Το Κρεμλίνο ανακοίνωσε σήμερα ότι η αμερικανική απόφαση για την αποστολή ενός ακόμη πακέτου στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία ύψους 725 εκατομμυρίων δολαρίων υποδηλώνει ότι η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν είναι αποφασισμένη να ρίξει λάδι στη φωτιά στον πόλεμο εκεί για να διασφαλίσει ότι η σύγκρουση συνεχίζεται.
Σε χθεσινή του ανακοίνωση, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν αναφέρει ότι το νέο πακέτο βοήθειας περιλαμβάνει πυραύλους Stinger και Himars, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και νάρκες. Η κυβέρνηση Μπάιντεν κάνει ό,τι μπορεί ώστε να ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά.
Ερωτηθείς σχετικά με το πακέτο βοήθειας, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ είπε στους δημοσιογράφους: Η σημερινή κυβέρνηση επιδιώκει τους στόχους της, η σταθερή γραμμή της είναι να μην αφήσει αυτό τον πόλεμο να τελειώσει. Ταυτόχρονα, αυτό και άλλα πακέτα βοήθειας δεν μπορούν να αλλάξουν τον ρου των γεγονότων, δεν μπορούν να επηρεάσουν τις δυναμικές στην πρώτη γραμμή, δήλωσε ο Πεσκόφ.
Αναφορικά με την πιθανή ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ο ίδιος σχολίασε ότι αυτό θα συνιστούσε απαράδεκτη απειλή για τη Ρωσία, την ώρα που το Κίεβο ασκεί πίεση στους δυτικούς συμμάχους του να το προσκαλέσουν να ενταχθεί στη Συμμαχία.
“Μια τέτοια πιθανή απόφαση είναι απαράδεκτη για εμάς, γιατί θα αποτελούσε απειλητικό γεγονός για εμάς”, δήλωσε ο Πεσκόφ.
Η ανακοίνωση των ΗΠΑ σηματοδοτεί μια ραγδαία αύξηση της λεγόμενης προεδρικής εξουσιοδότησης (PDA), βασικού στοιχείου ενός πακέτου βοήθειας ύψους 61 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την Ουκρανία που ψηφίστηκε τον Απρίλιο και επιτρέπει στον πρόεδρο να μεταφέρει αμυντικά αγαθά και υπηρεσίες από τα αμερικανικά αποθέματα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Πρόσφατες ανακοινώσεις προεδρικής εξουσιοδότησης συνήθως κυμαίνονταν από 125 εκατομμύρια δολάρια έως 250 εκατομμύρια δολάρια.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν διαθέτει περίπου 4 δισεκατομμύρια δολάρια με 5 δισεκατομμύρια δολάρια του μηχανισμού αυτού που έχουν ήδη εγκριθεί από το Κογκρέσο και που αναμένεται να διαθέσει στην Ουκρανία προτού αναλάβει την προεδρία ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου.