Μια ημέρα, αρχές Νοέμβρη θα ήταν, τον είδα σκεπτικό κι ολιγομίλητο. Το πρόσωπό του πικραμένο με τον πόνο επάνω του αποτυπωμένο. Ρούφαγε το τσιγάρο του με βαθιές ανάσες τραβηγμένες. «Νικολάκι» μου λέει, «πάμε κάπου να μιλήσουμε οι δυο μας. Οι μέρες αυτές είναι βαριές». Το θεώρησα μεγάλη μου τιμή και ανταποκρίθηκα με χαρά στην πρόσκλησή του.
«Ο Νοέμβρης -μου λέει – είναι ο πιο βαρύς μήνας για μένα. Θυμάμαι την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ήμουν φοιτητής μαθηματικών τότε, στο δεύτερο έτος. Ήμουν οργανωμένος και συμμετείχα στα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ήταν προχωρημένα μεσάνυχτα όταν το τανκ της χούντας γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου και μπήκε στον προαύλιο χώρο. Χαμός και σκοτωμός μεγάλος, άνθρωποι πεσμένοι καταγής και οι πυροβολισμοί βροχή από ελεύθερους σκοπευτές, κρυμμένους. Μια σφαίρα, δεν ξέρω από πού με βρήκε στο γόνατο και από τότε κουτσαίνω.
Δεν σου κρύβω πως για μια στιγμή φοβήθηκα. Δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου. Σύρθηκα με όλες μου τις δυνάμεις, με το πόδι μου να αιμορραγεί, ώσπου βγήκα έξω στο δρόμο. Ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, να μην μπορώ να κάνω ένα βήμα. Εκείνη την ώρα σταματά δίπλα μου ένα ταξί κι ο οδηγός του με φωνάζει: «Τι κοιτάς; Μπες γρήγορα μέσα. Θα σε πιάσουν». «Πονώ, δεν μπορώ» του λέω. Κατεβαίνει αμέσως, με σηκώνει και με ξαπλώνει στο πίσω κάθισμα. «Πάμε κατευθείαν για νοσοκομείο. Θα περάσουμε από στενά δρομάκια, γιατί παντού υπάρχουν μπάτσοι».
Δεν προχωρήσαμε πολύ, ώσπου πέσαμε πάνω σ' ένα μπλόκο αστυνομικών. Ο άγνωστος ταξιτζής, χωρίς να χάσει στιγμή, σταματά και κάνει αναστροφή. Κι επειδή ο δρόμος ήταν στενός, χρειάστηκε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του να σπάσει μια τζαμαρία για να χωρέσει να στρίψει το αυτοκίνητο. Φαινόταν ότι γνώριζε καλά την Αθήνα. Για τη ζημιά που έπαθε το ταξί του, δεν είπε κουβέντα.
Σε λίγο φθάσαμε σ' ένα εφημερεύον νοσοκομείο. Με κατεβάζει γρήγορα από το αμάξι και φωνάζει μια νοσοκόμα. Σε λίγο ήρθε μια νεαρή κοπέλα. «Είναι επικίνδυνα εδώ, πρέπει να σε κρύψω, πρώτα στα νοσοκομεία ψάχνουν για τραυματίες». Με έβαλε βιαστικά σ' ένα καρότσι και με κατέβασε κάτω στο υπόγειο. Άνοιξε την πόρτα μιας αποθήκης και με έκλεισε μέσα. «Εδώ, είσαι ασφαλής», μου είπε. Κανείς δεν πρόκειται να σκεφθεί ότι σε έκρυψα εδώ. Κάθε λίγο ερχόταν και μου άλλαζε το τραύμα. Το πρωί θα σε δει και χειρουργός. Όλη τη νύχτα η κοπέλα αυτή δεν έλειψε από κοντά μου. Με στάθηκε καλύτερα κι από μάνα κι αδερφή.
«Γιατί κινδυνεύεις για μένα;» της ρώτησα. «Θα βρεις τον μπελά σου, αν το καταλάβουν». Τότε με κοιτά με βλέμμα αγνό, καθαρό και μου λέει: «Εσύ, ένα παιδί στα 22 σου κινδύνεψες να χάσεις τη ζωή σου για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Εγώ τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στην Μακρόνησο, όπου εκεί με γέννησε η μάνα μου, ως πολιτική κρατούμενη. Δεν μπορώ να σε αφήσω, μας ενώνουν κοινοί αγώνες. Δεν θα τους αφήσω να σε πιάσουν, είπε με μάτια δακρυσμένα...
Ο Γιάννης Στίκας, αυτό είναι το όνομά του ζει σήμερα κάπου στα Καλάβρυτα, αφότου επέστρεψε από τη Σουηδία. Όσοι Νοέμβρηδες κι αν περάσουν θα θυμάμαι πάντα αυτήν την ιστορία. Η ψυχή του Γιάννη παρότι πέρασαν τόσα χρόνια παραμένει ακόμη παιδική. Τρέφει ακόμη όνειρα και οράματα. Πριν λίγες ημέρες μου έστειλε με έναν κοινό μας φίλο χαιρετισμούς, κι ήταν η αφορμή που με ώθησε να γράψω δύο λόγια για αυτόν, που σ' όλη του τη ζωή στη φαρέτρα των ιδανικών του κουβαλά αξίες δυσεύρετες για την εποχή μας.
Δευτέρα, 08 Νοεμβρίου 2021 21:28
Ο Γιάννης του Πολυτεχνείου
Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης, δάσκαλος-συγγραφέας.
Μέρες σαν κι αυτές, μέρες εξέγερσης του Πολυτεχνείου κατά της χούντας, ο νους μου πάει πίσω στα περασμένα για να ανασύρει από το θησαυροφυλάκιο της μνήμης στιγμές φωτεινές σαν φανοστάτες στην πορεία της ζωής και το άγνωστο διάβα της.
Ήταν-θυμάμαι- δεκαετία του 1980, όταν νέος δάσκαλος τότε και πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Εκπαιδευτικών Σουηδίας, γνώρισα έναν συνάδελφο με λόγο λαϊκό και εύληπτη ακαδημαϊκή γλώσσα. Ένα μορφωμένο και ιδεολογικά καταρτισμένο παιδί, που όταν μιλούσε για πολιτική, συνέπαιρνε το νου μας.