χρονολογούνται στην ορειχάλκινη εποχή (3η χιλιετηρίδα π. Χ.). Ο Όμηρος περιγράφει τη γη της αρχαίας Θράκης ως γη όπου παράγεται θαυμάσιο κρασί. Στοιχεία για καλά αναπτυγμένη αμπελουργία και οινοποιία εντοπίζουμε και στα έργα άλλων αρχαίων συγγραφέων, όπως π. χ. στα έργα του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα, του Αθήναιου, του Πολυγένη κ. α. Καθόλου τυχαία στην αρχαία Θράκη ήταν ευρέως διαδεδομένη η λατρεία του Διονύσου για την οποία συνηγορούν πλήθος αρχαιολογικών μνημείων.
Στην αρχαία Θράκη γνώριζαν περίπου 150 ποικιλίες σταφυλιού. Ο Πλίνιος απαριθμεί 91 από αυτές, ωστόσο θεωρεί ότι ο αριθμός τους υπερβαίνει τις 400 ποικιλίες. Ο Ρωμαίος γεωπόνος Κολουμέλας εξηγεί αυτή την ποικιλομορφία με το γεγονός ότι η καλλιέργεια αμπελιών ίδιας ποικιλίας σε διαφορετικές συνθήκες είχε ως αποτέλεσμα διαφορετικό ως προς την ποιότητά του σταφύλι. Σε κάθε περίπτωση οι αμπελουργοί εκείνης της εποχής γνώριζαν καλά τις ξεχωριστές ποικιλίες και την ικανότητά τους να ευδοκιμούν σε διαφορετικές συνθήκες – κλίμα, έδαφος κ. α. Συνηθισμένη πρακτική ήταν η εξημέρωση των κληματαριών μέσω μεταφύτευσης. Συχνά οι Θράκες άφηναν τις κληματαριές να τυλίγονται πάνω σε φυτεμένα ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό δένδρα, διαμορφώνοντας έτσι γιρλάντες μεταξύ τους.
Η αμπελοκαλλιέργεια στη νεότερη Θράκη
Στις αλησμόνητες πατρίδες των Θρακιωτών της Αν. Ρωμυλίας και της Αν. Θράκης αμπέλια καλλιεργούνταν σε εκτεταμένες εκτάσεις με πολλές επιτραπέζιες ποικιλίες και για κρασί. Οι παππούδες μας έλεγαν ότι έφυγαν από τις πατρίδες τους της Αν. Ρωμυλίας αφήνοντας τις απέραντες πεδιάδες, τα χαμηλά υψώματα και τις πλαγιές των λόφων κατάφυτες με αμπέλια. Είναι συγκλονιστικό το μυθιστόρημα της Έφης Πανσέληνου, με τίτλο «Ο τελευταίος Τρύγος». Μυθιστόρημα όπου η συγγραφέας του αφηγείται τα δραματικά περιστατικά που έζησαν οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης όταν το Οκτώβρη του 1922 διατάχθηκαν να εκκενώσουν τα χωριά και τις πόλεις τους. Γιατί βλέπεις είχε φτάσει η διαταγή εκκενώσεως όταν άρχισε ο τρύγος και τα άφησαν όλα και έφυγαν χωρίς να προλάβουν να βγάλουν τα κρασιά τους, τα τσίπουρα και τα άλλα προιόντα τους.
Έφεραν όμως και μεταφύτευσαν εκατομμύρια κλίματα και τις παραδόσεις αιώνων από τις πατρογονικές τους εστίες, φέρνοντας στα εδάφη της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης όπου εγκαταστάθηκαν, νέες άγνωστες τεχνικές που βελτίωσαν την αμπελουργία και την παραγωγή κρασιών στις νέες τους πατρίδες.
Διάσημες για την παραγωγή τους ήταν οι Σαράντα Εκκλησιές που περιβάλλονταν από πεδινές εκτάσεις και χώματα κατάλληλα για την αμπελοκαλλιέργεια. Γύρω από την πόλη και σε ακτίνα μιάμιση ώρας με τα μεταφορικά μέσα της εποχής είχε μόνο αμπέλια. Ο μέσος όρος της ετήσιας παραγωγής ήταν 7.800.000 οκάδες που μπορούσε να φτάσει και τις 12.000.000 οκάδες, ότνα είχε καλή χρονιά και καλή σοδειά. Σημαντικές ποσότητες εξάγονταν στη Γαλλία. Σταφύλι που ευδοκιμούσε και απέδιδε πολύ ήταν το παπάς καρασή μαύρο με πολύ τανίνη και τα κρασιά ονομάζονταν μπογιαμάδες. Ένα κρασί που παράγονταν το πηλίνο το έπιναν σαν δυναμωτικό. Παράγονταν ακόμη τσίπουρα και κονιάκ.
Η Στενήμαχος, με τα γύρω ελληνικά χωριά Κούκλενα και Άνω Βοδενά, ήταν από πλέον γνωστές περιοχές για την ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής. Καλλιεργούνταν μεγάλες εκτάσεις και παράγονταν εξαιρετικά κρασιά, όπως τον πηλίνο, το μαύρο, τον καρτσιάγκο, το τσιμπηρό, αλλά και τσίπουρα.
Μεγάλες εκτάσεις με αμπελώνες υπήρχαν στην περιοχή της Συλήβριας (Επιβάτες, Δελλιώνας, Εξάστερον, Γιαλλούς, Οικονομιό, Δημοκράτειον, Καλλικράτεια) στη Ραδεστό και το Πάνιδο, την Τσεντώ, την Αδριανούπολη,. Ιδιαίτερα στις παραθαλάσσιες περιοχές η ευεργετική επίδραση από τον αέρα της Θάλασσας του Μαρμαρά (Προποντίδας) ευνοούσε για την παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών ποιότητας που εξάγονταν στην Πόλη και την Γαλλία.
Στην Αγχίαλο της Αν, Ρωμυλίας με την αμπελουργία ασχολούνταν το 80% του πληθυσμού. Εκτεταμένη ήταν επίσης η αμπελουργία στη Μεσήμβρια, στο Βασιλικό (το σημερινό Τσάρεβο), στο Σαμακόβι, τη Ζώπολη και σε άλλα μέρη της Αν. Ρωμυλίας και της Αν. Θράκης.
Οι Ποικιλίες σταφυλιών
Δεν μπορούν να καταγραφούν όλες οι ποικιλίες των σταφυλιών που καλλιεργούνταν στις περιοχές της Θράκης συνολικά. Θα αναφέρουμε τις 42 κυριότερες που έχουν καταγραφεί από τους λαογράφους, την περιγραφή τους και σε παρένθεση την περιοχή που καλλιεργούνταν.
Ο Αγούμαστος: Άσπρα με μακρουλή χονδρόφλουδη ρόγα, που όταν τα κάνανε χαρδάλι διατηρούνταν μέχρι τη Σαρακοστή (40 Εκκλησιές)
Τα Αγουστάτκα: ωρίμαζαν νωρίς (Αυδήμι).
Τα Αγουλάτα:
Η Αγραδίνα: ανοικτό ερυθρό τριανταφυλλί σταφύλι με μακρουλή ρόγα και χονδρή φλούδα.
Τα Αλεξούτα: κόκκινα με μαγάλες ρόγες (Σκοπός)
Αλ –Πεχλιβάν: όπως οι Ροδίτες κυρίως για κρασί (Αδριανούπολη)
Τα αρύρογα: άσπρα (Σαμακόβι)
Ασλαχάν: για κρασί (Σαράντα Εκκλησιές)
Γιαπουντζάκια ή περατεινά: γλυκά με κίτρινο χρώμασνα του φλουριού, ρόδα σκληρή τραγανιστή με ψιλή φλούδα και εξαιρετική γλύκα (Τσεντώ)
Γιαπαλάκια: περίφημα, ψιλίφλουδα και γλυκά έδιναν το κρασί του Μυριόφυτου
Γανίτικο: άσπρα (Σαμακόβι)
Ζαλίφ: με μαύρες πυκνές ρόγες (40 Εκκλησιές)
Καντίν Παρμαί: (Αυδήμι)
Καράγιοβρέκ: μαύρα φαγώσιμα
Καρά-λάχανα ή Καραλαχανάδες: μελανά σταφύλια (Δελειώνες , Τσεντώ)
Καρίσι: για κρασί (Αδριανούπολη)
Κατσιβέλες: μαυροστάφυλα (Σαμακόβι)
Κετσί μεμεσί: (Αυδήμι)
Κίνο ή κολόδικο:
Κριζάσια: με μεγάλο τσαμπί στο χρώμα του κόκκινου κρέατος
Κολόβια: κατάλληλα για ρακί (Αυδήμι)
Μακούρλες
Μαυροπάληα
Μισκέτ, Μουσκέτ, Μοσκέτια, Μοσχάτο: με μικρές μυρωδάτες ρόγες (Τσεντώ)
Ντερνέκαρα: μαυροστάφυλα (Σαμακόβι)
Ουζούν –Κιουπρού: για κρασί (Σαράντα Εκκλησιές)
Παμίτια, μαυροστάφυλα: (Σαμακόβι)
Παπάς καρανλίκι: κυρίως για κρασί
Παπάς καρισί: (του παπά η γυναίκα) μαύρα για κρασί (Αδριανούπολη, 40 Εκκλησιές)
Παφλαγόνες: (40 Εκκλησιές, (Σαμακόβι)
Περατιανά: Τσεντώ)
Πεμπί: κόκκινο (Σαμακόβι)
Ροζακιά (Αδριανούπολη)
Τσαουσιά: τα εκλεκτότερα της Θράκης αρωματικά ψιλόφλουδα αρίμαζαν αρχές Αυγούστου (Αδριανούπολη, Τσεντώ)
Τσιουμπιατή: κόκκινα με λεπτές ρόγες (Σκοπός)
Τσουμπινή: κόκκινα (Σαμακόβι).
Πολλές από τις παραπάνω ποικιλίες καλλιεργούνταν και σε περιοχές της Ανατολικής Ρωμυλίας
Στην Αγχίαλο οι κυριότερες ποικιλίες σταφυλιών ήταν Αδριανουπολίτικα, Ζουμιάτικα, Σέφκες, Σεβαστιανά, Προσλάβες, Μαυρούλια, Μοσχάτα κ.α.
Στην Στενήμαχο, την Κούκλενα και τα Άνω Βοδενά κυριότερες ποικιλίες ήταν τα Μαυρούδια, τα Ασπρούδια, τα Μαύρα Μοσχάτα, και τα Τσαούσια.
Ο τρύγος
Για τους αρχαίους Θράκες ο τρύγος ήταν γιορτή που συμπεριελάμβανε πολλές τελετές αφιερωμένες στον Διόνυσο (Ζαγρέα). Πρόκειται για ένα από τα πλέον εκμεταλλευόμενα θέματα στην αρχαία τέχνη. Εικόνες σχετικές με τον τρύγο και την παραγωγή κρασιού βλέπουμε σε κεραμικά σκεύη, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά σε κατοικίες και δημόσια κτίρια, ακόμη και σε τάφους.
Αλλά και στα νεότερα χρόνια ο τρύγος ήταν η μεγάλη γιορτή του αμπελιού. Η έναρξη των εργασιών γινόταν με μεγάλη επισημότητα.
Ας δούμε τη διαδικασία του τρύγου σε μερικές περιοχές της Θράκης.
«Ο τρύγος στις Σαράντα Εκκλησιές δεν συναντάται σε άλλο μέρος του κόσμου και αυτό γιατί η ποσότητα ήταν τόσο μεγάλη που απαιτείται σύστημα, ο τρόπος μεταφοράς είναι πρωτόγονος αλλά επιβλητικός. Η μεταφορά των σταφυλιών γίνεται με τους ληνούς. Για την μεταφορά των ληνών στο αμπέλι είχαν τα ληνάμαξα ειδικά κατασκευασμένα για τους ληνούς. Για την όλη εργασία έφερναν από το Καβακλί και τα χωριά της Αγαθούπολης με κάρα και δύο ζευγάρια βουνίσια βουβάλια που είχαν δύναμη να τραβήξουν τους ληνούς και κάθε μεγάλο φόρτωμα. Ο τρύγος κρατούσε 15 μέρες. Όταν τελείωναν, μετά την οινοποίηση και την απόσταξη, τραβούσαν τους ληνούς στην πηγή Ασά-Μπουνάρ, έξω από την πόλη, τους έπλεναν καλά μαζί με όλα τα εργαλεία και τα ρούχα τους, πλήρωναν τους δουλευτές και με χρήματα και σε είδος και αυτοί τους εύχονταν και του χρόνου και έφευγαν για τα χωριά τους αφού πρώτα ψώνιζαν από τα χωριά της πόλης». (Αρ. Χατζηπαρασκευά «Η αμπελουργία εις τας Σαράντα Εκκλησίας» Αθήνα 1937-38)
«Ο τρύγος στην Στενήμαχο άρχιζε μετά του Σταυρού, στις 14 Σεπτέμβρη. Όριζαν τη μέρα και ξεκινούσαν όλοι μαζί για τα αμπέλια. Έπαιρναν μαζί τους όργανα, γκάιντες και νταβούλια, κρεμούσαν στα άλογα και στα μουλάρια κουδούνια και ξεκινούσαν. έστηναν τα όργανα σε ένα πλάτωμα δίπλα στο αμπέλι και τα άφηναν να παίζουν. Δούλευαν με κέφι και τραγούδι και όταν τελείωναν γυρνούσαν και τραγουδούσαν κάθε παρέα στο σπίτι του αφεντικού. Εκείνος τους δέχονταν με στρωμένο τραπέζι και άρχιζε το γλέντι. Έφερναν μαζί τους από το αμπέλι κληματαριές και πρασινάδες και στόλιζαν τα σπίτια. Για αστείο ο νοικοκύρης τους ζύγιζε για να δει πόσο θα φάνε και τους κοίταζε στα δόντια για να δει πόσο κρασί ήπιαν.
Τα σταφύλια τα πατούσαν σε ξύλινου ληνούς τους γκάντιους. Πριν αρχίσουν έκαναν το σταυρό τους και έλεγαν προσευχή, ο νοικοκύρης τους εύχονταν καλή δύναμη και αυτοί αντεύχονταν καλά μπερεκέτια. Υπήρχε και ένα ιδιαίτερο πάτημα, όχι με τα πόδια αλλά με ένα χοντρό ξύλο που το κρατούσαν στο χέρι. Τα σταφύλια αυτά προορίζονταν για να παράγει καθαρό αμόλυντο κρασί για την κοινωνία, για το άναμμα.» (Δ. Σ. Λουκάτος «Αμπελουργικά-λατρευτικά Στενημάχου» Αθήνα 1945-1946.)
«Ο τρύγος στην Αγχίαλο άρχιζε μετά την 15 Σεπτέμβρη. Το πρωί μετά το κολατσιό, ζεύανε την αραμπάτσα και πήγαιναν στα αμπέλια. Στρώνανε μουσαμά στην αραμπάτσα και τη γέμιζαν σταφύλια. Όταν γυρίζανε στο σπίτι χύνανε τα σταφύλια στα βουτσία (ξύλινα κοφίνια με χέρια), τα κοπάνιζαν με ένα χονδρό ξύλο (φορτοτούρα) και έπειτα τα πήγαιναν στο κατώι και τα άδειαζαν σε κάδο. Πολλές φορές συνόδευαν την αραμπάτσα με μουσική. Οι πλούσιοι έστελναν στα αμπέλια αμάξι που είχε απάνω κάδο για τα σταφύλια, στολισμένο με αμπελόφυλλα και λουλούδια του αγρού. Άλλοι πάλι μετέφεραν τα σταφύλια με επιμήκη μεγάλα ξύλινα κιβώτια (σαραπχανάδες) πάνω σε αμάξι.» (Θ Μαυρομάτη, «Αστική και αγροτική ζωή της Αγχιάλου» Αθήνα 1958)
ο Αρχαίος ληνός, το πέτρινο πατητήρι που έφεραν στο φως ανασκαφές, βρίσκεται βορείως του οικισμού του Άβαντα Αλεξ/πολης, περίπου στα 3 χλμ. από τον επαρχιακό δρόμο. Εκεί βρισκόταν αρχαίος οικισμός των Κικόνων Θρακών Το πατητήρι έχει εσωτερικές διαστάσεις 1,5 μ. Χ 2,3 μ. και βάθος 0,5 μ. Ξαναζωντάνεψαν τη λειτουργία του κάνοντας αναπαράσταση οι νέοι του τοπικού Συλλόγου.
Η οινοποίηση και η απόσταξη
Η οινοποίηση ήταν μια εργασία απλή αλλά μεθοδική που ξεκινούσε ταυτόχρονα με τον τρύγο και συνήθως από τους ίδιους εργάτες του τρύγου και για λογαριασμό του ιδιοκτήτη του αμπελώνα.
Το κρασί και οι Θράκες
Από την Αρχαιότητα ήταν ξακουστό το γλυκό θρακικό κρασί. Αργότερα, η κληματαριά, από την οποία παράγονταν, μεταφέρθηκε στην Ιταλία και στη Συρακούσα. Ο Αθήναιος αναφέρεται στον “Πόλλιο οίνο”, όπως αποκαλούσαν οι Σικελιανοί το γλυκό θρακικό κρασί. Ο Όμηρος περιγράφει πώς ο Μάρων δώρισε στον Οδυσσέα “… δώδεκα αμφορείς με γλυκό κρασί, θείο ποτό… όταν ήθελαν να πιουν από αυτό το κόκκινο κρασί, γλυκό σαν μέλι, γέμιζαν ένα ποτήρι και το αραίωναν με νερό σε αναλογία ένα προς δώδεκα και … ευχάριστη θεία ευωδιά σκόρπιζε παντού. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να συγκρατηθείς…“. Αυτές οι πληροφορίες για την αραίωση του οίνου μπορεί και να είναι υπερβολικές. Στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη συνήθως αραίωναν το κρασί με νερό σε αναλογία ένα προς τρία. “Βάρβαρη“ θεωρούνταν η συνήθεια των Θρακών να πίνων μη αραιωμένο κρασί και μάλιστα μονορούφι. Εδώ ανοίγουμε παρένθεση για να διευκρινίσουμε ότι τα αρχαία κρασιά ήταν εξαιρετικά πηχτά και δυνατά.
Το αποτέλεσμα μέθης με θρακικό κρασί ήταν ίδια με τη σημερινή. Ο Πλίνιος ο Νεαρός αναφέρει, ότι “από αυτά τα κρασιά ο πονοκέφαλος διαρκεί έως την έκτη ώρα (το μεσημέρι) της επόμενης μέρα
«Όλοι οι Θράκες είναι μεθύστακες», έγραψε ο Αθήναιος. Φυσικά αυτά τα λόγια του δεν πρέπει να εκλαμβάνονται κυριολεκτικά, ωστόσο για τις απίστευτες ικανότητες των Θρακών στο πιοτό συνηγορεί πλήθος αρχαίων συγγραφέων. Ας λάβουμε υπ’ όψιν, επίσης, ότι στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη η κατανάλωση κρασιού ήταν καθημερινότητα. Προφανώς, οι Θράκες έπιναν αρκετά περισσότερο, για να εντυπωσιαστούν τόσο πολύ οι χρονογράφοι.
Για την ικανότητά τους ν’ αντέχουν στο πολύ πιοτό συνηγορεί ένα έθιμο, το οποίο περιγράφει ο Ξενοφώντας. Πρόκειται για τον πολεμικό χορό, τον οποίο αποκαλούσαν «κολαβρισμό» που οι Θράκες αγαπούσαν να χορεύουν κατά τη διάρκεια συμποσίων. Οι χορευτές μιμούνταν πραγματική μάχη, χωρισμένοι σε ζευγάρια «… στο τέλος ο ένας χτυπούσε τον άλλο έτσι, ώστε ο καθένας νόμιζε πως πραγματικά σκότωσε τον άλλον, ενώ αυτός έπεφτε … επιδέξια…». Ο χορός είναι χορός, αλλά για να μιμηθεί κανείς πραγματική μάχη, με πραγματικό όπλο, μετά από πολλές προπόσεις και δυνατό κρασί, χρειάζονταν πολύ αστραφτερό μυαλό! Άλλωστε, πάλι ο Ξενοφώντας περιγράφει ένα συμπόσιο του βασιλιά Σέφτη, στο οποίο ήταν ο ίδιος μάρτυρας. Μετά τις πολλές προπόσεις και τους χορούς, στους οποίους συμμετείχε ο βασιλιάς, βγαίνοντας δεν είχε καν «… τη μορφή μεθυσμένου…».
Το κρασί συνόδευε και τους σύγχρονους τους Θράκες καθ’ όλη τη ζωή τους. Με το κρασί γιόρταζαν την εμφάνιση του νεογνού και πάλι με το κρασί αποχαιρετούσαν τον εκλιπόντα. Το κρασί ήταν τροφή για τον φτωχό, απόλαυση για τον πλούσιο και φάρμακο για τον καθένα. Ακόμη και ο σκλάβος δεν το στερούνταν.
Εκτός όμως από το κρασί και το τσίπουρο, μια σειρά από τροφές και άλλα προιόντα παράγονταν με βάση το κρασί και γενικά την αμπελουργία.
Πρώτα γινόταν τα πετιμέζια που ήταν η βάση για όλα τα υπόλοιπα. Φημισμένα ήταν σε ολόκληρη τη Θράκη τα πετιμέζια των Σαράντα Εκκλησιών.
Τα κρατούσαν σε κούπια και τα άνοιγαν την Σαρακοστή. Το καλοκαίρι έφτιαχναν σερμπέτια και τα έπιναν για να δροσίζονται. Φτιάχνανε μουσταλευριές με πετιμέζι και αλεύρι, ρετσέλια με όλα τα είδη λαχανικών και των φρούτων, Χαρδαλιές, σταφυλαρμιές ή σταφυλοτουρσή, από σειρές σταφύλια με σινάπι και μούστο και απλά κρεμαστά σταφύλια και σταφίδες για κεράσματα, αλλά και σουτζούκια ή μουσταλαμπάδες, ράμματα νήματος με καρύδια που τα περιέχυναν με πετιμέζι. Υψηλής θρεπτικής αξίας, προορίζονταν για το χειμώνα και κυρίως για την εποχή των μεγάλων νηστειών. Συνοδεύονταν από ξερά λιαστά φρούτα ή ξηρούς καρπούς.
Πελτές της Θράκης: βράζανε τον κιουκιουρτλίδικο στη φωτιά ωσότου να πάρι τη γλύκα. Αυτό λεγόταν ξερμπέτιασμα. Κατόπιν τον κρύωναν σε μια ταγάρα και μετά το βάζανε πάλι στη φωτιά με ένα ταβά, ρίχνανε νισιστέ και τον ανακάτευαν ώσπου γίνονταν πελτές. Κάποιες φορές είχαν έτοιμα ρετσέλια και τα έριχναν μέσα όσο έβραζε. Όταν κατέβαζαν τον ταβά από τη φωτιά βουτούσαν μέσα βασιλικό και άφηναν να πάρει το πετιμέζι τη μυρωδιά του.
Μουλαμάς της Θράκης: ήταν είδος χαλβά.
Ακόμη από το κρασί και τα άλλα οινοπνευματώδη που παράγονται από το αμπέλι, χρησιμοποιούνταν για να παραχθούν διάφορα για τροσόφια όπως,:
- Ως έμπλαστρο για τον πόνο των λεπτοφυών μερών
- Ως εμμηναγωγά
- Για το τσίμπημα οχιάς
- Για το έκζεμα
- Για πρόληψη πυρετού
- Για τον πόνο της καρδιάς
- Κτηνιατρικά γιατρικά για τα ζώα.
Η λατρεία του Αγ. Τρύφωνα
Ο Άγιος Τρύφωνας έχει καθιερωθεί ως ο Άγιος προστάτης των αμπελουργών, παρουσιάζεται μάλιστα στις νεώτερες αγιογραφίες να κρατά κλαδευτήρι.
Ο Αγ. Τρύφωνας, ο Αγ. Τρύφος όπως τον λέμε και αλλιώς οι Θρακιώτες, που γεννήθηκε στη Λάμψακο της Φρυγίας το 246 μ.Χ. και κάποια περίοδο μετακινήθηκε σε περιοχές της Αν. Ρωμυλίας και της Αν. Θράκης, που είχαν καλλιέργεια αμπελιών. Είναι φύλακας και προστάτης της αμπελουργίας και των περιβολιών γι αυτό στις εικόνες τον παρασταίνουν να κρατάει κλαδευτήρι.. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Ρωμυλίας ( Αγχίαλος, Σωζόπολη, Μεσήμβρια Στενήμαχος ...) που ζούσαν σε κατάφυτες από αμπέλια περιοχές να αγνοήσουν έναν τέτοιο Άγιο, που θα τους εξασφάλιζε την προστασία των αμπελώνων από πιθανές καταστροφές; Έτσι τιμόταν με ιδιαίτερες τελετές, ειδικά στις περιοχές της Αν. Ρωμυλίας, όπου ανθούσε η αμπελουργία, όπως στη Στενήμαχο, στα Άνω Βοδενά και την Κούκλαινα, στο Μελένικο, τη Ζώπολη (Σωζόπολη-Απολλωνία), την Αγχίαλο, τη Μεσηβρία, αλλά και σε περιοχές της Αν. Θρακης, όπως αυτή των Σαράντα Εκκλησιών και της Ραιδεστού. Μπορούμε να πούμε ότι ο Αγ. Τρύφος πήρε τη θέση που είχε στην αρχαιότητα ο Διόνυσος.
Στην Αγχίαλο και τη Ζώπολη, οι αμπελουργοί, και οι κηπουροί με τα «εσνάφια» τους τελούσαν στην εκκλησιά αγιασμό και αρτοκλασία με κόλλυβα. Τον αγιασμό αυτόν δεν τον έπιναν, μα ούτε τον έφερναν στα σπίτια τους, μον’ ράντιζαν τ’ αμπέλια τους.
Στη Στενήμαχο έσφαζαν το «κουρμπάνι» που ήταν συνήθως μοσχάρι η βόδι και μοίραζαν το κρέας σ’ όλη την κοινότητα. Ύστερα από τη λειτουργία στη μεγάλη πλατεία της πολιτείας έκαναν αγώνες πάλης για να τιμήσουν τον άγιο.
Η λατρεία του Αγ. Τρύφου συνδέεται με όλες τις φάσεις της αμπελοκαλλιέργειας.
Στο φύτεμα του αμπελιού , αμπελουργός φύτευε την πρώτη βέργα με τελετουργική τάξη και μυστικοπάθεια. 'Έκανε πρώτα το σταυρό του και ύστερα, καθώς την παράχωνε, έλεγε: « Ε μί του καλό. Καλό πιάσιμου. Οι Αη Τρύφους να βουηθάη». Μετά έπερνε κρασί εκλεκτό, που το έφερνε για τον σκοπό αυτό μαζί του, το έχυνε πάνω στο κλήμα, πότιζε το γύρω χώμα και έλεγε: «Καλά σταφύλια να καν' ς, Να πιάς΄ς κι να γιουργάης», δηλαδή να πιάσης και να ευδοκιμήσης,
Με την σπονδή αυτή στο Χριστιανικό Βάκχο ο αμπελουργός ήτανε βέβαιος, πως η φυτειά του θα πιάσει και θα πάει καλά.
Στο κλάδεμα του κλήματος: Το κλαδευτήρι δεν έμπαινε στ' αμπέλι πριν από την ημέρα του Αγίου Τρύφωνα. «Ταχυά μήν κλαδεύ' ς. Ας έρθ ' του Αη Τρύφου η μέρα πρώτα κι απέει πιάν' ς του σβανα στου χέρ’ σ».
Το πρώτο κλάδεμα γινόταν μετά το τέλος της λειτουργίας του Αγίου, πανηγυρικά και ομαδικά. Ακούστε πώς διηγιόταν την φάση του κλαδέματος ένας γέρος αμπελουργός, σε κάποια πόλη της Ανατ. Ρωμυλίας, στην οποία ήκμαζε η αμπελουργία.
« ... Σαν απουλνούσι η εκκλησιά, τραβούσαμι ούλ' για τ' αμπέλια μι τα λαλήματα κι τα μπακιά (Γκάιντες, νταούλια). Ιρχόταν κι Παπάδις αντάμα κι διάβαζαν στ' αμπέλια αγιασμό. Μεις τότις βγάζαμι απ' τα ζουνάργια μας τους σβαναδις κι αρχίζαμι του κλάδιμα, έτσ' για του καλό την πρώτ' μέρα. Όχ' πουλή ώρα. Κι λέγαμι ού ένας στουν άλλουν. Αϊ καλό μπόλνισμα (βλάστωμα) κι σταφύλια πιρσά. Κι αποκρινούταν ού άλλους. Μπουλάκ' να δώσ' ού Αη Τρύφους. Μαζί μας κειν ' την μερα ήθελαν ν' άρθ ' κι ού Πρόεδρους, κι Δήμαρχους κι άλλ' νοι. Πάμε να πεδείρουμι (να κόψουμι) βέργα λέγανι. Κι ού καθένας έπερνι μαζί τ' άπ' τ' άμπέλ' μια κληματίδα, πάηναν κι την άφηναν πάνω στο εικόνισμα του Αη Τρύφου. 'Απ' τις πουλλές κληματίδες χανόταν του προσώπου του Αη Τρύφου. Ύστερις, πιά δέν δούλευαν αυτή την ημέρα. Ούτι τν άλλ' νη». Το συστηματικό κλάδεμα άρχιζε από την 3η ήμερα.»
Και σήμερα προς τιμή του Αγ. Τρύφωνα γίνονται πολλές λατρευτικέ εκδηλώσεις, αγιασμοί, αρτοκλασίες, κουρμπάνια ιδιαίτερα στις προσφυγικές που κατάγονται από την Αν. Ρωμυλίας. Εντυπωσιακές είναι οι τελετουργίες των κουρμπανιών (αιματηρές θυσίες) που τις έφερνα από τις αγαπημένες πατρίδες τους και τις μεταφύτευσαν στις νέες πατρίδες τους.
Τελετές προς τιμή του Αγ. Τρύφου όπως τα κουρμπάνια, γίνονται και σήμερα, στη Γουμένισσα και την πόλη του Κιλκίς, στη Στενήμαχο Ημαθίας, στο Τρίλοφο, στη Γέφυρα, τη Ν. Μεσήμβρια και τη Ν. Αγχίαλο Θεσσαλονίκης, όπυ, όπως αναφέραμε παραπάνω εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Αν. Ρωμυλία.
Αυτό το μικρό αφιέρωμα δεν ήταν δυνατόν να γίνει χωρίς τις θαυμάσιες εργασίες ειδικών λαογράφων, οινολόγων όπως ο Π. Παπαχριστοδούλου, η Ελπινίκη Σταμούλη-Σαράντη, ο Φ. Αποστολίδης, ο Γεώργιος Βέκιος και άλλοι που ας μου συγχωρεθεί που δεν μπορώ να τους αναφέρω όλους και βέβαια η «δικιά» μας Ζέτα Θεοδωροπούλου.