Ο λαός μας πιστεύει, ακόμη και σήμερα, μ’ όλη την εξάπλωση του μηχανικού – τεχνολογικού εξοπλισμού, πως ο Αι-Γιάννης φέρνει τύχες. Ότι ο Άγιος φανερώνει το ριζικό του ανθρώπου, γι αυτό τον είπαν Ριζικάρη και Κλήδονα. Η λέξη Κλήδονας, είναι ίδια με την αρχαία Κληδόνα, δηλ. τη φωνή που τυχόν άκουε ξαφνικά κανένας και από κείνο το διοσημείο φανταζόταν πως οι θεοί του έστελναν κάποιο μήνυμα-μάντεμα που προσπαθούσε να το εξηγήσει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο σημερινός Κλήδονας είναι καθαρά κληρομαντεία όπως λέει και ο μεγάλος Γ. Μέγας.
Το θέμα αυτό δε μας απασχόλησε παρά μόνο για να σημειώσουμε τις λατρευτικές συνήθειες στα Θρακικά έθιμα σαν κατάλοιπα της αρχαίας Ελληνικής λατρείας.
Η γιορτή αυτή συνδέεται με την λαϊκή πίστη και λατρεία κι έχει την προέλευσή της στο θερινό ηλιοστάσιο. Το γύρισμα του χρόνου οι αρχαίοι λαοί το θεωρούσαν σημαντικό και επικίνδυνο για τη ζωή τους. Έτσι ζητούσαν να προφυλακτούν απ’ αυτό με μαγικούς τρόπους, να το κάνουν ακίνδυνο και να έχουν, ακόμη μια ευκαιρία να γνωρίσουν την τύχη τους.
Ο Κλήδονας είναι μια λαϊκή γιορτή που είναι γνωστότατη σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά στη Θράκη παρουσιάζει μερικές αξιόλογες παραλλαγές, όσον αφορά το τελετουργικό και γίνεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα και πίστη.
Στη Ζώπολη (Σωζόπολη) της Ανατολικής Ρωμυλίας, παραθαλάσσια πόλη στην Μαύρη Θάλασσα ένα κορίτσι, την παραμονή της γιορτής 24ης Ιούνη, που πρέπει απαραίτητα να έχει ζωντανούς και τους γονείς της (αμφιθαλής), θα πάρει θαλάσσιο νερό. Δηλαδή θα το φέρει κρυφά και δε θα μιλήσει σε κανέναν σ’ όλο το δρόμο έως ότου το αποθέσει στο ορισμένο σπίτι. Εκεί τα νέα αγόρια και κορίτσια θα ρίξουν το «Ριζικάρι» τους (δακτυλίδι, χάντρα, παραμάνα, σκουλαρίκι, κουμπί κ.λ.π.). θα σκεπάσουν έπειτα το δοχείο με κόκκινο μαντήλι και θα το αφήσουν εκτεθειμένο στο ύπαιθρο όλο το βράδυ «για να δγει το άστρο». Το πρωί ανήμερα τ’ Αιγιαννιού θα καλέσουν ένα αγόρι που έχει μάνα και πατέρα, για να βγάλει τα «ριζικάρια» που κρύβουν τα μυστικά των κοριτσιών. Ο Κλήδονας έτσι θ’ ανοίξει χαρούμενα μ’ ένα τραγούδι:
Ανοίξατε dο γκλήδωνα με τ’ Αι – Γιαννιού τη χάρη.
Σήμερα φανερώνονται οι καλορριζικάροι.
Στο Βασιλικό (Τσάρεβο) της Αν. Ρωμυλίας παραθαλάσσια κωμόπολη της Μαύρης Θάλασσας, που βρίσκεται 40 χιλιόμετρα νότια της Σωζόπολης, καθώς μας μαρτυρεί ο Δανιήλ Δανιηλίδης, ο Κλήδονας ήταν κάποτε πειρακτικός και κάποτε… σοβινιστικός!
Ανοίξαμε τον Κλήδονα στο Αγιαννιού τη χάρη
Και βγήκε ένας Βούλγαρης και κείνος γουρουνάρης…
Μια ιδιομορφία του Κλήδονα που γίνονταν στο Βασιλικό ήταν πως όταν τελείωνε η τελετή, τέσσερα κοριτσάκια κρατώντας από μια ανθοδέσμη μολόχες και από ένα ραβδί, που στην κορυφή έδεναν ένα άσπρο σεντόνι, σχημάτιζαν μια ομπρέλα. Κάτω απ’ αυτή την ομπρέλα ήταν ένα κοριτσάκι που κρατούσε τον Κλήδονα. Έτσι πήγαιναν στα σπίτια του χωριού και τα ράντιζαν.
Παρόμοια εκδήλωση με τα τέσσερα κοριτσάκια γινόταν και στην Αγαθόπολη της Αν. Ρωμυλίας, επίσης παραθαλάσσια πόλη στη Μαύρη Θάλασσα όπως αναφέρει ο Παν. Χατζηγεωργίου, και τον έλεγαν Καλόχρονο.
Σήμερα που ‘ ναι τ’ Αηγιαννιού, που ‘ ναι μεγάλη μέρα,
Ανοίξατε τις πόρτες σας να πούμε καλημέρα…
Στην Στενήμαχο τον Κλήδονα τον έλεγαν Καληνύτσα. Τα κορίτσια διάλεγαν κάποια από τις πιο μικρούλες κοπελιές και την έντυναν σα νύφη κι ενώ την περιέφεραν στην εξοχή τραγουδούσαν:
Καληνύτσα στολισμένη δώδεκα χρονώ,
Δώδεκα χρονώ την πήρε ο γιανίτσαρος
Που στα μάρμαρα πατούσε και κουρνιάχτιζε
Μες στα σύννεφα κρυβιούνταν κι αστροδόξαζε…
Ο Κοσμάς Μυρτίλος Αποστολίδης εξηγεί το έθιμο αυτό ότι προήλθε από την εποχή της Τουρκοκρατίας\ και του γιανιτσαρισμού.
Πιο εμπεριστατωμένα μας μίλησε για την Καληνύτσα της Στενημάχου ο Δ. Κ. Βογαζλής, ο οποίος την περιγράφει κάπως διαφορετικά και δεν θεωρείται απαραίτητο, σ ‘αυτό το αφιέρωμα, να επεκταθούμε σ ‘ αυτή την «κόντρα» με τη γνώμη του Βλάση Σκορδέλη.
Καληνύτσα την έλεγαν και στην Αδριανούπολη, όπως αναφέρθηκε πρώτος σ΄ αυτήν ο Κωνσταντίνος Κουρτίδης στη Θρακική Επετηρίδα της Πόλης.
Τώρα να πούμε ότι το άναμμα της φωτιάς και το πήδημα είναι κατάλοιπο της πανάρχαιης ηλιακής μαγείας που ανακρατήθηκε στις φωτιές σ’ όλο τον κόσμο κυρίως πέφτουν στα ηλιοστάσια και της ισημερίες.
Στη Θράκη τις φωτιές γενικά τις λένε μπουμπούνες. Όπως μας περιγράφουν σημαντικοί λαογράφοι, εθνολόγοι κ.λ.π. όπως ο Κουρτίδης και αυτό γίνονταν και σε άλλες εκδηλώσεις των Θρακών όπως οι αποκριές κ.,λ.π.
Ο Προφήτης Αι – Λιας και η Περπερούνα
Ο προφήτης Ηλίας θεωρείται έφορος της βροχής. Αυτόν επικαλούνται και σ ‘ αυτόν θυσιάζουν οι Θρακιώτες χωρικοί. Στη θρακική λαϊκή λατρεία που χτίστηκε πάνω στη λατρεία της βροχής είναι και η ομοιοπαθητική μίμηση της τέλεσης της Περπερούνας. Η αγωνία και το άγχος για τους γεωργούς σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν να προκαλέσουν τη βροχή σε εποχή ξηρασίας.
Οι αρχέγονοι λαοί έβρισκαν χιλιάδες τρόπους «μαγικούς» για να πετύχουν να βρέξει. Ειδικά στην ελληνική αρχαιότητα ανιχνεύουμε το έθιμο στα τελεστήρια του Λύκαιου Δία, στη λατρεία του Λαφυστίου Δία, καθώς και του ομότιμου της Βοιωτίας που συνδέεται με το μύθο του Χρυσόμαλλου Δέρατος.
Περιγράφοντας την Περπερούγκα ο Ιωάννης Μαγκριώτης στο μελέτημάτου Ήθη και έθιμα και προλήψεις του χωρίου Ευκαρίου (Αφκαριού), μας αναφέρει το έθιμο για την ανομβρία. Γινόταν, λέει, μια λιτανεία από κορίτσια. Ανάμεσά τους διάλεγαν ένα φτωχό κι ορφανό κορίτσι. Το έντυναν με χλωρά κλαριά δρυός, ενώ οι άλλες έπαιρναν στα χέρια ένα μπακίρι (χάλκινο δοχείο) που το γέμιζαν με νερό. Έτσι ξεκινούσαν για τον τόπο της συγκέντρωσής τους. Πρώτα-πρώτα η πομπή έπρεπε να επισκεφθεί την εκκλησία και έπειτα όλα τα σπίτια του χωριού. Στο δρόμο τραγουδούσαν και κατέβρεχαν κάθε κοπέλα και διαβάτη που θα συναντούσαν.. στη διαδρομή και στην επίσκεψη μάζευαν και φιλοδωρήματα από τις σπιτονοικοκυρές. Το τραγούδι που τραγουδούσαν είναι αληθηνό ποιητικό διαμαντάκι του λαού μας:
Πεπερούγκα τριγυρίζει-μέσα στο χωριό
Τον Θεό παπακαλεί-για να βρέξει μια βροχή
Για να γίνει το κριθάρι-το κριθάρι το σιτάρι
Και το όψιμο κεχρί-για να κάμωμε ψωμί
Να το φαν τα ορφανά-τα ορφανά και τα φτωχά
Το έθιμο της Περπερούνας γινόταν σ’ όλη τη Θράκη.
Πηγές-βοηθήματα
1. Κώστα Θρακιώτη: Λαική πίστη και λατρεία στη Θράκη
2. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου: Συμπόσια Λαογραφίας
Στο επόμενο το έθιμο του Καλόγερου.