Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024, 6:23:45 μμ
Παρασκευή, 29 Ιουλίου 2016 22:48

Έθιμα της θρακικής παράδοσης, που οι ρίζες τους παραπέμπουν στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό

Γράφει ο Κώστας Πινέλης

 

Απαντήσεις σε όσους αμφισβητούν, μειώνουν, απαξιώνουν την Ιστορία, την Λαογραφία και τον Πολιτισμό της Θράκης

Όπως είναι γνωστό η Αρχαία Θράκη καταλάμβανε τις περιοχές από την Πιερία, προς Βορρά τα Σκόπια, την Ναισό (το σημερινό Νις), μέχρι τον Ποταμό Ίστρο (Δούναβι) σε όλο το μήκος του  ανατολικά μέχρι τη νότια Ρουμανία, τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, τη σημερινή Ανατολική Θράκη που ανήκει στην Τουρκία, τα παράλια του Αιγαίου Πελάγους. Για παράδειγμα οι Κρήστωνες κατοικούσαν στην σημερινή περιοχή του Κιλκίς και οι Μύγδονες στην περιοχή του Λαγκαδά. Όπως έγραψε και ο Ηρόδοτος, ήταν το μεγαλύτερο έθνος μετά τους Ινδούς. Ο Θουκυδίδης που κατάγεται από την Θράκη καθορίζει τα ίδια όρια.


Όπως αποδείχτηκε με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, η περιοχή της Θράκης κατοικείται από την 3η χιλιετία από προϊστορικά φύλα, συγγενικά με τους κατοίκους της Τροίας, της Λήμνου, της Λέσβου κ.ά Αυτό απέδειξαν οι ανασκαφές της Ανθρωπολογικής Εταιρείας της Ελλάδας τα τελευταία 42 χρόνια ιδιαίτερα στη Χαλκιδική.
Θρακικές φυλές μετακινούνται από την Ευρώπη στην Μ. Ασία.
Αργότερα και με την κάθοδο άλλων ελληνικών φύλλων όπως οι Δωριείς τα Θρακικά Φύλα μετακινούνταν εντός και εκτός Θράκης, προς επιβίωση ή λόγω εκτοπισμού από άλλα ισχυρότερα. Πρώτοι οι Φρύγες ή Βρίγες ( θράκες που κατοικούσαν στο όρος Βέρμιο), κατέλαβαν το βορειοδυτικό τμήμα της Μ. Ασίας που ονομάστηκε Φρυγία. Στη Μικρά Ασία, μετακινήθηκαν και οι Μυσοί, Θυνοί, Βιθυνοί, Μαιδοβυθινοί, Βέβρυκες, Μαριανδυνοί, Μύγδονες, Μαίονες, Δρύωπες, Δόλωνες, Τρήρες κ.α. Οι Βίθυνες κατέλαβαν τις ακτές της Προποντίδας μαζί με την Τροία λίγες γενιές πριν τον Τρωικό Πόλεμο και η περιοχή ονομάστηκε Βιθυνία Τα φύλα αυτά κατοικούσαν από τους αρχαιοτάτους χρόνους (πριν και μετά τον Τρωικό πόλεμο που έγινε τον 12ο π.χ. αιώνα) στις περιοχές Βιθυνία, Μυσία, Φρυγία και Λυδία της Μικράς Ασίας. Εγκατάσταση Θρακικών φύλλων είχαμε και στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και στην στεργιανή Ελλάδα.
Μεταξύ των Θρακικών Εθνών που εγκαταστάθηκαν στην κεντρική Ελλάδα σε πανάρχαια εποχή είναι και οι Άβαντες. Εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Φωκίδα (όπου και πόλις Άβαντα) και κατόπιν εισήλθαν στην Εύβοια ( η νήσος ονομάστηκε Αβαντίς). Θράκες από την Εύβοια μετανάστευσαν και στις Κυκλάδες νήσους και οι πιο πολλοί στη Νάξο που την ονόμασαν Δία και Στρογγύλη. Θράκες εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία με τον Εύμολπο.
Τα Θρακικά φύλλα είχαν μεταξύ τους χαλαρούς δεσμούς και συχνά πυκνά έκαναν πολέμους..
Κατά τον Β΄ αποικισμό κυρίως Ίωνες απ’ τα παράλια της Μ. Ασίας δημιούργησαν στα παράλια της Θράκης πόλεις όπως τα Άβδηρα, τα Στάγειρα, η Μαρώνεια, η Αίνος, η Μεσήμβρια, η Οδησσός (Βάρνα) και η Απολλωνία(Σωζόπολη). Οι άποικοι και οι αυτόχθονες Θράκες αμέσως βρήκαν σημεία επαφής ως ελληνικά φύλλα.
Οι Θράκες συμμετέχουν στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου με το σώμα των πελταστών (ονομασία από την ασπίδα που έφεραν), καθώς και στον στρατό του Κύρου στην εκστρατεία εκείνου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη και ειδικότερα στη μάχη στα Κούναξα το 401 π.Χ.. Μετά τον θάνατο του Κύρου ακολούθησε η περιπετειώδης επιστροφή τους από την Μικρά Ασία προς την θάλασσα, η λεγόμενη "Κάθοδος των Μυρίων..". Ο Ξενοφών ήταν ο διοικητής αυτής της στρατιωτικής μονάδας και αυτός μας περιέγραψε το «Χορό με τα μαχαίρια» που χόρεψαν πρώτοι οι Θράκες πολεμιστές.
Άγνωστες είναι στους περισσότερους νεοέλληνες οι μικρές ή μεγάλες εξεγέρσεις των Ελλήνων κατά των Ρωμαίων. Οι Θράκες, ανυπότακτοι από την φύση τους και ανεξάρτητοι δεν ανεχόταν την ρωμαϊκή κατοχή. Μεγαλύτερη ήταν η επανάσταση των  θρακικών φυλών Οδρυσών, Κοιλαληδών, Δίων και Μαίδων. Ο Σπάρτακος καταγόταν από το θρακικό φύλο των Μαίδων (ή Μαιδών), το οποίο κατοικούσε στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της κοιλάδας του ποταμού Στρυμόνα, δηλαδή ανατολικά και νοτιοανατολικά της λίμνης Κερκίνης. Σε μια μάχη με τους Ρωμαίους συνελήφθη και ο Σπάρτακος και οδηγήθηκε δούλος στην Ρώμη.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο οι Θράκες αποτελούν την καρδιά της αυτοκρατορίας γύρω από την Κωνσταντινούπολη και τους Ακρίτες στα βορειοανατολικά σύνορα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν οι μισοί αυτοκράτορες και αξιωματούχοι του Βυζαντίου ήταν Θράκες.

Απόσπασμα από την επίσημη ιστορία της Βουλγαρίας
Έχει ενδιαφέρον ένα απόσπασμα από την επίσημη ιστορία της Βουλγαρίας( το παραθέτω με την μετάφραση που το βρήκα):
«Οι Θράκες ζούσαν στη Βουλγαρία από 1000BC.
Βουλγαρική ιστορία αρχίζει πραγματικά με τους Θράκες. Οι Θράκες ήταν μια ομάδα των ινδοευρωπαϊκών φυλές που ζούσαν σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο από περίπου το 1000 π.Χ.. Έζησαν απλώς σε μικρές οχυρωμένα χωριά στην κορυφή του λόφου, αλλά είχε ένα προηγμένο πολιτιστική ζωή. Πολλοί περίτεχνα θησαυρούς χρυσού και αργύρου έχουν βρεθεί στη Βουλγαρία, και μπορείτε ακόμα να θαυμάσετε μερικά από τάφους ταφή τους σήμερα.
Πολεμιστής-βασιλιάδες που είχε επίσης μια ιερατική ρόλο αποκλειστεί θρακικά φύλα. Μερικά από τα αρχαία τελετουργικά εξακολουθούν να εκτελούνται σε ίχνη σήμερα Στράντζα πίσω στο Θράκες βασιλείς. Ένα παράδειγμα είναι η Nestinarka ή πυρκαγιά τελετουργικό χορό.
Γείτονές τους είδε Θράκες ως πολεμοχαρή, άγριος και αιμοδιψείς. Φοβήθηκαν ιδιαίτερα τις φυλές που κατοικούσαν στα απομακρυσμένα βουνά. Σήμερα, πιστεύουμε ότι θρακικής θρησκείας βασίστηκε γύρω από τη γονιμότητα, τον θάνατο και τη γέννηση, και ότι εκτελούνται εκστατική θρησκευτικές τελετές.
Οι Θράκες δεν ήταν ενωμένοι. Αντ ' αυτού, που αποτελείται από μια δέσμη των χαλαρά φυλών που πολέμησαν μεταξύ τους. Ήταν σε στενή επαφή με τους Έλληνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ξεκίνησε αποικίες στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, όπως Sozopol (Απολλωνία), και συμφώνησαν αμέσως  με τους Θράκες λόγω κοινής φυλετικής καταγωγής.
Οι Αθηναίοι τους χαρακτήριζαν απολίτιστους. Ήτανε όμως; Τα χρυσά και τα ασημένια αντικείμενα που βρέθηκαν στους μεγαλοπρεπείς τάφους των αρχαίων Θρακών, δείχνουν έναν ξεχωριστό και προχωρημένο πολιτισμό».
Πάντα ρωτούσα και από τα μαθητικά μου χρόνια. Πως οι της κυρίως Ελλάδας Έλληνες συνεννοούνταν, για παράδειγμα, με τους Τρώες. Η απάντηση είναι νομίζω απλή. Γιατί είχαν την ίδια γλώσσα.

Η Θράκη στον Οθωμανικό ζυγό
Κατά τους 15ο και 16ο αιώνες υπάρχει η επιδείνωση των συνθηκών ζωής των χριστιανών. Έχουμε πολλαπλασιασμό των φόρων, εκτεταμένο παιδομάζωμα, εκτοπισμούς και μετατοπίσεις χριστιανικών πληθυσμών προς τα ορεινά. Οι συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια της μακραίωνης σκλαβιάς υπό τον τουρκικό μουσουλμανικό ζυγό, ελάττωσαν το Χριστιανικό πληθυσμό στη Θράκη, εξανάγκασαν αρκετούς να αλλαξοπιστήσουν, να εγκαταλείψουν τις πανάρχαιες πατρογονικές τους εστίες ή να επαναστατήσουν. Ο Ελληνισμός ξεριζώνεται από τα αστικά κέντρα με αποτέλεσμα την απότομη δημογραφική καθίζησή τους και την εθνολογική τους αλλοίωση. Παράλληλα έχουμε εποικισμό μουσουλμάνων, επέκταση του φαινομένου των μαζικών εξισλαμισμών, κατεδαφίσεις ναών και μονών και πολλούς  νεομάρτυρες.
 Όλα τα παραπάνω και το παιδομάζωμα αποτελούν  έγκλημα διαρκείας κατά της ανθρωπότητας  (Γενοκτονία).
Το εμπόριο εξέλιπε και στη θέση του εμφανίστηκε ένα είδος ανταλλακτικού εμπορίου. Σταδιακά, όμως, άρχισε η ακμή των ελληνικών κοινοτήτων και των συμπαγών ελληνικών πληθυσμών που είχαν εκπατριστεί από τις πατρογονικές χώρες και είχαν καταφύγει σε δασώδη και ορεινά μέρη. Εμφανίστηκαν και ορισμένα επαγγέλματα χαρακτηριστικά του Θρακικού χώρου (όπως, αλιεία, αγγειοπλαστική, σηροτροφία, ναυτιλία, υφαντική, αλωθροποιία, γουνοποιία, κτηνοτροφία αμπελουργία, κατεργασία ξύλου).
Ευτυχώς, αλλά και μέσα στα πλαίσια της πολιτικής των Τούρκων για συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών (εποικισμοί), έχουμε  κατά του 17ο και 18ο αιώνες μεταναστεύσεις ελληνικών φύλων προς τη Θράκη όπως Ηπειρώτες, Θεσσαλούς  και Μακεδόνες. Πολλοί επίσης μεταναστεύουν σε περιοχές της Θράκης απ’ τα νησιά κύρια του Αιγαίου. Αποτέλεσμα η δημογραφική πύκνωση των περιοχών της Θράκης και της Πόλης.  Οι ελληνικοί αυτοί πληθυσμοί απορροφήθηκαν από τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα να θεωρούνται σήμερα Θρακιώτες.
 Γενικά πρέπει να τονισθεί ότι οι Θράκες δεν έλειψαν και είχαν βασική-μαζική συμβολή σε όλους τους αγώνες του Έθνους (όπως ίδρυση Φιλικής Εταιρείας, Επανάσταση του 1821, Μακεδονικό Αγώνα, Βαλκανικούς Πολέμους κ.λ.π.)

 «Έθιμα της θρακικής παράδοσης, που οι ρίζες τους
παραπέμπουν στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό»
«Η γνώση της αρχαίας ελληνικής λαϊκής λατρείας είναι το χρυσό κλειδί που μας οδηγεί στη νέα ελληνική θρησκεία, και μάλιστα εκείνη της Θράκης, που ανακρατά καλύτερα από κάθε άλλη, εξαιτίας των γεωφυσικών συνθηκών και των άλλων ιδιόμορφων ιστορικών καταβολών, την πλέον αποκαλυπτική της προέλευση». Η θρακική λατρεία πήγασε απ’ την προθεϊκή εποχή και τη διονυσιακή τελετουργία, αναμίχτηκε με τον Ορφισμό, προσλαμβάνοντας κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους (Βυζάντιο) μερικά χριστιανικά στοιχεία που δεν αλλοίωσαν τα αρχέγονα διονυσιακά ή προθεϊκά»,
Όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί συμφωνούν ότι η Θρησκεία και η μουσική δόθηκαν στους Έλληνες από τους Θράκες. Ο Ορφέας ιδρυτής της Ελληνικής Θρησκείας και των μυστηρίων ήταν γιος του Βασιλιά της Θράκης Οιάγου και της μούσας Καλλιόπης που έμεινε η αιώνια συμβολική μορφή της μουσικής. Ο αδελφός του Λίνος περίφημος κιθαρωδός δίδαξε μουσική στον Ηρακλή. Ο Μουσαίος, ο Εύμολπος και ο Θάμυρις ήταν αρχαίοι Θράκες ραψωδοί και μουσικοί.
Τα Καβείρια μυστήρια της Σαμοθράκης στα οποία μυήθηκε και η Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και τα Ορφικά των Ελληνιστικών Χρόνων ήταν γνωστά ως Θρακικής προέλευσης. Ο Εύμολπος, γιος του Μουσαίου, θεωρείται ιδρυτής των Ελευσινίων Μυστηρίων
Μπορεί οι Θράκες να πήραν πολλά πολιτιστικά στοιχεία από τη Νότια Ελλάδα, όπως τη γλώσσα, έδωσαν όμως σ’ αυτήν κάτι πολύ σημαντικότερο: την ορφική λατρεία και τη διονυσιακή λατρεία από την οποία γεννήθηκαν η αρχαία μουσική, τα αρχαία μυστήρια, η αρχαία ποίηση. Τα παραπάνω ονόματα (Μουσαίος, Εύμολπος, Ορφεύς) δείχνουν πως οι ποιητικές καταβολές του ελληνικού κόσμου έχουν αφετηρία τις θρακικές τελετές. Είναι ακόμη ενδεικτικό ότι οι Θράκες μετείχαν στις εορτές των Αθηναίων. Στο περίφημο προοίμιο της “Πολιτείας του Πλάτωνα ο Σωκράτης λέγει για μια εορτή του Πειρειά:
‘Καλή μεν συν μοι και η των επιχωρίων πομπή έδοξε είναι, ου μέντοι ήταν εφαίνεται πρέπειν ην οι Θράκες έπιμπον” (Ωραία μου φάνηκε και η πομπή των εντοπίων, αλλά νομίζω ότι, καθόλου δεν υστερούσε και η πομπή που έστειλαν οι Θράκες).
    Εξάλλου, οι κάτοικοι των νοτίων περιοχών δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα στον εαυτό τους και τους Θράκες πάνω στη βάση της φυλετικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί ελληνικοί μύθοι συνδέουν τους Θράκες με τους κατοίκους νοτίων περιοχών.
Οι Θράκες έχουν αφήσει ξεκάθαρα σημάδια στην φολκλορική κληρονομιά του λαού της Βουλγαρίας, αλλά και στους υπόλοιπους σύγχρονους λαούς της περιοχής της Βαλκανικής και της Μ. Ασίας».
Η Θράκη λοιπόν έχει τα πρωτεία στην σπουδαιότητα και την αρχαιότητα των εθίμων που γενικά ονομάζονται «Διονυσιακά-Ορφικά» και έλκουν την καταγωγή τους απ’ την αρχαία Ελλάδα.
 Καμιά περιοχή της Ελλάδας, καμιά ελληνική φυλή δεν έχει τόσα πολλά και σημαντικά έθιμα που έλκουν την καταγωγή τους στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Και όταν μιλάμε για λαϊκά δρώμενα, δεν εννοούμε τα έθιμα της καθημερινής ζωής, όπως του γάμου, τα ταφικά έθιμα κ.λ.π. που έχουν όλες οι ελληνικές φυλές, οι ράτσες και απλώς διαφέρει το τελετουργικό τους κατά περιοχή..

Να δούμε τα πιο σημαντικά λαϊκά δρώμενα που έχουν καταγράψει Λαογράφοι, Εθνολόγοι, Ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι.
(Δεν θα περιγράψω αυτό τούτο το τελετουργικό των εθίμων, το οποίο έκανα σε παλιότερα αφιερώματα,  αλλά θα τονίσω τη σύνδεσή τους με την αρχαιότητα)

Τα Χελιδονίσματα: Το χελιδόνισμα έγινε θέμα μέχρι σήμερα πολλών μελετητών, διότι πρόκειται για άμεση αρχαία επέμβαση. Το έθιμο επιβίωσε ως σήμερα με την αδιάκοπη προφορική παράδοση των λαϊκών τραγουδιών, που μάλιστα δε διατηρούν μόνο το αυτό θέμα, αλλά διασώζουν σχεδόν αυτολεξεί μερικούς στίχους , και επίσης έχουν το ίδιο ύφος και την ίδια ψυχολογία. Το αρχαίο χελιδόνισμα είναι γνωστό από μαρτυρία του Αθηναίο, συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος πάλι διασώζει παλαιότερη μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία : «είδος δε τι του αγείρειν χελιδονίζειν.
Περπερούνα ή Πιρπιρούνα: Το έθιμο της Πιρπιρούνας ανήκει στην κατηγορία των φυτομορφικών μεταμφιέσεων, όπου κυριαρχεί το στόλισμα με λουλούδια. Κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη (Κυριακίδης, 1990, σ.15), αποτελεί πανάρχαιο έθιμο, το οποίο συνδέεται με την πρόκληση βροχής σε περιόδους ανομβρίας, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες. Κατά την τέλεση της Πιρπιρούνας μαζεύονται όλα τα παιδιά του χωριού και σκεπάζουν ένα κορίτσι ή ένα αγόρι με χόρτα και λουλούδια, το επονομαζόμενο «περπερίτσα».
Βρεξούδια: Έχουμε ανάλογο βούτηγμα του ιεροφάντη των Ελευσίνιων μυστηρίων.
Το Έθιμο της Κούνιας ή της αιώρας:Ιδιαίτερα διαδεδομένο σε πολλούς πολιτισμούς από τα αρχαία χρόνια είναι το έθιμο της κούνιας ή της «αιώρας» κατά την αρχαιότητα, με απλό τελετουργικό σε πολλές παραλλαγές (Τερζοπούλου, 1998β, σ.68). Έθιμο συνδεδεμένο με την εξοχή και τις αγροτικές γιορτές, που τελείται κυρίως την πασχαλινή περίοδο-ιδίως στη εορτή του Αγίου Γεωργίου- αλλά και σε άλλες περιστάσεις της Άνοιξης. κατά την αρχαιότητα το έθιμο της αιώρας πραγματοποιούνταν από τα κορίτσια στα αθηναϊκά Ανθεστήρια στις αρχές της άνοιξης.
Επίσης ο Σπύρος Ζεχερλής (Ζεχερλής, 1991, σ.100) παρατηρεί το μαγικό και εξαγνιστικό χαρακτήρα του εθίμου της αιώρας. Στη νεότερη ελληνική παράδοση το έθιμο έχει περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα και λειτουργία. Όπως μας αναφέρει ο Ν. Διονυσόπουλος, σε μια πρόσφατη έρευνά του (Διονυσόπουλος, 2002, σ.96):
«Οι κούνιες λειτουργούσαν και ως «νυφοπάζαρο»,
Ο Σιδηράς αναφερόμενος στη λαογραφία της Θράκης παραθέτει:
 «...κούνιες κατασκευάζονταν και δένονταν στα δέντρα την δεύτερη μέρα του  Πάσχα ή ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Το κούνημα σ’ αυτές τις «αιώρες» ήταν αρχαίο έθιμο των Αθηναίων που συμβόλιζε τον καθαρμό –εξαγνισμό από το κακό, τα πνεύματα του κακού...»
Λάζαρος: Ο εθιμικός κύκλος του Λαζάρου αποτελεί μια πολύ δημοφιλή εκκλησιαστική γιορτή, η οποία κλείνει μέσα της κυρίαρχο το παγανιστικό στοιχείο της εποχικής ώρας.. Η γιορτή του Λαζάρου, με τις ομοιοπαθητικές αναπαραστάσεις της αναστάσεως για την καλοχρονιά, έχει μεγάλη εξάπλωση, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά και σε όλες τις λοιπές βαλκανικές χώρες. Κυρίαρχο στοιχείο του εορτασμού του θανάτου και της έγερσης του Λαζάρου από τον τάφο είναι οι αγερμοί-που εκτείνονται εμπλέκοντας και την Κυριακή των Βαΐων. Τα έθιμα παρουσιάζουν εξαιρετική ποικιλία ως προς τον αριθμό, το φύλο, την ηλικία, την κοινωνική θέση των συντελεστών, ως προς τη θεατρική τους παρουσίαση, τον θρησκευτικό, κοσμικό ή μαγικό τους χαρακτήρα
Ο εορτασμός του Λαζάρου στους Μοναστηριώτες της Ανατολικής Ρωμυλίας όπως μαςαναφέρει ο Παύλος Λιτούδης (Λιτούδης, 2007) γινόταν ως εξής: «Πριν το Πάσχα γιόρταζαν τον Λάζαρο με το έθιμο της Ρουμπάνας, όπως το Έλεγαν οι θκοι μας. Ήταν η γιορτή της άνοιξης και των λουλουδιών». Όπως και νάναι στη Θράκη το έθιμο ανακρατάει τον αρχικό μαγικό χαρακτήρα του της ευετηρίας».
Ριζικάρης: ο Κλήδονας είναι γνωστότατη λαϊκή γιορτή σε ολόκληρη της Ελλάδα, αλλά σ’ όλη τη Θράκη η τέλεσή του παρουσιάζει μερικές αξιόλογες παραλλαγές. Στην Στενήμαχο τον Κλήδονα τον έλεγαν Καληνύτσα. Κατάλοιπο της αρχαίας Ελληνικής λατρείας και συγκεκριμένα της κληρομαντείας.
Σούρβα: Η αρχαία Ειρεσιώνη. Το ευετηριακό στοιχείο κυριαρχεί. Το λένε και «ποδαρικό» που γίνεται το πρωϊ της Πρωτοχρονιάς στη Θράκη.. Γίνεται λόγος για την καλοχρονιά.
Το Δωδεκαήμερο: Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου προέρχονται από τα Σατουρνάλια των Ελληνορωμαϊκών χρόνων ή από τις Καλάνδες των πρώτων βυζαντινών, ενώ άλλες εκδηλώσεις, όπως οι μεταμφιέσεις, αποτελούν συνέχεια Διονυσιακών γιορτών. Δωδεκαήμερο είναι η περίοδος από την παραμονή των Χριστουγέννων ως τα Θεοφάνεια (25 Δεκέμβρη-6 Γενάρη). Και περιλαμβάνει τα εξής επί μέρους δρώμενα:
α) Οι καλλικάντζαροι, β) τα εννιά φαγιά στο τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων, γ) Τα κάλαντα των Χριστουγέννων, δ) Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, ε) Την Σούρβα, στ) την Βασιλόπιττα, ζ) όσα τελούνται τα Φώτα ή Θεοφάνεια.
Τζαμάλα (ή Καμήλα): Στη Θράκη τελούσαν ακόμα και το έθιμο της Τζαμάλας, στην αρχή της σποράς των δημητριακών (τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου), ή την ημέρα του αγίου Δημητρίου (26 Οκτώβρίου), η οποία παραδοσιακά, στο λαϊκό καλαντάρι, θεωρείται ως η αρχή του χειμερινού εξαμήνου. Επρόκειτο για μιμητική παράσταση από μεταμφιεσμένους, συνήθως τρεις, μια τζαμάλα, άντρα δηλαδή ντυμένο γυναικείο, και δύο τζαμαλαδες, τους συνοδούς της. Επισκέπτονταν τα σπίτια, χόρευαν, εύχονταν για καλή και πλούσια καρποφορία και οι νοικοκυραίοι τους φιλοδωρούσαν με σιτάρι, κρασί και νομίσματα.
Μπάμπω: Αποτελεί έθιμο το οποίο το συναντούμε μόνο στους
πληθυσμούς της Θράκης, και ιδιαίτερα σήμερα στους πρόσφυγες κυρίως από την Αν. Ρωμυλία αλλά και την Ανατολική Θράκη. Το συναντούμε ανάλογα με το χωριό και με άλλες ονομασίες, όπως  «της μαμής», ονομασίες που οφείλονται σε στοιχεία του τελετουργικού του εθίμου, και αναβιώνει κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου, εορτή της Αγίας Δομινίκης, ή Δόμνης και σκοπό έχει την απόδοση τιμής στο πρόσωπο της γιαγιάς, η οποία συνέβαλε στη γέννα των παιδιών. Οι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, το έλεγαν “Μπάμπω Ντεν”, από την Τουρκία “Μπάμπου Γκιουνού”, ενώ όσοι ήρθαν από τα παράλια του Πύργου (Μεσημβίας Σουζόπολη), το έλεγαν “Μπαμπώτερα. Τα ΜΜΕ κακώς έχουν δώσεις στο έθιμο τον τίτλο «Γυναικοκρατία».
Σε έρευνά του ο Παναγιώτης Φωτέας (Φωτέας, 1989, σ.679) αναγνωρίζει στο έθιμο ίχνη παλαιών ορφικών και διονυσιακών καθαρμών ψυχών και σωμάτων
Ο καθηγητής Γεώργιος Μέγας, Θρακιώτης, γεννημένος στη Μεσημβρία γράφει ότι το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, στα «Θεσμοφόρια», που ήταν γυναικεία και συγχρόνως αγροτική εορτή, κατά την οποία οι γυναίκες «επεκαλούντο γονιμότητα και δι’ εαυτάς», και στα «Αλώα» τα οποία γιορτάζονταν την 26η Ποσειδαιώνος, δηλαδή στις αρχές του Ιανουαρίου, στην Ελευσίνα, όπου και μετείχαν μόνον γυναίκες, οι οποίες «πορεύονται τα αίσχιστα λέγουσαι  βαστάζουσιν είδη σωμάτων απρεπή, ανδρεία τε και γυναικεία, οίνος τε πολύς πρόκειται και τράπεζας και εκ πλακούντας κατεσκευασμένα αμφοτέρων γενών αιδεία». Αισχρολογίες και απεικονίσεις των γενετησίων μορίων είναι χαρακτηριστικά για όλες τις γιορτές οι οποίες αποσκοπούσαν στην «Γένεσιν των ανθρώπων και των καρπών».
Τα Αγιάσματα: Ιδιαίτερα επίσης διαδεδομένη στη Θράκη ήταν και η λατρεία των αγιασμάτων. Τα αγιάσματα, τα από θεϊκή επίνευση ή παρουσία αγίου ευλογημένα και θαυματουργά νερά, ήταν και είναι μέσα στους αιώνες μια λατρευτική πραγματικότητα, βασισμένη τόσο στη θρησκευτική πίστη, όσο και στη φυσική αλήθεια ότι το νερό είναι το πρωταρχικό και απαραίτητο πάντοτε στοιχείο της ανθρώπινης και παγγενούς ζωής.
Το έθιμο του Μπέη (ή Κιοπέκ Μπέη): Μεγάλο λαογραφικό ενδιαφέρον έχει το έθιμο του «Μπέη», που γίνεται την Καθαρά Δευτέρα από μεταμφιεσμένους στο Πρωτοκκλήσι και σε άλλα χωριά της περιφέρειας του Διδυμοτείχου και της Ορεστιάδας. Και το έθιμο αυτό διασώζει έως τις μέρες μας παλαιό δρώμενο γονιμικής μαγείας, καθώς σε μια φάση του αναπαριστάνονται μιμοδραματική αροτρίαση και σπορά (π.β. τους «ιερούς αρότους» της αρχαιότητας), καθώς και συμβολικός θάνατος και ανάσταση του πρωταγωνιστή). Εξ ου και οι ευχές: «Καλά μαξούλια’, «Καλά γεννήματα», «Καλά μπαμπάκια», «Τ’ Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά να σας δώκει ο Θεός», «Για όλα τα σπορίδια και ούλα τα μπερεκέτια».
 Καλόγερος (του Κωστί και της Βυζώς): Για τον Καλόγερο του Κωστί έχουμε θαυμαστές περιγραφές-μελέτες όπως του καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής Αν. Χουρμουζιάδη το 1872.  Για τον Καλόγερο της Βύζας έχουμε την γνωστή πραγματεία, «Οι Καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θράκη» του μεγάλου ποιητή μας Γ. Βιζυηνού. Η πραγματεία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εβδομάς» το 1888 και στη «Θρακική επετηρίδα» της Πόλης κατά το 1897.
Μετά την καταγραφή του Βιζυηνού, ασχολήθηκε η δικιά μας λαογραφική επιστήμη με επικεφαλή τον Νικόλαο Πολίτη αλλά και ξένοι σημαντικότατοι μελετητές όπως οι Ντόκινς, Χάρισον, Φρέιζερ, Καζάροφ, Γουάις, Λίγκμαν, Κόρνφορντ, κ.ά.  και οι καλόγεροι πήραν μια εξέχουσα θέση στην παγκόσμια βιβλιογραφία.
Όλοι συμφωνούν ότι έχει όλα τα στοιχεία του αρχαϊκού θεάτρου και για τις ομοιότητες που υπάρχουν με το αντίστοιχο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή, τους Ιχνευτές που βρέθηκε, όπως είναι γνωστό,  σε κάποιο πάπυρο της Οξυρύχνου στην Αίγυπτο και πρωτοδημοσιεύτηκε από τον A. Hynt στα 1912. Η περίπτωση του θανάτου του Καλόγερου είναι σαν του Ερμή που γεννήθηκε από την νεράϊδα κόρη του Άτλαντα, τη Μαία και τον Δία. Παρόμοια γέννηση έχουμε του Διονύσου από τον Δία και την Σεμέλη.
Βασικά χαρακτηριστικά του εθίμου είναι η σεξουαλική ελευθεριότητα, οι ατομικές μεταμφιέσεις και ο ευετηριακός του χαρακτήρας. Εξ’ ου και οι ευχές:
- Πέντε γρόσια το κιλό η σίκαλη.
- Ναι θεέ μου, για να φάνε οι φτωχοί.
- Τρία Γρόσια το κιλό το κριθάρι…
- Αμήν θεέ μου, απαντάει το πλήθος, για να χορτάσει η φτωχολογιά.
Και εδώ δε λείπουν οι ευχές με άσεμνα λόγια:
- «Να γίνουν τα στάρια χοντρά σαν του Βασιλιά τ’ αρ....»
-:«Να γίνουν τα παντζάρια γλυκά σαν το μ.... τής Βασίλισσας».
- Να γεν’ η φλάσκα σαν της Καλογριάς τα βυζιά…
- Να γεν’ το αγγούρι σαν του Καλόγερου το βηλί…
- Να σκάσουν τα πεπόνια σαν του ζευγολάτη τ’ αρχίδια…
Ένας ολόκληρος θίασος παίζει τον Καλόγερο. Ο θίασος. όπως πάντα. Είναι αντρικός. Και αποτελείται από τα εξής πρόσωπα:
1. Ο Καλόγερος: είναι το κυριότερο πρόσωπο του θιάσου, ο οποίος πρέπει να είναι άνδρας παντρεμένος. Ο Καλόγερος εκλέγεται για να παραστήσει το ρόλο του για 1, 3, 5 χρόνια
2. Ο Βασιλιάς: είναι ο δευτεραγωνιστής. πρέπει να είναι και αυτός άνδρας παντρεμένος. Εκλέγεται για να παραστήσει το ρόλο του για 1, 3, 5 χρόνια.
3. Η Κορίτσα: το ρόλο αυτό αναλαμβάνει νέος ανύπαντρος που μεταμφιέζεται σε γυναίκα Εκλέγεται για να παραστήσει το ρόλο του για 1, 3, 5 χρόνια.
4. Ο διάδοχος του Βασιλιά: νέος ανύπαντρος που προηγείται του Βασιλιά.
5. Συνοδοί της Κορίτσας: δύο νέοι ανύπαντροι που την προστατεύουν.
6. οι σιδεράδες ή καπιστράδες: δύο νέοι που κρατούν αλυσίδες, τις περνούν στο λαιμό των συγχωριανών τους και παίρνουν χαράτσια.
7. οι Χαρατσιάροι: κουβαλούν ένα ξύλο στο οποίο έχουν δεμένο ένα καλάθι και μαζεύουν αυγά απ’ τις νοικοκυρές.
8. τα μαλάκια: υποκοριστικό της λέξης δαμάλι.. σέρνουν το άρμα του Βασιλιά και μουτζουρώνουν τους περαστικούς.
9. Συνοδοί διάφοροι: ένας μεγάλος αριθμός συνοδών. Συμμετέχουν στα κεράσματα, χορεύουν και μουτζουρώνουν τον κόσμο.
10. ο εισπράκτορας: που δίνει αποδείξεις όπου γράφονται , συνήθως συμβουλές σεξουαλικού τύπου, όπως: «Ο Κώστας να μην δουλεύει πολύ αλλά να γα…. πολύ» (Να κάνει έρωτα πολύ).
11. ο σπορέας – ζευγολάτης: τελεί το εικονικό όργωμα και την εικονική σπορά.
12. ο Αρχιαναστενάρης: δίνει τη διαταγή για το ξεκίνημα του εθίμου.

Αναστενάρια: Το έθιμο των αναστενάρηδων αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο κομμάτι της ελληνικής παράδοσης, που οι ρίζες του βρίσκονται πολύ βαθιά στην ελληνική αρχαιότητα. Επίσης προσθέτει (): «Είναι πολύ φανερή η ομοιότητα των Διονυσιακών οργίων, με τις σημερινές τελετές των Αναστενάρηδων (Danforth, 1990, σ.16) στην ίδια γεωγραφική κοίτη. Η κραυγή εξάλλου των πυροβατών κατά τη διάρκεια της τελετής ιχ-ιχ, αχ-αχ, εχ-εχ, θυμίζει το επιφώνημα Ίακχε, Βάκχε, που είναι το μυστηριακό όνομα του Διονύσου». Είναι το σημαντικότερο λαϊκό δρώμενο που τελείται στην Ελλάδα και από τα σημαντικότερα παγκόσμια. Είναι το έθιμο που έχει μελετηθεί και έχει καταγραφεί από εκατοντάδες επιστήμονες λαογράφους, εθνολόγους, ιστορικούς, ψυχολόγους –νευρολόγους Έλληνες και ξένους.
Το πανάρχαιο έθιμο το έφεραν μαζί τους οι Έλληνες πρόσφυγες από τα χωριά Κωστί και Μπροντίβο της περιοχής Αγαθούπολης- Βασιλικού της Ανατολικής Ρωμυλίας και γίνεται στο Λαγκαδά και σε άλλα μέρη της Μακεδονίας (Αγία Ελένη Σερρών, Κερκίνη Σερρών, Μελίκη Ημαθίας και Μαυρολεύκη Δράμας).
Στην αρχή τελούσαν το θαυμαστό αυτό έθιμο σαν κρυπτοχριστιανοί στα κονάκια μέχρι που ο Άγγελος Τανάγρας, το 1940 επισκέφθηκε αναστενάρηδες στη Μαυρολεύκη Σερρών, όπου με την ιδιότητα του καθηγητή των ψυχικών ερευνών του Πανεπιστημίου της Αθήνας συζήτησε μαζί τους για το έθιμο της πυροβασίας. Αρχικά τους έπεισε να κάνουν δημόσια τελετή πυροβασίας και στη συνέχεια αφού εξασφάλισε την άδεια της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και της Αστυνομίας, παρουσίασαν στις 21 Μαΐου 1940, για πρώτη φορά δημόσια, το έθιμο, ενώ το 1946 επικεφαλής ομάδας διακεκριμένων επιστημόνων, επισκέφθηκε για τον ίδιο λόγο την Αγία Ελένη Σερρών. Το 1947 επέστρεψε ξανά στη Μαυρολεύκη, όπου πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά δημόσια, το έθιμο και εξέτασε τα πόδια αλλά και τις κάλτσες των πυροβατών και δεν παρατήρησε την παραμικρή φθορά του δέρματος ή κάκωση, αλλά ούτε και στις κάλτσες οι οποίες βρίσκονται στο Κέντρο Θρακικών και Βυζαντινών Μελετών στην Αθήνα.
Τα Αναστενάρια δεν είναι ένα απλό πανηγύρι, τηρείται η ιεραρχία και ο καθένας αποδίδει τον σεβασμό που πρέπει σε κάθε λεπτομέρεια του τελετουργικού.
«Είναι ένα τελετουργικό που ακολουθείται απόλυτα. Είμαστε μια ομάδα που ανανεώνουμε την εμπιστοσύνη μας κάθε φορά, όχι με λόγια αλλά κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια. Το συναίσθημα είναι καθαρά προσωπικό", εξηγεί ο γνωστός Δημοσιογράφος-Λαογράφος  Γιώργης Μελίκης, που πριν από χρόνια έκανε ένα δωδεκάχρονο παιδί, τότε, να πετάξει ξαφνικά τα παπούτσια του και να ριχτεί στα πυρακτωμένα κάρβουνα. Εκτοτε, δεν έλλειψε καμία φορά από τα αναστενάρια. Μέχρι σήμερα  ο Γιώργος Μελίκης, ζει από κοντά -ως Αναστενάρης- το θρακιώτικο έθιμο στον Λαγκαδά. Η ετοιμασία των σφάγιων, το αποκαλούμενο κουρμπάνι και η συγκέντρωση των εικόνων και μαντηλιών στο κονάκι συνοδεύονται πάντα από τη μελωδία συγκεκριμένων θρακιώτικων τραγουδιών. Τραγούδια ηρωικά, θρησκευτικά και ακριτικά, που "ντύνουν" η θρακιώτικη λύρα. η γκάιντα, και
το νταούλι. Οι εικόνες και τα μαντήλια που συγκεντρώνονται στο κονάκι είναι κληρονομιά των Αναστενάρηδων από τις προηγούμενες γενιές.
Πάντως κανένας από τους εξαίρετους μελετητές του εθίμου δεν μπορεί να περιγράψει τι αισθανόμαστε οι αναστενάρηδες.  Μόνο εμείς καταλαβαίνουμε τι θα πει να "έχεις δρόμο" και να πατάς με γυμνά πόδια σε κάρβουνα που καίνε χωρίς να παθαίνεις εγκαύματα. Πρόκειται για ένα εγκάλεσμα προσωπικό, ιδιαίτερο, ξεχωριστό. Η πυροβασία δεν είναι προϋπόθεση για τον Αναστενάρη. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η συμμετοχή σε όλο το τελετουργικό. Η πυροβασία και η ακαϊα είναι το αποτέλεσμα αυτής της συμμετοχής και λειτουργιών που δεν έχουν ερευνηθεί ακόμη από την επιστήμη.
"Το θρησκευτικό βίωμα δεν μπορεί να περιγραφεί, είναι υποκειμενικό και δυστυχώς οι λέξεις τόσο φτωχές, που αν επιχειρήσει κανείς να το περιγράψει, κινδυνεύει να το υποβαθμίσει και να το εκχυδαΐσει", σημειώνει ο Αρχιαναστενάρης στην Αγία Ελένη, Αναστάσιος Ρέκλος. Παρά την επιστημονική του ιδιότητα- ο Α. Ρέκλος -είναι νευρολόγος ψυχίατρος- δεν ερμηνεύει το φαινόμενο. "Είναι η πίστη ότι ο ’γιος καθοδηγεί τον Αναστενάρη στη φωτιά", λέει.
Το έθιμο των Αναστεναριών άντεξε στο πέρασμα των χρόνων και όπως επισημαίνει ο Κώστας Θρακιώτης (Θρακιώτης, 1991, σ.30): «Κάτω από τη χριστιανική θρησκεία θα μετασχηματιστεί σε μια πολυσύνθετη και σύγχρονη βακχική χριστιανική θιασική οργάνωση».

Μια απόδειξη ότι τα παραπάνω  έθιμα της Θράκης έλκουν την καταγωγή από την αρχαία Ελλάδα, από αρχαία λαϊκά δρώμενα και για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιήθηκαν, κυρίως αυτά, από τον Παπαρηγόπουλο και άλλους επιστήμονες για να αποκρουστεί η Θεωρία του Φλαμεράγερ ότι δεν υπάρχει «ελληνικό έθνος». Για τους ξερόλες και αυτούς που έχουν εθνικιστικό κόμπλεξ γιατί δεν έχουν τέτοια έθιμα αν και πλάθουν μύθους ότι είναι κατευθείαν απόγονοι του αρχαίου Περικλή.

Η καύση των νεκρών στο χωριό Κωστί της Ανατολικής Ρωμυλίας
Η καύση των νεκρών και η φύλαξη της τέφρας σε δοχείο συνεχίστηκε μέχρι τον ξεριζωμό των Ελλήνων στην εκτός των ελληνικών συνόρων Θράκη και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή Κωστί της Βύζας, παρά την απαγόρευση της εκκλησίας. Ήταν μάλιστα τόσο επίμονη αυτή η πανάρχαιη συνήθεια, ώστε οι κάτοικοι έθαβαν τους νεκρούς τη μέρα κατά τον ορθόδοξο τρόπο και τους ξέθαβαν τη νύχτα στα κρυφά, για να τους κάψουν σύμφωνα με την παράδοσή τους.
«Η συνήθεια να καίνε τους νεκρούς κι άλλες συνήθειες αρχαίες βαστούσαν στα γύρω χωριά της Βύζας, χωριά φημισμένα για τ’ αναστενάρια. Η εκκλησία είχε εμποδισμένη τη συνήθεια αυτή με διαταγές, αφορισμούς κι επιτίμια, αλλά δεν ήταν εύκολο πράγμα να τους ξεκολλήσει τους χωρικούς από τις συνήθειές τους. Στο Κωστί, ενώ φαινομενικά οι κάτοικοι συμμορφώνονταν, στα κρυφά τις νύχτες, ξεθάβοντας έκαιγαν τους νεκρούς. Άμα δηλαδή τέλειωνε η εκκλησιαστική ακολουθία, ο νεκρός θαβόταν στα λημόρια, όπως όριζε η εκκλησία. Την ίδια όμως νύκτα ξέθαβαν το νεκρό οι συγγενείς και τον έκαιγαν. Μετέφερναν το κορμί του έξω από το χωριό, κοντά στο γειτονικό δάσος (εκεί υπήρχαν τ’ απάτητα κι ανεκμετάλλευτα δάση της Στράντζας) και τον κρεμούσαν από ένα δέντρο, ύστερα έμπηγαν ανάμεσα στα δάχτυλά του (ποδιών και χεριών) δαδιά κομματάκια και τ’ άναβαν. Με τα ξυλαράκια τούτα έπαιρνε φλόγα όλο το κορμί και έτσι, λίγο λίγο, γινόταν στάχτη, που τη μάζευαν σε θήκη ή σ’ ένα σταμνί και το ’κρυβαν στο μυστικό μέρος του σπιτιού».

Π.Π.Χ. [= Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου]