικό Παπουτσάκ που το είχε πυρπολήσει εκείνη την ημέρα και άρχισε να δίνη μυστικές διαταγές. Ύστερα από λίγο ο παπα Φίλιππος άρχισε να γυρίζει κατά διαταγή του Κεμάλ στα σπίτια και να λέγει ότι ο Κεμάλ διάταξε να μαζευθούν όλοι οι άνδρες και τα παιδιά από δεκα­τεσσάρων χρόνων και απάνω στην εκκλησιά του αγίου Γεωργίου γιατί είχε να τους μιλήσει ο ίδιος. Από εμάς όμως κανένας δεν ήθελε να πάει στην εκκλησιά γιατί ξέραμε τι θα μας επερίμενεν εκεί, και όλοι, γυναίκες, άνδρες, γέροι, παιδιά, εκρυβόμαστε στα υπόγεια, στους κήπους, στις στέγες των σπιτιών ή προσπαθούσαμε να γλυτώσομε φεύγοντας από το πολιορκημένο χωριό.

Στις δυόμισι το απόγευμα ακούσαμε το ντελάλη του χωριού να φωνάζει.

-      Όλοι οι άνδρες να μαζευθούν στην εκκλησιά που θα μιλήσει ο Κεμάλ.΄Οποιος
μείνει στο σπίτι δεν θα βγει από εκεί ζωντανός.

Αυτή τη φορά από τους άνδρες άλλοι άρχισαν να βγαίνουν έξω και άλλοι πάλι προτιμούσαν να σκοτωθούν μέσα στα σπίτια των παρά να πάνε στην εκκλησιά. Οι Τούρκοι όμως έμπαιναν στα σπίτια, τραβούσαν τους άνδρες με τη βία, έπαιρναν από τα σπίτια ότι έβρισκαν, εξεγύμνωναν τον κόσμο από τα ρούχα του και από τα παπούτσια του. Χιλιάδες μουλάρια και άλογα ήσαν φορτωμένα με τα πράγματα μας και οι Τούρκοι άλλοι έσερναν τον κόσμο στην εκκλησιά και άλλοι οδηγούσαν τα φορτωμένα ζώα στα χωριά των. Οι δρόμοι του Φουλατζίκ απηχούσαν από τα πέταλα των ζώων, από τις φωνές των Τούρκων που τα οδηγούσαν και από τις βρι­σιές των άλλων Τούρκων που έσερναν τον κόσμο.

Στις τρεις η ώρα ακούστηκε να χτυπά η καμπάνα του Αη Γεώργη και ο ντελάλης ποιο δυνατά τώρα φώναζε :

-      Να μαζευτούν όλοι οι άνδρες γιατί ήρθεν ο Κεμάλ από το Παπουτσάκ να μιλή­-
σει.

Άνοιξα μια τρύπα στον οπίσω τοίχο του σπιτιού μου που ήταν ξύλινος και επερίμενα. Έλεγα πως ανέβαζαν οι Τούρκοι φωτιά σπίτι μου θα έφευγα με την γυναί­κα μου από την τρύπα. Έξαφνα άκουσα ποδοβολητό αλόγων έξω από το σπίτι μου και είδα από μια χαραμάδα του παραθύρου πέντε Τούρκους που έδεναν τα άλογα των στην πόρτα του σπιτιού και τους έριχναν σανό.

Ένας από τους Τούρκους είπε:

-Μωρέ οι πόρτες όλες είναι κλειστές εδώ, πού επήγαν οι γκιαούρηδες;
   

 -Γαμώ το σταυρό τους και την πίστη τους, είπεν ο άλλος τι σε νοιάζει τώρα για τις κλεισμένες πόρτες αφού όλα τα σπίτια θα τ' ανοίξαμε.

Άρχισαν να χτυπούν και να σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών και από τη χαρα­μάδα του παραθύρου είδα άλλους Τούρκους να τραβούν τη γυναίκα και τα κορί­τσια του προκρίτου Δ. Σαράφη και να τις φέρνουν κατά την Αγορά. Άλλος Τούρ­κος εφαίνοταν που έριχνε πετρέλαιο στις πόρτες και έβαζε φωτιά για να καούν μέσα οι κλεισμένοι άνθρωποι ζωντανοί. Το διπλανό σπίτι είχε πιάσει φωτιά και εί­δα από τη χαραμάδα του παραθύρου μου δυο νέους, τον Γιώργο Μαναζή και τον Ν.Ιωάννου να τινάζονται μέσα από τις φλόγες του σπιτιού και οι Τούρκοι να τους πυροβολούν. Ο Τούρκος που έβαζε φωτιά στα σπίτια ήρθε και στο δικό μου, έλυσεν από την πόρτα τα άλογα, έριξε πετρέλαιο και έβαλε φωτιά. Το σπίτι μου φούντωσε σε λίγο και τιναχτήκαμε έξω από την τρύπα μαζί με τη γυναίκα μου. Περνούσαμε μέσα από τους πυροβολισμούς. Τα σπίτια έτριζαν και εκπυρσοκρο­τούσαν, τα όπλα εβόιζαν, οι βλασφημίες και οι φωνές των Τούρκων έσχιζαν τον αέρα. Ήταν σαν μια σωστή κόλαση. Άνθρωποι από εδώ και από κει έφευγαν μέσα από τις φλόγες και οι Τούρκοι τους χτυπούν με τα όπλα ή τους έπιαναν και τους έσερναν για να τους φέρουν στην εκκλησιά. Την γυναίκα μου την έχασα από την πρώτη στιγμή από τα μάτια μου και έτρεχα μόνος μου για να σωθώ. Έξαφνα φά­νηκαν μπροστά μου οΖιάτ Τσαούς με άλλους αντάρτες και με αρπάζουν από το λαιμό.

  • Που πηγαίνεις; μου είπαν.
  • Βγήκα έξω γιατί έπιασε φωτιά το σπίτι μου.
  • Τι να τον κάνωμε αυτόν; ρώτησεν ένας Τούρκος τον ΣιάτΤσαούς.
  • Πηγαίνετε τον στην εκκλησιά μαζί με τους άλλους.

Μέσα στην εκκλησιά του Αη Γεώργη ήταν μαζεμένοι ως τριακόσιοι άνδρες και αγόρια από δεκατεσσάρων χρόνων και απάνω έκλαιαν και προσεύχονταν και μα­ζεύονταν στο γέρο εβδομηντάρη παπα Φίλιππα να βρουν παρηγοριά και να τους μεταλάβει. Αυτός όμως είχε κομμένη τη μιλιά και ήταν αδύνατο να μιλήσει. Μέσα στην εκκλησιάν ήρθε τότε ο ίδιος ο Κεμάλ του Καραμουσάλ, εκαβαλίκεψε τον παπα Φίλιππα που του είχαν περάσει στο στόμα δύο Τούρκοι χαλινάρι από σχοινί και άρχισε να τον τραβά έτσι καβάλα έξω από την εκκλησιά. Ο παπα Φίλιππας έπεσε κάτω λιποθυμημένος και ο Κεμάλ τότε του έβγαλε με το μαχαίρι του το ένα του μάτι και ύστερα διάταξε και τον έσυραν έξω από την εκκλησιά. Ύστερα είδαμε από τις χαραμάδες που είχαν οι κλεισμένες πόρτες της εκκλησιάς να ρίχνουν πε­τρέλαιο στις πόρτες και να ανάβουν σπίρτα για να βάλουν φωτιά. Μια φωνή βγή­κε τότε.

-      Καιόμαστε, καιόμαστε, βάλανε φωτιά.

Και χυθήκαμε με ουρλιάσματα στα στασίδια και στις εικόνες της εκκλησιάς και αρχίσαμε μ' αυτές να χτυπούμε τη μεγάλη πόρτα για να βγούμε έξω. Οι φωτιές και ο καπνός εγέμιζαν την εκκλησιά και οι Τούρκοι άρχισαν να μας πυροβολούν και να μας σκοτώνουν. Ύστερα από λίγο η μεγάλη πόρτα άνοιξεν από τις μεγάλες μας προσπάθειες και χυθήκαμε έξω με μουγκρητά. Τρεις τέσσαρες χει­ροβομβίδες όμως που μας έριξαν οι Τούρκοι στο σωρό άφησαν κάτω τους πιο πολλούς από εμάς, ενώ τα όπλα δεν σταματούσαν να μας χτυπούν από όλα τι μέρη. Οι σφαίρες έπεφταν σαν ένα ροδάνι βρρ! Ή σαν μια δυνατή μπόρα χωρίς καμιά διακοπή. Επάψαμε να βλέπομεν ο ένας τον άλλο και στα μάτια μας ήταν μόνον ένας πέπλος από θολό καπνό. Οι Τούρκοι φωνάζανε:

-Χτυπάτε χτυπάτε τους γκιαούρηδες. Χτυπάτε.

Βρέθηκα πεσμένος σ' ένα χανδάκι χωρίς να ξεύρω πώς και έμεινα για πολλή\ ώρα ζαρωμένος εκεί. Πιο πέρα έπαιζαν όργανα και καμιά εικοσαριά κορίτσια του χωριού μας εχόρευαν εμπρός στους Τούρκους ολόγυμνα. Ύστερα είδα δυο γυναίκες που έπεφταν με τα παιδιά των στην αγκαλιά στον κρημνό και άλλοι Τούρκοι φάνηκαν να σέρνουν τον παπα Φίλιππα που θα είχε πια ξεψυχήσει, μ' ένα σχοινί περασμένο στο λαιμό του. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν ούτε μια στιγμή και οι φωνές και τα κλάματα και τα τραγούδια δεν σταματούσαν ούτε αυτά. Είχε1 αρχίσει να νυχτώνει και αποφάσισα στο τέλος να τραβηχτώ από το χανδάκι μου και να βγω έξω από το χωριό. Στην άκρη του χωριού, έξω σχεδόν από το χωριό βρισκόταν το σπίτι του Γιάννη Τζιβελέκη που το είχαν οι Τούρκοι ρίξει πριν από είκοσι ημέρες. Κρύφτηκα στα ερείπια του σπιτιού και μέσα ηύρα τον γιατρό Αντώνη Αναγνωστόπουλο, τον Αγγελάκη Χατζηαγγελίδη τον Σωκράτη Δαναξίδη με την γυναίκα του και την κόρη του, τον Ιορδάνη Τσερεξή. Ύστερα ακούσαμε ένα σφύριγμα κοντά μας και μια φωνή:

-Χασάν Τσαούς στον απάνω μαχαλά μείνανε κάτι λίγα σπίτια.

Και άλλη φωνή:

- Βάλε φωτιά και έλα από δω γλήγορα.

Ακούσαμε το θόρυβο των κλαδιών που εσχίζονταν στο πέρασμα ανθρώπων και συρθήκαμε όλοι προς τη ρεματιά για να μη μας πιάσουν οι Τούρκοι. Στ' αυτιά μου σφύριξαν σε μια στιγμή πολλές σφαίρες και όταν σταμάτησαν οι πυροβολι­σμοί προχώρησα πάλι κατά τη ρεματιά. Ενώ κατέβαινα τη ρεματιά εσκόνταβα σε πτώματα συγχωριανών μας και από τη λάμψη των σπιτιών του απάνω μαχαλά που είχαν φουντώσει τώρα και εκαίονταν εγνώρισα σκοτωμένους τους Αθανάση Τουρούνογλου, Σοφία Τουρούνογλου, Ανάσταση Τουρούνογλου, Ιωάννη Δερβετλή, Απόστολο Δερβετλή, Ηλία Τσιρίκη, Πέτρο Πετρίδη και άλλους. Τα πτώματα ήταν πεσμένα άλλα μπρούμυτα, άλλα ανάσκελα και άλλα δίπλα. Κάτω στο ποταμάκι στο Τουραλή, είδα τον παπά Φίλιππα απλωμένο στα χόρτα με βγαλμένα τα γένια, με το καπίστρι ακόμη στο στόμα, με τα ρούχα του κομμάτια κομμάτια σχισμένα από τα κλαδιά και από τις πέτρες με το λαιμό του κομμένο και αφημένη μια λουρί­δα μόνο δέρμα για να κρατεί το κεφάλι. Ύστερα άκουσα πάλι πολλές φωνές και θόρυβο και είδα τα ζώα του χωριού μας, βόδια, μουλάρια, άλογα, πρόβατα που τα οδηγούσαν οι Τούρκοι σ' ένα μεγάλο κοπάδι προς το Καραμουσάλ.

Σιγά - σιγά αρχίσαμε να μαζευόμαστε στα βουνά του Κραν μετά μεγάλα πυκνά δά­ση όσοι σωθήκαμε από τη μεγάλη σφαγή, να βάζαμε φυλάκια και να ανοίγαμε προχώ­ματα, για να κρατήσαμε την άμυνα με τα λίγα όπλα που είχαν μερικά παλικάρια μας που από καιρό είχαν φύγει στα βουνά. Απάνω στα βουνά εμείναμε σαράντα ημέρες χωρίς ψωμί και φαγητό, με τροφή μόνο λίγα στάχυα σιτάρι που ο Χατζη-Παρής με τα παλικάρια του κατέβαιναν στα χωράφια την νύχτα και μας έφερναν. Ο κόσμος έπνιγε πάνω στο βουνά τα παιδιά του γιατί φώναζαν από την πείνα και ήταν κίνδυνος να παρα­δοθούμε στους Τούρκους και πολλά παιδιά τα έπνιξαν οι ίδιες οι μητέρες των.

Κάποιαν ημέραν ο Χατζή-Παρής έπιασεν ένα Τούρκο λοχία το Μεχμέτ Τσαούς, αιχ­μάλωτο και όλοι οι κρυμμένοι στο βουνό άνδρες, γυναίκες, παιδιά χύθηκαν και τον έκαναν κομμάτια-κομμάτια. Εθάψαμε τα κομμάτια του Τούρκου αλλά την άλλην  ημέρα οι γυναίκες τα ξεθάψανε πάλι και τα ελιάνισαν ως ότου τα έκαναν ένα πολτό. Επειτα ο ελληνικός στρατός κατέβηκε στην Νικομήδεια και μίαν ημέρα κατάλαβε και το Καράμουσάλ. Οι Τούρκοι του Καραμουσάλ έφυγαν από εκεί, επήραν τα λαγκάδια και τα βου­νά και τότε στην καρδιά μας άναψεν η ελπίδα. Αφήσαμε τα βουνά του Κραν τραβήξαμε κατά την ελληνική ζώνη και σωθήκαμε.

 

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΤΟΥ Φ Ο Υ Λ Α Ζ Ι  Κ

Η ώρα είχε περάσει, εβράδυασε στα χαρακώματα της Νικομήδειας, μα το βιο­λί δεν εσταμάτησε να σηκώνει το κλάμα του πάνω από τα πλατάνια του λόγγου και της ρευματιάς. Πολεμιστής και τραγουδιστής ο Γιάννης Παλτάρης από το κα­μένο και σφαγιασμένο από το στρατό του Κεμάλ ελληνικό Φουλατζίκ έσχιζε την καρδιά μας με το τραγούδι του και την εγέμιζε θυμούς και σπαραγμό. Ωραίοι νέοι του Φουλαζίκ με τις φυσεκοθήκες σταυρωμένες εμπρός εγύριζαν τον ήχο, και το τραγούδι εβόιζεν στον λόγγο, ανατάραζε τα φύλλα των πλατανιών, έλουζεν στο ρίγος και τον θυμό την μορφή των πολεμιστών. Ωραίοι και υπέροχοι Έλληνες χω­ρίς στέγη, χωρίς παιδιά, χωρίς αδέλφια, έψαλλαν όλοι μαζί τώρα, μαζί με τη φωνή της χορδής του βιολιού, την καμένη των πατρίδα, τα παιδιά των, τα αδέλφια των, και τις γυναίκες των που τις έσφαξεν ο Κεμάλ.

Τουρκικό στη φράση το τραγούδι, αφού οι άνθρωποι είχαν χάση και τη γλωσ­σά των ακόμη, έλεγε:

"Κραν  νταγλαντάρ μοαζίρ σεσί βαρ

Βαρύ μπακτσαντασεντά νεσί βαρ

Μπίρ οκά οτ ιλέ μπίρας ντουζού

βαρ Τζαντάν μπακανά Τζανέμ

κουρμπάν ολσούν Γιουαναν βατανά"

"Πάνω στα βουνά του Κραν, είναι φωνή προσφύγων. Πηγαίνετε να ιδήτε τί έ­χουν στο ντορβά των. Μια οκά χόρτα και μια φούχτα αλάτι.

Κάηκα, Θεέ μου, κάηκα γι'αυτόν που με βλέπει με τη ψυχή του. Και η ψυχή μου ας θυσιαστεί για την πατρίδα Ελλάδα".

Έψαλλαν όλοι μαζί οι βάρδοι με κόκκινα τα μάτια από το κλάμα ενώ οι δυνατές φυσιογνωμίες των έλαμπαν από τη φωτιά που άναβε μέσα των για την εκδίκηση. Η ρητορική των πραγμάτων ανάβλυζεν αστείρευτη και καρδιές λεονταριών εβλάσταναν στα σώματα όλων και από κάθε μέρος σηκώνονταν τα όνειρα για την εκδί­κηση. Τί ήταν λοιπόν και τί είναι η καταστραμμένη πατρίδα άλλο από ένα τραγού­δι για μιαν εκδίκηση!

"Απάνω στα βουνά του Κραν έσκαψα το χαράκωμα μου. Χαίρε, μάννα μου, χαί­ρε γιατί ο γιος σου πολεμά".

'Ελεγεν άλλο τραγούδι, και ύστερα έρχονταν αυτό.

"Οι κεμαλικοί κατέβηκαν από τ'αλώνια, κι ημέρα Τρίτη πάτησαν το Φουλατζίκ. Διάλεξαν τις ωραίες μας και τις έβαλαν γυμνές στο χορό. Έθαψαν τα παιδιά μας ολοζώντανα, τους άνδρες έκαψαν στην εκκλησιά, και στου παπά το στόμα πέρα­σαν χαλινάρι. Φθάσε Ελλάδα μου, φθάσε, δεν έχω βοήθεια".

Ω! Οι στιγμές αυτές του τραγουδιού μέσα στο δάσος! Το αίσθημα είχε γιγα­ντωθεί πρωτόγονο και άγριο από τα λόγια και τον ήχο του τραγουδιού και οι κρότοι των ελληνικών όπλων του δίπλα φυλακίου έρχονταν οτ' αυτιά μας μαλακοί σαν χάρη, μουσικοί σαν νερού ψιθύρισμα.

Ελλάδα αγαπημένη, Ελλάδα μας, έλεγαν οι πολεμιστές. Σε αγαπούμε εμείς περισσότερο οι χωρίς στέγη και χωρίς αδέλφια, γιατί είσαι γλυκιά και ωραία, γιατί είσαι η μόνη μητέρα μας

Και άρχιζαν πάλι το μοιρολόγι-τραγούδι της καταστρεμμένης πατρίδας των.

"Από τους υψηλούς λόφους φαίνεται ο στρατός των Τούρκων. Τα όπλα των βοϊζουν λυπημένα για μας γιατί εμείς δεν έχομε ούτε όπλα ούτε φυσίγγια. Και ό­ποιος δεν πιστεύει σ΄ αυτό, πίστη δεν έχει".

"Ο τύραννος εχθρός μας ρίχνει σφαίρες ντουμ ντούμ και σ'όλους τους δρόμους του Φουλαζίκ από δέκα και δεκαπέντε νεκροί βρίσκονται ξαπλωμένοι".

"Εκοίταξα στο Φουλατζίκ και είδα του σπιτιού μου τις φλόγες και τον καπνό, και τα ταλαίπωρα παιδιά μου φωνάζουν κάτω από το μαχαίρι του Τούρκου φονιά. Φθά­σε, Ελλάδα μου, φθάσε να μας σώσεις".

"Πάνω στα βουνά του Κραν τυλίχτηκα και εκοιμήθηκα. ' Εκλαψε το τελευταίο μου παιδί και το επέταξα στο δάσος. Κι' ύστερα από δέκα μέρες επήγα και είδα πεθαμένο το παιδί μου, και γύρω οι Τούρκοι αντάρτες κάθονταν και λάδωναν τα όπλα των’’.

…. Κάτω από τα πλατάνια του λόγγου το τραγούδι των βάρδων πολεμιστών έ­σβησε ξαφνικά γιατί η φωνή του όπλου άρχιζε τώρα το δικό της τραγούδι.