Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024, 1:20:36 πμ
Σάββατο, 17 Ιουλίου 2021 22:27

Το αρχαιότερο των επαγγελμάτων στο Κιλκίς – μέρος ΙΙ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης.

«Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα» λέει η γνωστή παροιμία, αλλά στο Κιλκίς της δεκαετίας του 30 υπήρχαν μόνο καμπάνες και όχι πουτάνες, αφού η πορνεία ήτοι «η επί χρήμασι και άνευ ουδεμίας προτιμήσεως παράδοσις του γυναικείου σώματος προς γενετήσιον ομιλίαν εις διαφόρους άνδρας αλληλοδιαδόχως και κατά την αυτήν εποχήν», σύμφωνα με τον ορισμό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, ήταν ανεπιθύμητη.

Και πώς να μην είναι μια πόρνη persona non grata σε μια κοινωνία που η σεξουαλικότητα εξακολουθούσε να νοείται μόνο στο πλαίσιο των συζυγικών σχέσεων, με κύριο σκοπό την αναπαραγωγική διαδικασία και οποιαδήποτε συμπεριφορά δε συμφωνούσε με αυτό το μοντέλο θεωρούνταν αποκλίνουσα και έπρεπε να στιγματισθεί και να κυνηγηθεί, ώστε να εξαλειφθεί; Έτσι οι καμπάνες των εκκλησιών της πόλης και φυσικά η μεγάλη ρώσικη καμπάνα των 4.2 τόνων που βρισκόταν αναρτημένη σε ξύλινο ικρίωμα στο λόφο του Αη Γιώργη, δεν χτύπησαν χαρμόσυνα όταν ιδρύθηκε ο πρώτος νόμιμος ομαδικός οίκος ανοχής στην πόλη.

Το μπορντέλο αυτό βρισκόταν στην σημερινή οδό Β. Ρώτα, που τότε ονομάσθηκε οδός Αφροδίτης, ονομασία που σαφώς παρέπεμπε σε αυτό. Στεγαζόταν σε ένα επίμηκες ορθογώνιο κτίριο, η εσωτερική διαρρύθμιση του οποίου εξυπηρετούσε και τη χρήση του. Το μεγάλο σαλόνι κυριαρχούσε στο εσωτερικό του και κατά μήκος του ήταν παραταγμένα τα δωμάτια, όπου πραγματοποιούνταν η σύντομη ερωτική συνεύρεση. Στο σαλόνι υπήρχαν καρέκλες και καναπέδες για τους πελάτες, τραπεζάκια με σταχτοδοχεία, πίνακας με το ονόματα των «κοριτσιών» όπου σημειωνόταν αν ήταν διαθέσιμες ή όχι, καθώς και φωτογραφίες τους.

Στον ομαδικό αυτό οίκο ανοχής το γενικό πρόσταγμα είχε η ιδιοκτήτρια, που αποκαλούνταν μαντάμα ή ματρόνα και το όνομα της ήταν Πάτρα. Όλοι στο Κιλκίς γνώριζαν το μπορντέλο της Πάτρας και μάλιστα υπάρχει και ένα σχετικό ανέκδοτο. Κάποια φορά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κρηστώνης κάποιος Κιλκισιώτης είδε να κατεβαίνουν από το βαγόνι δυο άγνωστες κοπέλες, βαμμένες και ντυμένες κάπως προκλητικά.

- Από πού είστε κορίτσια; τις ρώτησε.

- Από την Πάτρα, απάντησαν εκείνες.

- Αμ, καλά το κατάλαβα εγώ ότι είστε πουτάνες, μονολόγησε αυτός.

Εκτός από τις πόρνες εκεί δούλευε και η υπηρέτρια, η λεγόμενη τσατσά, από τη λέξη τσάτσα που σήμαινε θεία. Σύμφωνα με πληροφορίες παλιών Κιλκισιωτών – οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς τους δεν πήγαιναν οι ίδιοι αλλά έχουν ακούσει από άλλους! - δούλευαν γύρω στις 20 κοπέλες και γυναίκες ηλικίας από 15 έως 35 ετών. Οι γυναίκες αυτές σύμφωνα με το ν. 3032 της 12/25 Αυγούστου 1922 «περί ασέμνων γυναικών και περί των μέτρων προς καταπολέμησιν των αφροδισίων νοσημάτων», αφού εργάζονταν σε αναγνωρισμένο οίκο ανοχής έχοντας την πορνεία σαν κύριο επάγγελμα, χαρακτηρίζονταν «κοινές».

Οι εργαζόμενες στο πορνείο «έβαφαν τα νύχια τους και φορούσαν ρολόγια», που αξιολογούνταν ως ανεπίτρεπτο το πρώτο και ασυνήθιστο το δεύτερο για τις έντιμες γυναίκες. Είχαν εμμονή με την καθαριότητα, όπως όλες οι πόρνες, εξ ου και ο χαρακτηρισμός παστρικιές. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «το μπουρδέλο» που έγραφε: «Η πόρνη φροντίζει να διατηρείται πεντακάθαρη και φρεσκομακιγιαρισμένη. Η πόρνη, μετά από κάθε συνουσία, πλένεται (όμως, ποτέ επί παρουσία του πελάτη). Η πόρνη ραντίζεται με διάφορα πατσουλιά για να μοσχοβολάει». Λύση γι’ αυτή τους τη συνήθεια αποτελούσε το Λουτρό, που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το πορνείο, και πήγαιναν εκεί για λούσιμο, φυσικά σε διαφορετικές ώρες από τους άνδρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν οι μοναδικές πελάτισσες του λουτρού καθώς οι Κιλκισιώτισσες δε συνήθιζαν να το επισκέπτονται.

Τα ονόματα τους ήταν ψεύτικα ή υποκοριστικά, ενώ στο σινάφι τους ήταν γνωστές με επίθετα που παρέπεμπαν στον τόπο καταγωγής τους.

Τις ελεύθερες ώρες τους σύχναζαν στο παρακείμενο καφενείο του μπάρμπα-Μιλτιάδη, τη γνωστή «Γαλλία», που έβγαζε τραπεζάκια στην πλατεία. Εκεί είχαν την ευκαιρία να πειράζουν τους περαστικούς που ήταν πελάτες τους λέγοντας «Που χάθηκες;», «Καιρό έχουμε να σε δούμε» και άλλα που δεν γράφονται. Εκείνοι, φυσικά, προσποιούνταν ότι δεν τις γνωρίζουν και δεν τολμούσαν να αντιμιλήσουν, γιατί γνώριζαν την αλήθεια της παροιμιακής ρήσης «Η πουτάνα κάνει τόσα κι έχει και μεγάλη γλώσσα».

Τακτικότεροι πελάτες σε αυτό το ένα και μοναδικό προπολεμικό πορνείο του Κιλκίς, όπως γράφει ο Λύσανδρος Φάσσος, ήταν οι φαντάροι: «Όλος τούτος ο φανταρίστικος κόσμος συνωστιζότανε, ώρες, εκεί στην κάτω μεριά του παζαριού, στο «σπίτι με τα κορίτσια», κείνο το γνωστό ισόγειο μακρουλό κτίριο με τα μικρά παραθυράκια. Δεκάδες φαντάροι κάνανε «γιούργια» στη μεγάλη δίφυλλη ανατολική πόρτα του και αναγκάζανε τα «κορίτσια» να την αμπαρώνουν, τάχατες δε δουλεύει το μαγαζί, να διαολοστέλνουν από μέσα και ν’ ακούνε βρισίδι δεκατέσσαρες γενιές από τη φανταρία».

Το 1937 η εγκατάσταση του συντάγματος ιππικού στην πόλη αναζωογόνησε τον κύκλο εργασιών του οίκου ανοχής. Όπως σκωπτικά αναφέρει ο Σταύρος Λίβας «ο ερχομός τόσων … ιππέων είχε σαν άμεση συνέπεια να επεκταθεί ο «Οίκος της Αφροδίτης» και να εφοδιαστεί με νέο υλικό και, ανάλογο σε αριθμό, με τη ζήτηση». Οι επιδόσεις των στρατευμένων παιδιών της πόλης μας, γιατί εκείνη την εποχή οι στρατιώτες υπηρετούσαν στον τόπο καταγωγής τους, αποδεικνύει ότι οι μάγειρες, κατόπιν εντολών των ανωτέρων τους, δεν έριχναν στην καραβάνα με το συσσίτιο «αντικούκου» το οποίο μειώνει τη στύση, όπως παραδόξως πιστεύουν ότι γίνεται όλοι οι νεοσύλλεκτοι.

Το πορνείο δούλευε και τις Κυριακές και όπως γράφει ο Λίβας γινόταν κανονική στρατιωτική παρέλαση προ των πυλών του: «Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να συγκριθεί με το θέαμα που παρουσίαζε η κυριακάτικη «κάθοδος» τους προς το «ναό της Αφροδίτης», τα «προστυχεία», όπως τα ‘λεγε ο κόσμος. Το μακρόστενο κτίριο με τα μικρά παράθυρα και την κίτρινη όψη του, που έπιανε όλη την κάτω μεριά της πλατείας όπου γινόταν το παζάρι, γνώριζε τη μέρα αυτή μεγάλες «πιέννες». Οι φαντάροι μπαινόβγαιναν με τέτοιο ρυθμό που, κάποιος που δεν ήξερε, θα νόμιζε ότι ήταν στρατώνας. Πολλές φορές μάλιστα, σχηματιζόταν και ουρές μέχρι έξω, το δρόμο».

Τι απέγινε στη συνέχεια με αυτόν τον οίκο ανοχής δεν γνωρίζω. Γνωρίζω όμως κάποια πράγματα για τον επόμενο οίκο ανοχής που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 50 και έτσι η «μπουρδελότσαρκα» στην ερωτική ιστορία της πόλης μας θα συνεχιστεί και με τρίτο κείμενο.