Κάποια στιγμή, την ώρα που το καραβάνι των κατατρεγμένων Αρμενίων περνούσε από τη Ρεφαγιά, η μάνα Αρμένισσα με την άκρη του ματιού της είδε έναν άνδρα. Από την εμφάνισή του κατάλαβε πως ήταν Έλληνας. Έδειχνε καλοσυνάτος, κι είχε βλέμμα συμπονετικό. Ήταν ο Αναστάσιος Ιασονίδης (Αναστάσ' αγάς), από το σόι των Τσοκαλικάντων. Ένας πετυχημένος μεγαλέμπορος με πάνω από 15 μαγαζιά στη Νικόπολη, τη Σαμψούντα και τη Ρεφαγιά, με τεράστια προσφορά στον ελληνισμό της Ρεφαγιάς σε κοινωνικά, φιλανθρωπικά και δικαστικά θέματα.
Ήταν, επίσης, ψάλτης στην εκκλησία και έχαιρε της εκτίμησης των αγάδων της περιοχής. Στα χρόνια της γενοκτονίας, του πρότειναν να αλλαξοπιστήσει, για να σώσει την οικογένειά του και την περιουσία του. Εκείνος δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή. Φυγάδευσε τα παιδιά του στην Ελλάδα και ήρθε αργότερα και ο ίδιος με περιουσία όλο κι όλο δύο ευαγγέλια, από τα οποία το ένα κάηκε στα λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς, όπου κι άφησε την τελευταία του πνοή.
Μια σκέψη φώτισε με μιας τον ταραγμένο νου της Αρμένισσας. Έτρεξε κοντά του και με τρεμάμενη φωνή του ζήτησε να του αφήσει το μεσαίο της παιδί, το μικρό Νικόλα: «Μας κυνηγούν να μας σφάξουν. Ο Νικόλας μου είναι μικρός και δεν μπορεί να μας ακολουθήσει. Ο μεγάλος μου τα καταφέρνει και το βρέφος το κρατώ στην αγκαλιά μου. Σε παρακαλώ, καλέ μου Έλληνα, στο όνομα του κοινού μας Θεού, κράτησε το παιδί μου. Παρ' το μαζί με τα δικά σου. Κι αν γλυτώσω, θα έρθω πίσω να το πάρω. Δεν έχω πού αλλού να το αφήσω. Έχασα όλους τους δικούς μου, αφέντη μου, σώσε το παιδί μου, σε ικετεύω».
Η πράξη της μάνας να αφήσει το παιδί της στη σιγουριά της φροντίδας ενός ξένου, ήταν σωτήρια για το παιδί και λυτρωτική για την ίδια. Αναπτερωμένη, με νέα ορμή, ανασήκωσε τους ώμους και όρμησε μπροστά, σφίγγοντας το βρέφος στην αγκαλιά της. Δεν σκέφτηκε στιγμή ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος. Δεν δείλιασε, δεν έκλαψε.
Η καμπάνα της ανθρωπιάς ήχησε δυνατά στα αυτιά του Αναστάσ' αγά, όταν είδε το φόβο του Νικόλα να μεταμορφώνεται σε δάκρυα και να πλημμυρίζει τα μάτια του. Τα χέρια του έγιναν τανάλιες κι έσφιξαν με όλη τους τη δύναμή το μικροκαμωμένο κορμί του παιδιού, που τρανταζόταν από τους λυγμούς, καθώς αναζητούσε τη μάνα του φωνάζοντας «μάιρ, μάιρ», που στην αρμένικη γλώσσα σημαίνει μάνα. Μέσα σε λίγες στιγμές, και μέσα στη ζεστή αγκαλιά του Αναστάσ' αγά, ο Νικόλας σταμάτησε το κλάμα, αποτραβήχτηκε λίγο και τον κοίταξε με μια πρωτόγνωρη ωριμότητα στα μάτια. Τα είπαν όλα με τα μάτια. Έτσι έπρεπε να γίνει κι έτσι έγινε. Για το σπλαχνικό αυτόν άντρα, το γεγονός ότι έβαζε τη ζωή τη δική του και της οικογενείας του σε κίνδυνο, σε περίπτωση που το μάθαιναν οι Τούρκοι, ερχόταν σε δεύτερη μοίρα.
Ο Αναστάσ' αγάς κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στη μάνα. Ανέθρεψε το Νικόλα, σαν να ήταν δικό του παιδί. Στην αρχή τον είχαν κλεισμένο στο σπίτι, υπό την επίβλεψη πάντοτε ενός μεγάλου, μην τυχόν και βγει στο δρόμο και μιλήσει αρμένικα και το αντιληφθούν οι Τούρκοι. Στην περίπτωση αυτή κανείς από την οικογένεια του δεν θα έμενε ζωντανός.
Λένε ότι η ανθρωπιά του καθενός αξίζει όσο και ο κίνδυνος που αναλαμβάνει για να την υπερασπιστεί. Ο Αναστάσ' αγάς δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να μην απλώσει χέρι σωτηρίας σ' ένα κυνηγημένο παιδί. Έγινε ποτάμι αγάπης ο ίδιος και η οικογένειά του, που κατέκλυσε την ψυχή του Νικόλα. Φως και πατρική στοργή στο δρόμο της ζωής του. Τα χρόνια κύλησαν αργά, ακολουθώντας τις μεταμορφώσεις του φεγγαριού. Η Αρμένισσα μάνα δεν επέστρεψε ποτέ. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε η ίδια και τα παιδιά της. Η μπόρα της εποχής έσβησε όλα τα ίχνη. Ο μικρός Νικόλας ρίζωσε βαθιά στην ψυχή του Αναστάσ' αγά και έγινε κλωνάρι της οικογένειάς του. (απόσπασμα από το βιβλίο της Αρχοντούλας και του Νίκου Κωνσταντινίδη, Οι Ρίζες μας).