Τρίτη, 19 Μαρτίου 2024, 1:03:26 μμ
Τετάρτη, 28 Νοεμβρίου 2012 19:42

Κώστας Πινέλης: Έθιμα και λαϊκή λατρεία, της περιόδου του Πάσχα

pinelis
Η Κυριακή τω Βαγιώ. Μεγάλη γιορτή που οι Θρακιώτες τη λένε και Βαγίτσα. Ο Κ. Χουρμουζιάδης μας λέει, ότι οι νιόγαμπροι στο Τσακήλι (το Πετροχώρι της επαρχίας Μετρών (Τσατάλτζας) που οι περισσότεροι κάτοικοί του ήρθαν στο Παλαίφυτο Γιαννιτσών, τόχουν έθιμο να πηγαίνουν στο «ρουμάνι» για να κόβουν βάγια που τα δίνουν στον παπά κι εκείνος τα «μοιράζ’’ στον κόσμο. «για δαύτο ο παπάς κοίταζ’ να δώκει στις νιόνυφες το πιο καλό κλωνί βάγια που έτυχε. Σαν είναι με λουλούδια ή μπουμπούκια, τότε πιστεύει πως οι όρνιθες θα βγάλουν πολλά πουλιά και η χρονιά θα’ ναι μπερεκετλίδικη. Μα σαν λάχει τα βάγια να’ χουν μόνο φύλλα, τότε η χρονιά θα πάει ξεραΐλα».
Επειδή υπάρχει η πίστη ότι οι αειθαλείς κλάδοι έχουν γονιμοποιό δύναμη έτσι και τα «βαγιοχτυπήματα» που γίνονται από τα’ αντρόγυνα, έχουν αυτόν τον πανάρχαιο μαγικό και ευγονικό χαρακτήρα. Στη Ζώπολη όταν γύριζαν, μετά την λειτουργία από την εκκλησιά στο σπίτι περνούσαν απ΄’ όλα τα δωμάτια και κουνώντας τα βάγια δεξά κι αριστερά έλεγαν:
«μέσα βάγιες και χαρές, όξω ψύλλοι, κόρυζες», ξορκίζοντας έτσι τον εφιάλτη που ζούσαν από τα κάθε είδους έντομα και ζωύφια του καλοκαιριού. Σε άλλα μέρη της Θράκης κάπνιζαν τα μωρά τους με τα φύλλα για να ξεματιαστούν.
Μεγάλη βδομάδα: Η εβδομάδα του γενικού μεγάλου Χριστιανικού πένθους. Τι έθιμα και συνήθειες δεν περικλείει. Οι μέρες περνάνε με αυστηρή νηστεία και μεγάλη θρησκευτική κατάνυξη, ενώ δεν γίνεται καμιά διασκέδαση, αλλά και οι ασχολίες είναι λίγες, οι απαραίτητες. Το δημοτικό μας τραγούδι  περιγράφει τα αισθήματα των απλών λαϊκών ανθρώπων που γεννούν τα πάθη του Θεανθρώπου. Λένε στη Σωζόπολη της Αν. Ρωμυλίας:
Μεγάλη Δευτέρα - μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη - μεγάλη κρίση
Μεγάλη Τετάρτη – μεγάλη ζάλη
Μεγάλη Πέφτη – σιέται ο ουρανός και πέφτει
Μεγάλη Παρασκευή – ο Χριστός στη φυλακή
Μεγάλο Σάββατο – ο Χριστός στο θάνατο
Μεγάλη Κυριακή -  μπαμ και μπουμ εδώ κι εκεί.
Τη Μ. Δευτέρα, αρχίζουν οι «καλονυχτιές», όπως τις λένε οι Θρακιώτες. Για όσους δε νήστεψαν τη Μεγάλη Σαρακοστή ήταν εβδομάδα νηστείας, ύστερα  «ξομολογούνταν» και κοινωνούσαν, ενώ δεν έκαναν καμιά σπιτική δουλειά, εκτός από τα καθαρίσματα, την «πάστρα», όπως την έλεγαν, για το Πάσχα.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, ή Κόκκινη Πέμπτη, ή χαλαζοπέφτη έκαναν την πασχαλιάτικη κουλούρα και έβαφαν τ’ αυγά. Για τη βαφή χρησιμοποιούσαν χόρτα και βότανα, όπως, «φιδολάπατα», κρεμιδότσουφλα, τσουκνίδες κ.λ.π. η βαφή κατά τη Θρακιώτικη συνήθεια ξεκινούσε από τα χαράματα.
Το αυγό,  είναι πανάρχαιο σύμβολο της γένεσης του κόσμου, της γέννησης της ζωής,                                                                                                             
Μερικοί υποθέτουν ότι τα κόκκινα αυγά του Πάσχα, διαδόθηκαν στην Ευρώπη, την Ασία και την Κίνα από ένα έθιμο των Καλανδών. Στην ελληνική αρχαιότητα αποθέτανε αυγά στα χέρια ειδωλίων του Διονύσου ως σύμβολα αναγέννησης.
Στην ελληνική μυθολογία η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε ένα αυγό από όπου αναδύθηκαν οι Διόσκουροι.
Σε πολλές περιοχές της Θράκης το πρώτο κόκκινο αυγό το έβαζαν στο εικονοστάσι.
Επίσης τα μεγάλα παιδιά έπαιρναν παλιόρουχα και τα γέμιζαν με διάφορα «γουμίδια» για να κάνουν τον Οβριό και να τον κάψουν τραγουδώντας:
«Ράτσα κεράτσα, δος μια κληματσίδα, να κάψουμε τον οβριό, πο’ χει πολλή κασίδα». Την ώρα που έλεγαν τα 12 Βαγγέλια συνήθιζαν να έχουν ένα σπάγγο και σε κάθε Ευαγγέλιο που τελείωνε έδεναν κι ένα κόμπο. Τον σπάγγο τον έβαναν στο εικονοστάσι και όταν είχαν άρρωστο στο σπίτι τον κάπνιζαν.
Τη Μ. Πέμπτη οι Θρακιώτες πίστευαν ότι έβγαιναν οι ψυχές από τον Άδη, κι έμεναν μέχρι της Γονατιστής (Πεντηκοστής).
Την Μ. Παρασκευή, ημέρα της απόλυτης αργίας και νηστείας, οι  Θρακιώτισσες φορούσαν μαύρα φορέματα για πένθος και έλεγαν στο σπίτι και στην εκκλησία το γνωστό μοιρολόι:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβονται, και τα βουνά λυπούνται…»
Τα λουλούδια και τα κεριά του Επιτάφιου, τα έβαναν στο εικονοστάσι γιατί τα θεωρούσαν θαυματουργά. Οι ντογραματζήδες (μαραγκοί) δεν κάρφωναν τίποτε, ενώ όλοι δεν έκαναν καμιά δουλειά σπιτική ή γεωργική.
Το Μ. Σάββατο έκαναν παρμάκια (τσουρέκια), ενώ γενικά στη Θράκη, εάν πέθαινε κανείς Μ. Σάββατο, τον θεωρούσαν καλότυχο, γιατί «πέθαινε μαζί με το Χριστό».  
Το Μ. Σάββατο το πρωί, μετά την λειτουργία, πήγαιναν στα λημόρια (νεκροταφεία) με αυγά, τσουρέκια, κουλούρια και ρυζόγαλο, περίμεναν τον Παπά  για το μνημόσυνο σε κάθε μνήμα και μετά τα μοίραζαν στον κόσμο.
Το Άγιο Πάσχα είναι για τους Θρακιώτες η τρανύτερη γιορτή του χρόνου. Την φλόγα της Ανάστασης, το Άγιο Φως, το πήγαιναν στο σπίτι και το γύριζαν σε όλο τους το βιος. Στην Αδριανούπολη το πήγαιναν στα καρποφόρα δένδρα κι έλεγαν: «τ’ αρμούτια (δηλ. τ’ αχλάδια) να κρατήσ’ νι». Σε πολλές περιοχές της Ανατολικής και της Βόρειας Θράκης έκαναν τις Κούνιες όπως του Αι Γιωργιού, ζωντανεύοντας το πανάρχαιο έθιμο της «αιώρας», όπως στ’ Ανθεστήρια. Φυσικά ήταν γιορτή της Άνοιξης με μαγικό και ευγονικό χαρακτήρα.
Στο Κωστί της Αν. Ρωμυλίας, το κέντρο της Αναστενάρικης Λατρείας έκαναν αυτοσχέδια  κατασκευή με τέσσερις αιωρούμενες κούνιες. Το έθιμο γινόταν και στην Αγ. Ελένη Σερρών, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες απ’ το Κωστί. Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα – μετά την Δευτερανάσταση - , μαζευότανε όλοι οι χωριανοί στο «αλώνι» του χωριού , δηλαδή στην πλατεία και στήνανε κυκλικό χορό με τοπικά τραγούδια . Στο χορό αυτό έπρεπε « να πιαστούν όλοι, ... έτσι για το καλό» .
Οι κούνιες  ήταν γιορτή που ξεκινούσε την Κυριακή του Πάσχα και διαρκούσε όλη την Πεντηκοστή . Στην κούνια έπρεπε να κουνηθούν  όλοι, « για το καλό»  .  Οι  κούνιες στηνότανε στην πλατεία του χωριού .
Το στήσιμο της κούνιας ήταν χρονοβόρο και ξεκινούσε συνήθως πριν την Μεγάλη Εβδομάδα .Η κάθε κούνια ήταν κατασκευασμένη από πελεκημένους κορμούς δένδρων . Αποτελείτο από έναν οριζόντιο άξονα, που στηριζότανε σε βάσεις από κορμούς δένδρων . Ο άξονας - μήκους περίπου ενάμισι μέτρου- στο κάθε άκρο  του είχε περασμένες κάθετα και σταυρωτά ( σε ορθή γωνία), δυο τραβέρσες (καδρόνια) , μήκους τουλάχιστον δυο μέτρων η κάθε μια . Το άκρο της κάθε τραβέρσας , ενωνόταν  με το άκρο της απέναντι τραβέρσας με άξονα. Σ΄ αυτούς τους άξονες που περιστρεφόταν ελεύθερα , ήταν τα καθίσματα  της κούνιας. Η κάθε κούνια λοιπόν ,είχε τέσσερα καθίσματα  και για να δουλέψει έπρεπε να καθίσουν τέσσερα άτομα που είχαν περίπου το ίδιο βάρος .
Η κίνηση της κούνιας ήταν περιστροφική , γύρω από τον κύριο οριζόντιο άξονά της . Θα μπορούσε να πει κανείς ,ότι η κούνια  ήταν το αρχέτυπο του σημερινού τροχού των Λούνα Πάρκ.
Την κάθε κούνια την δουλεύανε δυο άτομα , τα οποία δίνανε και κρατούσαν σταθερή περιστροφική κίνηση , αλλά επί πλέον στη διάρκεια της περιστροφής της τραγουδούσαν και τα «τραγούδια της κούνιας», που ήταν τραγούδια «του τραπεζιού» , δηλαδή αργόσυρτα .
Για την διευκόλυνση της κίνησης , αλλά και για να αποφεύγεται ο τριγμός από την τριβή των αξόνων , έβαζαν σαπούνι στα σημεία τριβής των αξόνων .
Η τελευταία κούνια λειτούργησε στην Αγία Ελένη έγινε πριν τον πόλεμο του σαράντα . Μετά την κατοχή δεν ξαναστήθηκε κούνια.
Πασχαλιά χωρίς χορό και τραγούδι δεν γίνεται. Έτσι στήνονταν γλέντια σε κάθε πλατεία των χωριών. Σ’ αυτές πλέκονταν τα ειδύλλια κι έβρισκαν οι νιοι και οι νιες τα ταίρια τους. Μας το λέει και το θρακιώτικο πασχαλιάτικο τραγούδι:
«Ναργκαβάνι μ’ σιβνταλί, πόντι ήγινες κι πλάτυνες- κι έδισις αυτά τα ντάλια, τα κουρφουντάλια…»

 

Πηγές-Βιβλιογραφία:
1.   Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου: Συμπόσια Λαογραφίας.
2.  Κώστα Θρακιώτη: Λαϊκή Πίστη και Λατρεία στη Θράκη.
3.  Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού – Θρακικά.


Στο επόμενο: Τα ψυχοσάββατα.