Το φως της γέννησης του Θεανθρώπου, γεμίζει χαρά τις καρδιές μας και δίνει μαγεία στις χρονιάρες ημέρες, φωτίζοντας και φωτογραφίζοντας την ομορφιά. Όμως πολλές φορές φωτίζει και την θλίψη, αυτήν κυρίως της μοναξιάς.
Ο μοναχός άνθρωπος, μοιράζεται τον πόνο του, με άψυχα αντικείμενα ενός σπιτιού που άλλοτε έσφυζε από ζωή. Μιλά με φωτογραφίες, που όμως είναι χαρτιά και δεν μιλούν, δεν απαντούν στο κάλεσμά του. Βλέπει οράματα, που τελευταία κυριαρχούν στο κενό της καρδιά του, που έχουν κατακλύσει την αδειανή από συγγενική και φιλική παρέα. Οι σκέψεις των ανθρώπων που του λείπουν, έγινε αιτία το φαγητό που ετοίμαζε, να ξεπεράσει το ροδί χρώμα και να ντυθεί με το μαύρο χρώμα, που ίσως ταιριάζει κάπως με την ψυχή του, που τελευταία δεν περιμένει τίποτα και δεν ενοχλεί καθόλου που θα γευθεί την πίκρα του καμένου φαγητού.
Ο άνθρωπος απολαμβάνει την ζωή με τους ανθρώπου του, μ’ αυτούς που συναλλάσεται στη ζωή. Μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι γύρω, κι όμως νοιώθει μόνος, νοιώθει μοναξιά, γιατί του λείπουν οι δικοί του. Με τους ανθρώπους που αγαπά κανείς θέλει να ζει και να απολαμβάνει την χαρά της ζωής και τα θαύματα της. Τότε τα φώτα τον γεμίζουν ευτυχία, του δίνουν το συναίσθημα της χαράς. Όμως τα ίδια φώτα μπορεί να τον τυφλώσουν, όταν οι ακτίνες αυτές τον βρούνε ΜΟΝΟ, στην παγωμένη μοναξιά του. Η μοναξιά, δεν αντέχεται εύκολα, οδηγεί πολλές φορές σε απόγνωση, σε δυσάρεστους ατραπούς.
Κι’ απ’ τον θάνατο ακόμα, πιο πικρή ’σαι μοναξιά.
Πολλές φορές λέμε αντίο, το αντίο όμως, δεν πρέπει να είναι μακρύ, γιατί τότε πονάει, χωρίζει ανθρώπους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Βλέπεις τον κόσμο δίπλα σου, νάναι χαρούμενος κι εσύ δεν έχεις αυτήν την χαρά, βλέπεις την οικογενειακή θαλπωρή που υπάρχει σε κάποιους, ενώ εσένα σου λείπει και τότε γονατίζεις και φτάνεις στα άκρα της υπομονής σου.
Στις γιορτές, ιδία στις χρονιάρες ημέρες, τονίζεται – φαίνεται περισσότερο η απουσία των δικών σου ανθρώπων και πονάς περισσότερο.
Το φως στο τούνελ φέτος, φάνηκε λιγοστό, για την κυρά – Μάρω, δεν φάνηκε κανείς, δεν ήρθε κανείς, παρότι πέρασαν τα Χριστουγέννα και η Πρωτοχρονιά, όλα στο ίδιο σκοτεινό μοτίβο. Παρ’ ότι περίμενε είχε την ελπίδα «δεν μπορεί, θα έρθουν» σκέφθηκε. Η υπομονή της κρατά την κυρά – Μάρω όρθια και τους περίμενε.
Περιμένει αυτούς που την εγκατέλειψαν, σ’ αυτούς που αφιέρωσε μεγάλο κομμάτι της ζωής της. Η ελπίδα περιμένει πολύ.
Στεκόμαστε καμιά φορά αχάριστοι και πολλές φορές, αυτή η αχαριστία πονάει και λερώνει ακόμη και το πιο άσπρο χιόνι.
Η παρουσία των δικών μας ανθρώπων είναι το βάλσαμο στο γονιό που περιμένει στα κρύα βράδια του να δει το φως, μια ηλιαχτίδα φωτός, για να φύγει η παγωνιά που τον κυριεύει, όσο περνούν τα χρόνια και σιγά – σιγά να γίνεται ακίνητο παγόβουνο.
Στην ομορφιά των εορτών, κάλεσε, μαζί σου, όσους μπορείς, εκεί είναι το κρυμμένο μεγαλείο, στην αλληλεγγύη, στην συμπαράσταση των αδυνάτων και ανήμπορων ανθρώπων, εκεί είναι η μεγαλοπρέπεια, η ευσπλαχνία και η αγάπη στον άνθρωπο.
Στο γιορτινό τραπέζι, κάλεσε έστω έναν ανήμπορο, να γευτεί την χαρά, που του λείπει ακόμη και το γεμάτο πιάτο, που του λείπει. Κυρίως η οικογενειακή θαλπωρή και η μοναξιά τον συντρίβει, τον λεηλατεί.
Τότε θα αισθανθείς κάθε είδους μεγαλείο, θα δεις αίσθημα χαράς και ευτυχίας να σε πλημμυρίζει και το πρόσωπο του φιλοξενούμενου σου να φωτίζεται, με ένα μεγάλο φωτοστέφανο, θα δεις ξεκάθαρα τον Χριστό.
Έχουν μαγεία οι χρονιάρες ημέρες. Η πυξίδα των ανθρώπων πρέπει να είναι η αγάπη που δεν κόβεται αλλά μεταδίδεται.
Ο διάλογος είναι μια φυσική ανάγκη για τον άνθρωπο που έχει τόση σημασία για το πνεύμα, όσο έχει η αναπνοή για το σώμα και πρέπει να πιστεύουμε πως: Ο ΕΛΕΩΝ ΦΤΩΧΟΥΣ ΘΕΟΝ ΔΑΝΕΙΖΕΙ.
Τετάρτη, 05 Φεβρουαρίου 2014 01:11