Πινέλης Κώστας
Κώστας Βάρναλης: Ο οδηγητής ποιητής του λαού Ο Κονταρομάχος των φτωχών
Του Κώστα Πινέλη
(Αφιέρωμα για τα 40 χρόνια από τον θάνατό του)
Ηταν Δευτέρα 16 του Δεκέμβρη 1974, το απόγευμα, και το θέατρο «Αλίκη» είχε πλημμυρίσει μέσα κι έξω από κόσμο. Τόσος κόσμος που ήταν αδύνατο να χωρέσει ακόμη και σε άλλο χώρο με διπλάσια και τριπλάσια χωρητικότητα. Χρειαζόταν στάδιο, έγραψαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες.
Τούτος ο κόσμος είχε έρθει να τιμήσει έναν δικό του άνθρωπο, τον μπαρμπα-Κώστα. Εναν δικό του ποιητή, τον φιλόσοφο ποιητή της εργατικής τάξης Κώστα Βάρναλη. Ηταν μια εκδήλωση οργανωμένη από την Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών προς τιμήν του αρχαιότερου μέλους της, διότι ο τιμώμενος Κώστας Βάρναλης είχε υπηρετήσει τις Τέχνες και τα Γράμματα όχι μόνο ως μεγάλος ποιητής αλλά και ως εξαίρετος δημοσιογράφος, του οποίου οι επιφυλλίδες από την ΠΡΩΙΑ, τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και την προδικτατορική ΑΥΓΗ είχαν αφήσει εποχή.
Ο Βάρναλης δεν μπόρεσε να παραστεί στην εκδήλωση για λόγους υγείας. Το βράδυ της Τετάρτης 4 του Δεκέμβρη του 1974 εισήχθη επειγόντως στη Γενική Κλινική Αθηνών2 αλλά το πρωί της μέρας που θα γινόταν η εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ πήρε εξιτήριο κι επέστρεψε σπίτι του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να υποστεί την ταλαιπωρία που θα επέβαλλε η παρουσία του στην, τόσο τιμητική γι' αυτόν, βραδιά της Ενωσης Συντακτών. Ολα πάντως έδειχναν ότι είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Ηταν ευδιάθετος, ακμαίος κι όταν έφευγε από την κλινική ευχαρίστησε τις νοσοκόμες ζητώντας παράλληλα συγνώμη «που τις είχε κουράσει».
Μετά το τέλος της εκδήλωσης αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ τον επισκέφτηκε στο σπίτι του και του επέδωσε τιμητικό μετάλλιο ενώ λίγες στιγμές αργότερα ο ποιητής συζητούσε με οικείους του, που πήγαν στην εκδήλωση, για τις εντυπώσεις τους απ' αυτήν. Ο ίδιος εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ποίημα του Ρίτσου αλλά και την εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του Βρεττάκου. «Το ποίημα του Ρίτσου ήταν πολύ καλό», φέρεται να είπε. Κι όταν του ανέφεραν πως ο Βρεττάκος μίλησε πολύ καλά, απάντησε: «Το περίμενα».
Λίγο αργότερα ένιωσε αδιαθεσία και παρακάλεσε τη νοσοκόμα του κ. Γαρίτη και τον σύζυγο της θετής του κόρης Ελένης, να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. «Είμαι πολύ κουρασμένος», τους είπε.
Μια ώρα αργότερα η νοσοκόμα τον βρήκε πεσμένο στο μπάνιο, χωρίς σφυγμό και κάθιδρο. Αμέσως κλήθηκε ο γιατρός Β. Σπανός που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα και από την εξέταση διαπίστωσε εμφραγματική δύσπνοια με όλα τα σχετικά συμπτώματα. Στις 9.45 μ.μ. εισήχθη και πάλι στη Γενική Κλινική Αθηνών, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Ο Κώστας Βάρναλης, που αποσύρθηκε στο βασίλειο της σιωπής στις 16 Δεκεμβρίου του 1974 στις 9.50 μ.μ, σε ηλικία 91 χρονών, ήταν ο τελευταίος της ανεπανάληπτης λογοτεχνικής τετράδας (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Αυγέρης, Βάρναλης) και υπήρξε μια ρωμαλέα και ισχυρή προσωπικότητα από τις πιο σεβάσμιες των γραμμάτων μας. Οχι θλίψη, αλλά ο θαυμασμός και η αγάπη ενός θαυμάσιου λαού συνόδευε τον θαυμάσιο αυτόν άνθρωπο στη μακαρία οδό προς την αιωνιότητα".
Βιογραφικό του ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Βόρειας Θράκης δηλαδή, αν και σε ορισμένες πηγές ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1883 και αλλού το 1881. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα, ήταν τσαγκάρης και λεγόταν Γιαννάκος. Η μάνα του καταγόταν από την Αχελώ (Αγχίαλο) και λεγόταν Αλίσαβα (Ελισάβετ). Το πατρικό του επώνυμο ήταν Μπουμπούς, αλλά πήρε το λογοτεχνικό «Βάρναλης» από τον τόπο καταγωγής του πατέρα του. Το 1898 ο Βάρναλης τελείωσε την έβδομη τάξη της «Αστικής Σχολής Πύργου»
Ο ίδιος γράφει στο «Πως δεν ήθελα να σπουδάσω» (Απόσπασμα από το βιβλίο: Kώστας Bάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, Kέδρος, 1980)
«Στα 1898 τέλειωσα το σκολειό ― την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι, τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φτάσει η βλογημένη εκείνη ώρα που θ’ «ανακτήσω» την ελευθερία μου• δε θα έχω να διαβάζω, δε θα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω κι εγώ μια τέχνη, να γίνω «άντρας», όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειό τα περασμένα χρόνια. Από όλες τις τέχνες που άρεζε αυτή του Αμπατζή (του ράπτη). Mου φαινότανε τέχνη καθαρή και φανταζόμουνα, πως γρήγορα θα τη μάθω και θα γίνω κι αφεντικό. Kαι θα λέω... αστεία!
Kαμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω σε γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας, όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου, ο κυρ-Nίκος ο Aποστολίδης, ο πατέρας του δημοσιογράφου Hρακλή Aποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω», γιατί «παίρνω τα γράμματα». Mα λεφτά δεν υπήρχανε. Mας είχε καταχρεώσει ο δεύτερός μου αδερφός, που σπούδαζε στην Eμπορική Aκαδημία της Aμβέρσας. Eγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου.
Όμως τα πράματα δεν ήρθανε όπως τα περίμενα. Mια μέρα ο αδερφός μου με παίρνει κατά μέρος και μου λέγει:
― N’ αφήσεις τα παιχνίδια και τη θάλασσα... Nα καθήσεις να διαβάζεις, γιατί θα σε στείλουμε στα «Zαρίφεια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης.
Kεραυνός!
― Kαι με τι χρήματα; μουρμούρισα.
― Θα δώσεις εξετάσεις για υπότροφος.
Kείνη τη χρονιά είχανε «κενωθεί» δώδεκα θέσεις υποτρόφων στα Zαρίφεια. O ιδρυτής των Zαριφείων, Γεώργιος Zαρίφης, είχε καταθέσει και δυο χιλιάδες λίρες για να σπουδάζουνε με τους τόκους των πολλά φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ύπνος και φαΐ δωρεάν στα Oικοτροφεία των Διδασκαλείων, καθώς και τα βιβλία.
― Δεν πάω, λέγω του αδερφού μου αποφασιστικά. Δεν θέλω γράμματα. Θέλω να μάθω τέχνη. O αδερφός μου κόρωσε.
― Θα πας, μου λέγει, ή θα σε σπάσω στο ξύλο.
― Προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα, παρά να πάω ν’ αποτύχω στις εξετάσεις και να ρεζιλευτώ σ’ όλο τον Πύργο να με δείχνουνε όλοι με το δάχτυλο και να γελάνε…»
Τελικά τελείωσε τα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών με ετήσιος μισθό μισθό 600 λέβα δηλαδή με 1,70 μεροκάματο!...και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίαςφιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Ο ίδιος διηγείται:
«ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης αλλά ένα καλός φίλος με απέτρεψε και μ’ έσωσε. Τι μ’ έσωσε δηλαδή…
Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη
Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική
Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της
Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη που θεωρείται το αριστούργημά του. Ξεκινώντας άπό τον Ξενοφώντα, ο Βάρναλης θα θελήσει να δεί ρεαλιστικότερα τον μέγιστο φιλόσοφο της Αρχαιότητας, καθώς επίσης και την εποχή του, και να γράψει μιάν άλλη απολογία, τήν α λ η θ ι ν ή, όπως ο ίδιος την ονομάζει. Με τη διαφορά ότι τα λόγια που θα βάλει στο στόμα του Σωκράτη δεν είναι λόγια εκείνου, μα δικά του. Γιατί, όπως εκείνος είχε τα «καινά του δαιμόνια», έτσι τώρα κι αυτός, με τα δικά του, είχε βρεθεί σε διάσταση με τις ιδέες της εποχής του. Με τον ρητορικό αυτό λόγο όπου η πιό γνήσια δημοτική γλώσσα, ο σατιρικός οίστρος και το κέφι, συνδυαζόμενα με αναχρονιστικούς υπαινιγμούς και άφθονο σκώμμα - μας έδωσε ένα έργο στέρεο, πολύτιμο και ωραίο.
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα. Οι εντυπώσεις του καταγράφονται σε σειρά άρθρων του στην εφημερίδα «Ελεύθερος άνθρωπος».
«Είναι αληθινά ακατανόητο για μας, πως μπορούνε σήμερα να κυκλοφορούνε στη Ρωσία 19 εκατομμύρια αντίτυπα των έργων του Γκόρκυ, 5 εκατομμύρια του Πούσκιν...
Είναι να καταλαβαίνει κανείς, πως η λογοτεχνία στη Ρωσία δεν είνε (όπως είπα και για το θέατρο) μια πολυτέλεια, μια διακόσμηση, μια ραφιναρισμένη "ανάγκη του περιττού", αλλά μια ζωτική ανάγκη του Λαού».
Εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο από την δικτατορία του Μεταξά. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ[4]. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.
Μόσχα 1959: Απονομή του Βραβείου Λένιν. Αριστερά ο λογοτέχνης Ιλία Έρενμπουργκ
Η Φιλία με τον Λουντέμη και ο «Κονταρομάχος»
Τον Μενέλαο Λουντέμη και τον Κώστα Βάρναλη τους συνέδεε φιλία και αμοιβαία αναγνώριση της λογοτεχνικής αξίας.
Η φιλία του Λουντέμη και η αγάπη στον άνθρωπο πάνω απ΄ όλα Κώστα Βάρναλη, τον οδήγησε να γράψει το βιβλίο Ο Κονταρομάχος, την βιογραφία του Βάρναλη δηλαδή. Δε θα πω περισσότερα. Αφήνω να μιλήσουν τα αποσπάσματα από το βιβλίο του:
«...Κάποτε μάθαμε, ότι μπήκε στην Ακαδημία ένας μέτριος λόγιος. Δε θέλω, ν' αναφέρω τ' όνομά του. Μπήκε αυτός στην Ακαδημία, που δεν είχαν μπει, ούτε ο Σικελιανός, ούτε ο Καζαντζάκης, ούτε φυσικά ο Βάρναλης. Του το είπαμε του Βάρναλη.
- Τα 'μαθες, μπαρμπα - Κώστα, τα σπουδαία;
- Τι; ρώτησε κι έφερε το χέρι πίσω από το αυτί, όπως το συνήθιζε.
- Τον τάδε τον έκαναν ακαδημαϊκό.
- Τι; ξαναρώτησε, μη έχοντας εμπιστοσύνη στην ακοή του.
Του το ξαναείπαμε.
- Τον τάδε τον έκαναν ακαδημαϊκό.
Α! αναφώνησε και κούνησε το κεφάλι. Και πρόσθεσε:
- Καλά του κάνανε! Πάει βρώμισε πτωματίλα κ’ αυτός. Ξεσπάσαμε σε μια χορωδία γέλιου, με προεξάρχοντα τον ίδιο τον Βάρναλη.
Ο Βάρναλης και ο Σικελιανός
«…-Είναι καμπανιστή…, έλεγε, περίτεχνη (εννοούσε τη Σικελιανή ποίηση), παίρνει πόζα. Ας κάτσει ήσυχα. Δε θα γίνει και Αισχύλος…
-Ήταν αριστοκράτης! φώναξε μια μέρα ο Βάρναλης.
-Γιατί; ρώτησα.
-Φαντάσου… Δεν είπε ποτέ τη λέξη «ρε». Φτουραίνει ποτές άνθρωπος που δεν ξέρει να βρίσει; Πόσο είχε δίκιο! Τόσα χρόνια και μόνο τότε το ανακάλυψα. Ο Σικελιανός δεν έβρισε ποτέ. Κοίτα ανακάλυψη! Και ποτέ δεν του φυγε απ΄ τα χείλη του κάτι αγοραίο. Ίσως όχι γιατί το αποστρεφόταν μόνο. Αλλά ίσως και να το αγνοούσε.»
Στη δίκη του Λουντέμη
Ο Κώστας Βάρναλης ήταν μάρτυρας στη δίκη Λουντέμη το 1955. Η κατάθεση του Βάρναλη είναι διαχρονικά επίκαιρη για τον κοινωνικό χαρακτήρα της τέχνης και το ρόλο του λογοτέχνη.
«,,,Κωνσταντίνος Βάρναλης… φώναξε ο κλητήρας.
Ο Δάσκαλος τον κοιτούσε με χλευαστική απάθεια.
-Δάσκαλε… Εσένα φωνάζουν… του πε ο Νίκος Παππάς.
-Εμένα; Τότε τι «Κωνσταντίνος» λέει αυτός ο… άντε ας μην το πω.
-Περάστε κ. Βάρναλη… του είπε ο Εισαγγελέας Κατεβαίνης, που κανε τον διανοούμενο.
Ο Δάσκαλος πλησίασε κάτω απ΄ την έδρα με το χέρι στ΄ αφτί. Ο Πρόεδρος ρωτά:
-Πιο δυνατά! φώναξε ο Βάρναλης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος».
Ο Βάρναλης και οι γυναίκες
«Ο Δάσκαλος δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια –ίσα ίσα για ν΄ αποκρύψει την «κλίση» του στο θήλυ, κλίση απαρομοίαστα σφοδρή. Το τελευταίο του ποίημα που το έγραψε σε ταβέρνα της Αίγινας με τίτλο «Τα μουνάκια», (Ο λαός των Μουνούχων) ήταν για την γυναίκα
Πόσοι δεν πάσκισαν να γαντζωθούν απ΄ αυτό και να τον διασύρουν, να τον μειώσουν, για ν΄ ανακόψουν –έτσι νόμιζαν- την πλημμυρίδα του λαού που μαγνητιζόταν απ΄ τη λαϊκή του προσωπικότητα.»
Ήξερε να ζει τη ζωή
«…Η Ελληνική Ταβέρνα δεν είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι «μπουζουριάζουνε»! Και μόνο ο υπαινιγμός θ' αποτελούσε στί¬γμα Ότι μπήκες σ’ έναν χώρο χωρίς να φροντίσεις νάχεις προηγούμενα μυηθεί.
Ο Βάρναλης είναι διπλωματούχος σ' αυτά. (Με άριστα και με εύφημη μνεία). Έχει δικαίωμα εισόδου και ελευθέρας κυκλοφορίας σ' όλους αυτούς τους χώρους όπου όλοι - πελατεία, και λειτουργοί - και να μην τον ξέρουν προσωπικά, τον μυρί¬ζονται με την όσφρηση. Φαίνεται αμέσως, απ’ την πρώτη μα¬τιά, ότι βρίσκεται στα δικά του νερά. Ότι δεν είναι «ξένο σώμα» εδώ μέσα. Οι ταβερνιάρηδες πολύ θολή ιδέα είχαν για το τι άλλο - εκτός απ’ τον διάλεχτο και ανώτερης κατηγορίας πελά¬τη - ήταν ο «κυρ - Κώστας». «Σβηστές» έλεγε τις ταβέρνες που δεν άναβαν φωτιά, που πρόσφεραν για μεζέ κρομμύδι, ελιά, λακέρδα, και παλιό κρασί. Ό δάσκαλος δεν έπινε χωρίς σαβούρα. Απεχθανόταν τους «ξεροσφυριτζήδες». Αλλά πιο πολύ απεχθανόταν τους μεθυσμένους. Όχι πώς αυτόν το κρασί δεν τον έπιανε, αλλά να, ήταν πάντα προσεχτικός, οπαδός του «μέτρου».
Αποστρεφόταν πάντα τη δεύτερη ποιότητα. Άμα δεν είχε ψωμί έτρωγε «παντεσπάνι», δεν ‘ετρωγε κουραμάνα. Το ίδιο έκα¬νε και με την παρέα του. Δεν συναναστρεφόταν ποτέ μυξολόγιους. ‘Η θα ήταν αληθινοί λόγιοι ή θάταν Λαός, αμόλευτος, χωρίς πασαλείμματα. Μεγαλύτερη ακαταστασία και μεγαλύτερη πληγή στη ζωή θεωρούσε την ημιμάθεια. Αποστρεφόταν φανατικά τους φανφαρόνους, τους ξιπασμένους, τους βερμπαλιστές, τους κού¬φιους ωραιολόγους και τούς κακορίζικους. Σιχαινότανε προπάν¬των τους «αριστοκρατίζοντες» φτωχούς καθώς και τούς «πτωχοπροδρομικούς» αριστοκράτες.
Όταν τον γνώριζαν σε κάποιον, μια από τις πρώτες ερωτήσεις που του έκανε ήταν:
-Πίνεις μπρε μπάρεμ: εάν ήταν πότης, ήταν και βασικό για να τον συμπαθήσει.
(Είναι γνωστή η μεγάλη αγάπη του Βάρναλη για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Γι αυτό χρησιμοποιούσε αριστοτεχνικά πολλές λέξεις από το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Παράδειγμα «Τέντα Ξομπλιαστή (Ζωγραφιστή)», «αντραλίζομαι» (ζαλίζομαι)» «Μπάρεμ (μήπως, τουλάχιστον)» κ.λ.π.
Τον είδα να τσουγκρίζει με νερό! Αίσχος!
«…Σε μια βίλα της Αθήνας, οργανώθηκε μια μάζωξη Αντιστασιακών ποιητών.
Η βραδιά ήταν επίσημη, πληκτική, γεμάτη κρύα ευγέ¬νεια. Ανιούσα θανάσιμα. Και — όπως παρατήρησα αργότερα — δεν ήμουν ο μόνος. Μάταια ξεσπούσε ο Σικελιανός στα ομηρικά του κείνα γέλια. Κάποτε, δεν άντεξα, γυρίζω στο δάσκαλο που τον είχα δί¬πλα μου - στ' αριστερά ήταν ο Σικελιανός.
— Το σκάμε; του λέω κρυφά.
— Μ' έσωσες... μου κάνει. Κοίτα μόνο να μη μας μυριστεί ο «θεός».
Που να ξεσκαλώσει κείνος απ' το φακό; Ο οπερατέρ τον είχε βάλει μόνιμα στο σημάδι. Μόνο ο Καζαντζάκης — πού ή¬ταν κατά τα φαινόμενα κι αυτός στα «στενά» - έκανε κάποιο νόημα στο Δάσκαλο: «Για πού σύντεκνε;» Δεν ξέρω τι τούπε... Κάτι πάντως τούπε... Κάτι τούκανε και τον καθησύχασε.
Σε λίγο ήμασταν — κι οι δυο έξω απ' την καγκελόπορτα της βίλας. Ανασάναμε βαθειά.
— Ας τους αυτούς να φάνε δόξα, μου λέει. Εμείς πάμε για καμιά μαριδίτσα. Ξέρω κάπου εδώ κατά το Κεφαλάρι ένα καλό.
— Λυπούμαι το Φωτιάδη… του λέω, την ώρα που το σκάγαμε είχε τόσο παραπονεμένα μούτρα.
— Ασ’ τον αυτόν, δεν πίνει... μου λέει. Τον είδα να τσουγκρίζει με νερό! Αίσχος!»
Τα παραπάνω αποσπάσματα από τον «Κονταρομάχο» του Λουντέμη είναι νομίζω χαρακτηριστικά
Η ταξική συνείδηση και οι επαναστατικές ιδέες στο έργο του Κώστα Βάρναλη
Η ταξική συνείδηση και η επαναστατικότητα διαπερνούν σχεδόν το σύνολο του έργου του Βάρναλη, πράγμα λογικό καθώς μιλάμε για τον πρωτοπόρο του 20ου αιώνα, για τον επαναστάτη ποιητή της εργατικής τάξης.
Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης εξελίσσεται, ο κομμουνιστής Κώστας Βάρναλης γεννιέται. «Αφησε λεύτερο το ταλέντο του να εκδηλωθεί τέτοιο που ήταν. Δεν είναι πια ο υμνητής των ιδεών, είναι μαχητής και κοινωνικός διεγέρτης», γράφει η Ελλη Αλεξίου στη «Νέα Εστία».
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας ποιητής για να χαρακτηρίζεται «ποιητής του λαού»; Πώς καταφέρνει το έργο του να είναι «και χαλαστής και χτίστης» ταυτόχρονα; Γιατί ο Μενέλαος Λουντέμης, όταν μιλάει για την ποίηση του Βάρναλη, λέει ότι από την αρχή μύριζε μπαρούτι; Μπορεί να πλημμυρούν λυρισμό ποιήματα όπως «Οι πόνοι της Παναγιάς» και «η Μαγδαληνή» και ο σατιρικός οίστρος του (πραγματική σάτιρα) να είναι εκπληκτικός και αποκαλυπτικός, όμως ο Βάρναλης έκανε το έργο του εμβατήριο μάχης και εφόδου. Μακριά από αυτόν ότι σκοπός της Τέχνης είναι να μας εφησυχάζει, να μας κάνει απλά και μόνο να ξεχνιόμαστε. Ούτε, όμως, μόνο απλώς θέλει να περιγράφει την πραγματικότητα. Ο Βάρναλης με το έργο του, με τη σατυρική και διεισδυτική του ματιά θέλει να συνειδητοποιεί ο ίδιος ο λαός την ανάγκη της αλλαγής, η ποίησή του να γίνει κίνητρο πράξης. Με την τέχνη του ακολούθησε το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το ρεαλισμό της εποχής μας, όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτή η τέχνη, που τάσσεται με το ζωντανό μέλλον της ανθρωπότητας ενάντια στο ξεπεσμένο παρελθόν, είναι τέχνη που στηρίζεται στις επαναστατικές αξίες της τάξης, που ανεβαίνει, κι αυτωνώνε των αξιών γίνεται στήριγμα - συνειδητό στήριγμα»
Δεν αρκείται σε διαπιστώσεις. Δείχνει ξεκάθαρα τη στάση που πρέπει να κρατήσει το προλεταριάτο απέναντι σε πόλεμο, που δε γίνεται για τα δικά του συμφέροντα.
«Αν είν' ο λάκκος σου πολύ βαθύς. Χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς.
Κι όπου σε σφάζουνε Δεμένον πίσου Να βροντά άξαφνα Σεισμός αβύσσου,
Χίλια αστροπέλεκα: «Δεν είναι μπρος Είν' από πίσω σου Κρυφά ο οχτρός»
Το «συνταρακτικό μοτίβο» που διαπερνάει το έργο του Βάρναλη είναι το «ξύπνημα» της ταξικής συνείδησης (το «ξύπνημα» του λαού): «Το κεφάλι του λαού. Να το πρόβλημα!». Οι λαοί πιστεύουν πιότερο τ’ αυτιά τους, παρά τα μάτια τους. Πιότερο το μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασία τους από τη κρίση τους…»
Δεν είναι λίγες οι φορές που η εικόνα της επανάστασης εμφανίζεται έντονα και με μεγάλη δυναμική μέσα στα έργα του. Χαρακτηριστικά παρατίθενται τα εξής παραδείγματα: «Τη λευτεριά δεν την ζητάνε με παρακάλια/ την παίρνουνε/ με τα ίδια τα χέρια μοναχοί!» « Αν έκανες το χρέος σου στο λαό/ σαν ξεχυθεί με πάθος παλαιό /την πάσαν ατιμία να συνεπάρει/ μ’ άλλους πολλούς θα ‘χει κι εσέ μπροστάρη». «Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’ είδα να ξετρέχει τους Άνομους γιγάντια Δίκη, ξάφνου του σάλαγου κοπή , γέλια με φτάσαν στριγκά: σπαράζαν τους μωρούς Ποιητές οι Λύκοι , Αγαπητοί συνάδελφοι, φίλοι και καλεσμένοι», «και στον ίδρο τον δικό , γίνε εσύ τ’ αφεντικό… Κοίτα, οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει, άλλος ήλιος έχει βγει, σ’ άλλη θάλασσα , άλλη γης.»
Όσον αφορά την εκκλησία, κρατά μια ειρωνική και κριτική στάση. Δεν αναφέρεται, όμως, μόνο στην εκκλησία ως σώμα, αλλά προχωρεί και στις αυταπάτες που σπέρνει η θρησκεία με τις υποσχέσεις για κάθε λογής παράδεισο. «Σα τη στέρφα γουρούνα τ’ ‘Αι- Αντώνη / μισότυφλη από πάχητα και νύστα /να νείρεσαι πως κολυμπάς σε κάτουρα και ξερατά / γρυλίζοντας: ‘Παράδεισος’», θα γράψει ο ποιητής, ενώ στην μελοποιημένη ‘μπαλάντα του κυρ – Μέντιου’ καταγγέλλει: «Κι ο παπάς με την κοιλιά του / μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του /και μου μίλαε κουνιστός / ‘σε καβάλησε ο Χριστός’ ./ Δούλευε για να στουμπώσει/ όλ’ η χώρα κι οι καμπόσοι/ Μη ρωτάς το πώς και τι/ να ζητάς την αρετή./ -Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου !/ - Ντράπου! Τις προγόνοις ντράπου! /- Αντραλίζομαι!...Πεινώ!.../ - Σουτ! Θα φας στον ουρανό…».
Ο Βάρναλης, ως κομμουνιστής, γνωρίζει καλά ότι η ανθρωπότητα θα απαλλαγεί από τον πόλεμο μόνο όταν η εργατική τάξη κάθε χώρας απαλλαγεί μια για πάντα από τα δεσμά της ταξικής της σκλαβιάς. Γράφει στα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα»: «Μπορούσα λοιπόν να εκφράσω την αντιπάθειά μου ενάντια στον πόλεμο και την πίστη μου για μια καλύτερην ανθρωπότητα που δε θα στηριζότανε στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, άρα που δε θα στηριζότανε στον πόλεμο».
Ο Κώστας Βάρναλης ήταν διεθνιστής. Έζησε και περιέγραψε τις διώξεις των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βουλγάρους. γράφει: «Δεν φταίνε οι λαοί όταν μισούνται και σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Φταίνε εκείνοι, που καλλιεργούν μέσα τους το μίσος και το έγκλημα και τους “διορίζουνε” κάθε τόσο και τον “προαιώνιο” εχθρό για να ξεθυμάνουνε. Για συμφέρο τάχα των λαών; Όχι βέβαια. Για το συμφέρο των ληστών.»
Ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης
Εμεινε όρθιος, αδιάλλακτος ως το τέλος. Στα χρόνια της χούντας απάντησε για ακόμη μια φορά:
Τι θέλετε πάλι;
Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστής;
Δε σας το είπα την πρώτη φορά;
Ολο τα ίδια θα λέμε;
25-10-1935. Στο βαπόρι «Μαρία Λ.» που τον μετέφερε, μαζί με άλλους εξόριστους, στον Αϊ-Στράτη. Κάτω πρώτη σειρά από αριστερά: Δεύτερος ο Δ. Γληνός, τρίτος ο Βασίλης Δημησιάνος, τέταρτος ο Κώστας Βάρναλης. Δεξιά πάνω, ανάμεσα στα σχοινιά, ο Αντώνης Στρατηγόπουλος, κάπου στο βάθος ο Γιάννης Ρίτσος.
----------
Σε όλο του το έργο ο Βάρναλης καταδείχνει ότι οι αξίες των αστών έχουν παλιώσει και η εργατική τάξη είναι η μόνη προοδευτική κοινωνική δύναμη. Την καλεί για τη δική της έφοδο στους ουρανούς.
«Είμαστε ο πόλεμος ο εμφύλιος, του δούλου ενάντια στον αφέντη, η Βία ενάντια στη Βία! Οχτρός δεν είναι ο αλλόγλωσσος, ο αλλόθρησκος, ο ξένος! Ο οχτρός μας είναι μες το σπίτι μας, το Κράτος είναι ο οχτρός μας, το Κράτος είναι ο ξένος! Το χέρι ετούτο δε θα σηκωθεί ενάντια στους αδερφούς ενάντια! Το ατσαλωμένο χέρι μας θα σηκωθεί στους τύραννους ενάντια!» («Φως που καίει», 1922).
Έκανα αυτό το αφιέρωμα για τον μεγάλο μπάρμπα Κώστα με πολύ αγάπη με την βοήθεια κειμένων αξιόλογων ερευνητών του έργου του . Αλλά τι να πρωτογράψεις σε δύο σελίδες εφημερίδας; Κάποιος έγραψε (και συμφωνώ μαζί του) ότι στον τάφο του Βάρναλη θα πρέπει να χαραχτεί το ακόλουθο επιτύμβιο -γραμμένο απ’ τον ίδιο:
Τα παιδιάτικά μου άχαρα
τα νιάτα στερημένα
πικρή μπουκιά, ξένος παντού
κι οχτρός σ’ όλα τα ξένα.
Να φύγω στον αγύριστο
ολοζωής δε μπόρεσα
Δε με χωρούσε όλ’ η γη
και σε δυο πήχες χώρεσα.
Χριστούγεννα
Η ευχετήρια κάρτα του ΚΚΕ για το 2015, αποτελεί αντίγραφο ευχετήριας κάρτας πολιτικού κρατουμένου στις φυλακές Τρικάλων το Δεκέμβρη του 1953. Το εξώφυλλο της κάρτας είχε φιλοτεχνήσει ο ίδιος ο πολιτικός κρατούμενος, ο οποίος απευθυνόμενος στην οικογένειά του για να της ευχηθεί για το νέο έτος γράφει:
Η Κάρτα είναι από το «Χαμόγελο του Παιδιού»
Ο Ηρωϊκός ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ του 1944
Του Κώστα Πινέλη
Ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ του 1944 στάθηκε μια εξέγερση της ανθρώπινης και της εθνικής αξιοπρέπειας. Ο αδούλωτος λαός μας, η Ελλάδα, πολέμησε στα οδοφράγματα τους Εγγλέζους αποικιοκράτες. Πολέμησε τον κόσμο της προδοσίας και του δοσιλογισμού, της υποτέλειας.
Γράφει ο Νίκος Καραντηνός, ο μεγάλος και αλησμόνητος δάσκαλος της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο «Διονύσης» της Εθνικής Αντίστασης: «ΔΕΝ ξεχνιέται αυτή η μέρα. Εκείνη η ματωμένη Κυριακή (3 Δεκέμβρη 1944), που θα ζούσε η αδούλωτη Αθήνα.
Ο Γιάννης Τσογγίδης και η …λαοκρατία (Αναδημοσίευση)
Εντάξει. Το έχω πει επανειλημμένα και το επαναλαμβάνω. Εκτιμώ την προοδευτική τεχνοκρατική αντίληψη με την οποία αντιμετωπίζεις τα πράγματα και λύνεις τα προβλήματα. Ήξερα επίσης ότι είσαι δεξιός με την ιδεολογική και πολιτική έννοια του όρου. Αλλά ανακαλύπτω ότι είσαι πολύ δεξιός ρε Γιάννη. Δεξιότατος!
Θεόδωρον Παυλίδην. Ενθάδε, Δυτικόν Πόντον και…Αλλαχού
Είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει;
Ελληναράδες, Εθνικαράδες, Πατριδοκάπηλοι, Μισαλόδοξοι Εμφυλιοπολεμικοί
Η αμπελουργία στην Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη)
Δεν γνωρίζουμε πότε ο άνθρωπος άρχισε να ασχολείται με την αμπελουργία και κατ’ επέκταση με την παραγωγή κρασιών.
«Χρυσή Αυγή» «ο Φασισμός δεν έρχεται απ’ το μέλλον…»
“Ας μην ξεχνάμε πως ο φασισμός φυτρώνει στη δυστυχία, καλλιεργείται από την αμάθεια και ποτίζεται με το νερό της ιστορικής λήθης».
Το χέρι στην τσέπη από την πρώτη μέρα...
Η έναρξη των μαθημάτων στα σχολεία κάθε Σεπτέμβρη σηματοδοτεί ένα σταθμό στο δύσκολο αλλά όμορφο αγώνα για την κατάκτηση της μόρφωσης. Ενα «ταξίδι» που προορισμό θα έπρεπε να έχει τη δημιουργία ανθρώπων ικανών να καταλάβουν τον κόσμο που τους περιβάλλει, με βάση τις τεράστιες κατακτήσεις της επιστήμης, να παρέμβουν στο άδικο και το λάθος, να ανοίξουν το δρόμο για την πραγματική πρόοδο σε όφελος του συνόλου της κοινωνίας και με γνώμονα την κάλυψη όλων των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Ωστόσο, η πραγματικότητα, που «φωτίζεται» ιδιαίτερα με αφορμή το ξεκίνημα κάθε σχολικής χρονιάς, αποκαλύπτει πόσο απέχει η Παιδεία μέσα σε συνθήκες καπιταλισμού από τις πραγματικές ανάγκες αλλά και δυνατότητες.