Τρεκλίζει και λυγίζει κάτω από το ασήκωτο βάρος των λέξεων. Πάλλεται, συγκινείται και δακρύζει. Το χρέος της αβάσταχτα βαρύ. Κι αυτά που θέλει να μεταφέρει στο χαρτί, πονούνε. Η κάθε λέξη είναι κι ένα δάκρυ. Και το κάθε δάκρυ ένας πόνος για τον Αχιλλέα του «Παρακάθ’», του Πόντου και της Μαύρης Θάλασσας, που έφυγε τόσο νωρίς!
Το πιο βαρύ φορτίο, που δεν αντέχει να σηκώσει ο άνθρωπος, είναι η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Ο χαμός που δεν τον χωρά κανένας λογισμός και που δεν αντέχει να τον ζυγιάσει κανένα συναισθηματικό ζύγι.
Ο πιο δυνατός μυς είναι η καρδιά. Η καρδιά που κτυπά και κρατά με τους κτύπους της στη ζωή τον άνθρωπο. Κι όμως κι αυτή λυγίζει κάτω από το φορτίο του πόνου. Αλλά κι ακόμα αν είναι ημίθεος κανείς, πάντοτε θα έχει μια πλευρά τρωτή σαν κι αυτή του μυθικού Αχιλλέα. Ένας σύγχρονος ημίθεος κι εσύ, Αχιλλέα Βασιλειάδη, με την ευαισθησία στην καρδιά κι όχι στην πτέρνα.
Πλασμένος από σπάνια αργυρουπολίτικη στόφα ήσουν ο Αχιλλέας της Ποντιακής Ρωμιοσύνης. Ο Αχιλλέας των πιο πικρών και νοσταλγικών τραγουδιών, που κρατούσαν ατόφια την παράδοση του Πόντου. Ένας κατεξοχήν λαϊκός βάρδος του Ποντιακού Ελληνισμού.
Καμωμένος από πάστα ευγενική, μπόλιαζες τη ζωή, με χαρά παλλόμενη. Πλημμύριζες σαν χείμαρρος με ευαισθησία και φωνή μελωδική τα παρχάρια του Πόντου και το «Παρακάθ’» της Θεσσαλονίκης, για αρκετές δεκαετίες, ώσπου στα 72 σου σε αντάμωσε ο χάρος σε ανυποψίαστη παγανιά.
Με καταγωγή την Αργυρούπολη του Πόντου (Κιμισχανά) και γενέτειρα την Αργυρούπολη της Δράμας, τα μαθητικά σου χρόνια τα πέρασες στην πόλη της Δράμας, ώσπου το 1968 «κατέβηκες» στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά ως χορευτής και μετά ως χοροδιδάσκαλος στην Εύξεινο Λέσχη, με διαμονή στον οίκο του Πόντιου Ακρίτα Φοιτητή. Αποφοίτησες από τη Σχολή Μικροβιολόγων Παρασκευαστών και συνέχισες ως εργολάβος γεωτρήσεων.
Το 1992 μαζί με τον Γιάννη Κουρτίδη και τον Κώστα Σιαμίδη κάνατε το «Παρακάθ’», με παραδοσιακή μουσική και φαγητό. Ένα αυθεντικό μέρος κεφιού, τραγουδιού και ανάτασης της ποντιακής ψυχής. Ένας χώρος πολιτισμικής μέθεξης, στον οποίο πορευόσουν με πραμάτεια την καλοσύνη και την ανθρωπιά, μένοντας αναπαλλοτρίωτος από τις προκλήσεις των καιρών. Προχωρούσες στη ζωή με αρχές αταλάντευτες και ιδέες ανυποχώρητες. Με αξιοπρέπεια και ευσυνειδησία.
Στη φαρέτρα των ιδανικών σου κουβαλούσες αρετές, σπάνιες για την εποχή μας. Ήσουν όλος ο ποντιακός πολιτισμός μαζί, στην πιο αυθεντική, τραγουδιστική και θεατρική του έκφραση. Τα «άγια των αγίων» της ποντιακής κληρονομιάς, με τους δρόμους απανταχού του Πόντου να βγαίνουν στην ευαίσθητη καρδιά σου.
Στα βαθιά κοιτάσματα της ψυχής σου έκλεινες τον Πόντο όλο. Ήρθες κι έφυγες από τη ζωή καθαρός κι αυθεντικός κάτω από τους ελεγειακούς ήχους της ποντιακής λύρας, μια μέρα Γενάρη, αφήνοντας σε εμάς παρακαταθήκη τα τραγούδια σου.
Στο κάτοπτρο του ποντιακού καημού είχες και τον δικό σου καημό μέσα. Στο ποτάμι του λυγμού της ράτσας, είχες και το δικό σου δάκρυ μέσα. Κράτησες την προσφυγική μνήμη ζωντανή και τίμησες όσο ελάχιστοι την καταγωγή σου.
Πεθαίνει, λένε, κανείς όταν έχουν πεθάνει αυτοί που τον σκέφτονται. Όσο ζουν, ζει και ο ίδιος μέσα στις ψυχές τους. Και πρώτα από όλα στη ψυχή της γυναίκας σου Ρούλας, της κόρης σου Χριστίνας, του εγγονού του Αχιλλέα, καθώς και σ’ όλες τις καρδιές των φίλων, των συγγενών και γνωστών σου.
Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025 αποχαιρέτησες τον μάταιο τούτο κόσμο, για να γίνεις αστέρι σε απόμακρο ουρανό, μοιρολόι να το πάρει ο αγέρας και να το ταξιδέψει στα μαυροθαλασσίτικα ακρογιάλια.
Τον θάνατό σου τον θρήνησε σύσσωμος ο ποντιακός ελληνισμός, οι ομοσπονδίες, οι σύλλογοι, οι τραγουδιστές, οι λυράρηδες. Όλοι τους εξέφρασαν την θλίψη τους για την απώλειά σου. Και μαζί σου και οι ποντιόφωνοι της Μαύρης Θάλασσας, με τους οποίους τραγούδησες στην ίδια γλώσσα, θεμελιώνοντας γέφυρες πολιτισμού, που φέρνουν κοντά τους λαούς μας.
Ο θάνατός σου, Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης, έχει αφήσει πίσω του ένα κενό φωτεινό, όμοιο με το αστέρι που έχει πεθάνει και το φως του ορφανό περπατάει στον ουρανό, φωτίζοντας τα «καλντερίμια» της μνήμης με τις «ανέσβηγες» ακτίνες της ποντιοσύνης.
Ήταν Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025, όταν έγινε η κηδεία σου από τον Ιερό Ναό του Αγίου Παντελεήμονος Μεσιανού Πέλλας και η ταφή σου στα νεκροταφεία του χωριού δίπλα στην αγαπημένη σου κόρη Σωτηρία (Ρία), που έφυγε πρόωρα από τη ζωή.
Η φιλόξενη προσφυγική γη του Μεσιανού που το 1942, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, φιλοξένησε 33 Ποντιόπουλα, κυρίως από την Καλαμαριά, για να μην πεθάνουν από την πείνα, άνοιξε τα ζεστά της σπλάχνα να σε τυλίξει μέσα τους.
Ο χρυσοπορτοκαλής ήλιος λόγχιζε με τις αχτίδες του τη μακεδονίτικη γη του Μεσιανού για να σε δεχτεί ζεστά. Η τρυφερή χροιά της φωνής σου, αυτή που για μισό αιώνα μας χάριζε χαρά και συγκίνηση, πήρε τη στράτα του ήλιου και τα τρίστρατα των άστρων για τα αχανή χάη του ουρανού, με τις ουράνιες πολιτείες και τους έναστρους κήπους, από όπου και θα ηχεί για πάντα στα μαυροθαλασσίτικα ακρογιάλια, για τα οποία που τόσο τρυφερά τραγουδούσες και μαζί σου όλοι εμείς.
(Από την εφημερίδα Εύξεινος Πόντος)