Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 4:01:54 πμ
Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 2018 19:03

11 Νοεμβρίου, 1918 εκατό χρόνια από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Του Νίκου Σιάνα.

Το μεγάλωμα της Σερβίας και της Ελλάδας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε αποτέλεσμα να κοπούν οι ελπίδες της Αυστρίας και της Γερμανίας για εδαφική επέκταση στις χώρες της Ανατολής. Και οι δύο αυτοκρατορίες, Αυστροουγγαρίας και Γερμανίας, δεν ήθελαν να στεριώσει η νέα κατάσταση, η Σερβική κυριαρχία στα βόρεια και η ελληνική στη Θεσσαλονίκη ήταν εμπόδιο μεγάλο στα σχέδια τους. Αυτή η νέα κατάσταση ήταν η αιτία του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, δεν ήταν όμως η μόνη.

 

Ήταν και ο φόβος της Αγγλίας από την σταθερή και γρήγορη ανάπτυξη του γερμανικού ναυτικού αλλά και η αυξανόμενη πρόοδος της Γερμανίας. Με την μεθοδικότητα, την εργατικότητα και το εμπορικό τους πνεύμα οι Γερμανοί κατάφεραν να αποκτήσουν ευημερία και να απλώσουν την δραστηριότητα τους παντού, κατόρθωσαν να έχουν εμπορική διείδυση σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αν συνέχιζαν με τον ίδιο ρυθμό προόδου η Γερμανία θα επικρατούσε μέσα στην Ευρώπη, χωρίς να κάνει πόλεμο.
Το στρατιωτικό όμως κατεστημένο που ουσιαστικά διοικούσε τη χώρα δεν ήθελε η επικράτηση να γίνει με ειρηνική ανάπτυξη και με παρακίνηση του Κάιζερ προπαγάνδιζε τον πόλεμο σαν ανάγκη.
Η Γερμανία με τα δόγματα «ίσια προ της Ανατολή» και “θέση κάτω από τον ήλιο» ήθελε επέκταση προς Τουρκία και αυτοκρατορία αποικιών. Ο πολεμικός στόλος που ετοίμαζε προβλημάτιζε τους Άγγλους, η δε Γαλλία φοβόταν την προκλητικότητα του Κάιζερ και ετοιμαζόταν, όσο της επιτρέπανε τα οικονομικά της. Η αιτία για πόλεμο υπήρχε έλλειπε όμως η πρόφαση. Βρέθηκε τελικά όταν ο φοιτητής Πρίντσιπ δολοφόνησε στο Σεράγιεβο τον αρχιδούκα και διάδοχο της Αυστρίας Φερδινάρδο. Η Αυστρία ένα μόλις χρόνο μετά τους Βαλκανικούς πολέμου κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας.

Η θέση της Ελλάδας
Το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1912 -13) βρήκε την Ελλάδα απρόσμενα μεγαλωμένη, το εθνικό φρόνημα στα ύψη και τους Έλληνες ενωμένους όσο ποτέ. Η ηττημένη Τουρκία ξεκίνησε αμείλικτο και συστηματικό διωγμό των Ελλήνων της Θράκης, του Πόντου και της Μικρασίας, παράλληλα προχώρησε στην παραγγελία σύγχρονων πλοίων για το πολεμικό της ναυτικό με μοναδικό στόχο να επιτεθεί την κατάλληλη στιγμή κατά της Ελλάδας. Με το ξέσπασμα του πολέμου (Ιούλιος 1914) Τουρκία και Βουλγαρία συμμάχησαν με τους Αυστρογερμανούς για να αρπάξουν και αυτές χώρες ελληνικές. Αντίθετα στην Ελλάδα από την αρχή του πολέμου και επί ένα χρόνο υπήρχαν συνεχείς συγκρούσεις και διενέξεις του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, σχετικά με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Αποτέλεσμα αυτής της διένεξης ήταν να παραιτηθεί δύο φορές η κυβέρνηση Βενιζέλου (10 Μαρτίου 1915 και 22 Σεπτεμβρίου 1915) και να αρχίσει έτσι ένας βαθύς διχασμός του λαού, των στρατιωτικών και των πολιτικών. Ένας διχασμός που επέφερε στη χώρα μας και πολλά δεινά με αποκορύφωμα την Μικρασιατική Καταστροφή. Μετά τις αποτυχημένες επιχειρήσεις των Αγγλογάλλων να παραβιάσουν τα στενά των Δαρδανελλίων στην αρχή με τους στόλους των και να κυριεύσουν την ευρωπαϊκή ακτή των στενών, τα στρατεύματα τους οδηγήθηκαν (χωρίς την έγκριση της Ελλάδας) στην Θεσσαλονίκη και από εκεί έσπευσαν να βοηθήσουν την Σερβία την οποία τώρα κτυπά από ανατολικά η Βουλγαρία. Ο Βενιζέλος δεν ήταν πια πρωθυπουργός. Αν η Ελλάδα έμπαινε τότε στον πόλεμο (όπως προέβλεπε σχετική συνθήκη με τη Σερβία) κάθε προέλαση των Βουλγάρων στα νώτα του Σερβικού Στρατού θα είχε σταματήσει. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Βουλγαρία δεν προχώρησε νωρίτερα σε επιστράτευση, παρά μόνο όταν βεβαιώθηκε πως η Ελλάδα θα έμενε ουδέτερη,
Τελικά η Ελλάδα έκανε επιστράτευση και μάλιστα την ημέρα που έδινε την παραίτηση του ο Βενιζέλος αφού προηγουμένως είχε υπογράψει το Διάταγμα της επιστράτευσης. Αυτή η υπογραφή απεδείχθη για τον Βενιζέλο λάθος μεγάλο, που αργότερα θα του στοίχιζε πολύ. Όλοι πίστευαν ότι θα γίνει η συγκέντρωση για πολεμικό σκοπό στη Μακεδονία. Το Ε’ Σώμα Στρατού από τα Γιάννενα ήρθε στη Θεσσαλονίκή, βαρείς σχηματισμοί του Α’ Σώματος Στρατού Αθηνών και του Β’ Πατρών έφτασαν στη Μακεδονία, όμως οι πεζικές μονάδες για να ολοκληρωθεί η συγκέντρωση όλου του ελληνικού στρατού δεν ήρθαν ποτέ. Και τότε όλος ο Στρατός έμεινε τους μακρούς μήνες του 1915 και 1916 άπραγος. Το υλικό πάλιωνε, ο ιματισμός κουρελιάστηκε, τα μεταγωγικά μέσα στα χιόνια στο ύπαιθρο καταστρέφονταν και το χειρότερο, με την απραξία και τις ταλαιπωρίες οι επίστρατοι γέμισαν απογοήτευση και πικρία. Γιατί μας κρατούν στο Στρατό αφού δεν έχουμε σκοπό να πολεμήσουμε; ήταν η γενική ερώτηση. Την τραγική αυτή κατάσταση την εκμεταλλεύτηκαν οι αντιβενιζελικοί και αυτόν έδειχναν ως μοναδικό υπεύθυνο. Ήταν όμως και οι πολλές και διάφορες προστριβές των στρατευμάτων της ΑΝΤΑΝΤ και των τοπικών αρχών και του πληθυσμού οι οποίες μέρα με την μέρα γινότανε χειρότερες και ανυπόφορες με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το μίσος κατά των Αγγλογάλλων και του Βενιζέλου.

Ο Βενιζέλος τους έφερε αυτούς. Αυτός φταίει!
Έτσι οι Σύμμαχοι έφτασαν σε σημείο να ψάχνουν τρόπο ν’ απαλλαγούν από το ελληνικό καθεστώς στη Μακεδονία που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε εγκαθιδρυθεί. Η δύναμη όμως της «Στρατιάς της Ανατολής» όλο και μεγαλώνε, σε λίγο ήρθαν στη Θεσσαλονίκη οι Σέρβοι από την Κέρκυρα όπου αναδιοργανώθηκαν και επανεξοπλίστηκαν. Ενισχυμένος πια ο Στρατηγός Σαράιγ ετοιμάζεται να επεκταθεί στην Ανατολική και ο Δυτική Μακεδονία. Είχε οχυρώσει καλά το Στρατόπεδο του Νάρες (Φιλαδέλφεια) που προστάτευε τη Θεσσαλονίκη. Βούλγαροι και Γερμανοί για να προλάβουν τα σχέδια του Σαράιγ εισβάλλουν στην Ανατολική Μακεδονία, παίρνουν το οχυρό Ρούπελ. Η Μεραρχία Σερρών αντιστάθηκε στην αρχή, υποχώρησε και έφτασε στην Καβάλα και από εκεί με πλοία συμμαχικά και ελληνικά στη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρο το Δ’ Σώμα Στρατού οδηγήθηκε αιχμάλωτο στη Βουλγαρία και τελικά στη Γερμανία «φιλοξενούμενο» στο Γκαίρλιτς. Τότε εξερράγη στη Θεσσαλονίκη φιλοβενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, επεκράτησε και σχημάτισε την επιτροπή Εθνικής Αμύνης, και στα Χανιά ο Βενιζέλος σχημάτισε την προσωρινή κυβέρνηση της Τριανδρίας Βενιζέλου – Κουντουριώτη – Δαγκλή.
Λίγες μέρες αργότερα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζήτησε και πέτυχε να αναγνωριστεί από τους Συμμάχους, και αμέσως ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τη Βουλγαρία και τη Γερμανία. Στη συνέχεια προέβη σε επιστράτευση και στην οργάνωση του Στρατού Εθνικής Αμύνης και στην συγκρότηση των Μεραρχιών Σερρών, Κρήτης και Αρχιπελάγους, οι οποίες εντάχθηκαν αμέσως στις Συμμαχικές Δυνάμεις του Μακεδονικού Μετώπου. Τον Νοέμβριο του 1916 οι Αγγλογάλλοι αποβιβάζουν στον Πειραιά στρατό και επιβάλλουν αποκλεισμό της Παλαιάς Ελλάδος, με αποκορύφωμα τον αφοπλισμό του Ελληνικού Στρατού και την μεταφορά του στην Πελοπόννησο και εκθρονίζουν τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Τον Ιούνιο 1917 ο Βενιζέλος είναι και πάλι πρωθυπουργός ολόκληρης της χώρας με τον Διχασμό στο αποκορύφωμα. Η αναδιοργάνωση του στρατού δεν ήταν εύκολη υπόθεση, διότι υπήρχε αρνητική διάθεση επιστρατεύσεως πολλών κατοίκων της Παλαιάς Ελλάδος, αρνούμενοι τη συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, διότι τους θεωρούσαν υπεύθυνους για την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και τον αποκλεισμό της Νοτίου Ελλάδος από τους Συμμάχους σε τροφοδοσίες επί εξαμήνου.
Αντίθετα στις Νέες Χώρες (οι περιοχές που απελευθερώθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους) όπου επικρατούσαν οι Βενιζελικοί και κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτης και τη Μακεδονία η επιστράτευση έγινε με ταχύτατους ρυθμούς. Η πλήρης ανάπτυξη του Ελληνικού Στρατού με 10 Μεραρχίες έγινε το α’ εξάμηνο του 1918. Τον Μάιο του 1918 ο Ελληνικός Στρατός συμμετείχε πρωταγωνιστικά στη μάχη του Σκρα ντι Λέγκεν, που κατέληξε στην κατάληψη ιδιαίτερα οχυρής θέσης που έλεγχαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα.
Η σημασία της μάχης του Σκρα ήταν πολύ μεγάλη. Έδωσε ηθικό σ’ όλο τον Στρατό της Ανατολής, προ πάντων όμως στον Ελληνικό, και επηρέασε αρνητικά την Βουλγαρική Κυβέρνηση. Η μάχη του Σκρα τούς εκαταφόβισε, είδε πως δύσκολα θα μπορούσε να προβάλλει αντίσταση ως το τέλος, σε μια συνδιασμένη γενική εξόρμηση του Συμμαχικού Στρατού της Ανατολής.
Και τότε έκανε μυστικές βολιδοσκοπήσεις στους Συμμάχους – στο Παρίσι – ρωτώντας με ποιους όρους θα δέχονταν συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας. Είχαν υπ’ όψιν τους να ζητήσουν προσάρτηση στη Βουλγαρία της Ανατολικής Μακεδονίας από την Ελλάδα και μεγάλο μέρος από τη Σερβική Μακεδονία. Οι Βούλγαροι υπολόγιζαν να εκμεταλλευτούν την αμηχανία των Συμμάχων, τώρα που άρχιζε η μεγάλη επίθεση στο Δυτικό μέτωπο και οι Γερμανοί σημείωναν επιτυχίες. Ο στρατηγός Γκιγιωμά τάχθηκε αμέσως ενάντια στις Βουλγάρικες προτάσεις. Όλα, είπε, είναι έτοιμα για την γενική επίθεση στο Μέτωπο Ανατολής και αν δεν είχε ανακληθεί, η κατάρρευση και συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας χωρίς όρους θα ήταν γεγονός.
Έτσι το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων έδωσε την εγκριτική διαταγή για γενική επίθεση του Στρατού Ανατολής αμέσως. Οι απανωτές ημερομηνίες ανακωχής (παράδοση χωρίς όρους) Βουλγαρίας, Τουρκίας, Αυστρίας, Γερμανίας, 17 Σεπτεμβρίου, 18 Οκωβρίου, 29 Οκτωβρίου 1918 οφείλονται και στη μάχη του Σκρα.
Το καλοκαίρι του 1918 ο πόλεμος άρχισε να κλίνει υπέρ των Συμμάχων, αφού οι Γερμανοί στο Δυτικό Μέτωπο υπέστησαν αλλεπάλληλες ήττες. Οι στρατιές του Αρχιστράτηγου Φος, Αγγλικές, Γαλλικές, Αμερικάνικες και η Βελγική οδηγούνται από επιτυχία σ’ επιτυχία. Ούτε η γραμμή Χίντεμπουργκ μπόρεσε να κρατήσει τους Συμμάχους και όταν έφτασε η είδηση πως η Βουλγαρία ζητεί ανακωχή, η επίθεση γίνεται ασταμάτητη. Όταν ήρθε η αγγελία της Βουλγαρικής συντριβής, της κατάρρευσης της Τουρκίας και της Αυστρίας, με την απειλή της εισβολής από τα ανατολικά στη Γερμανία χωρίς να υπάρχει γερμανικός στρατός ν’ αντιταχθεί σ’ αυτή, το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο προτείνει στη Γερμανική κυβέρνηση να συνθηκολογήσει. Έτσι στις 3 Οκτωβρίου στο Βερολίνο ο Στρατάρχης Χίντεμπουργκ στο σημείωμα που δίνει στο υπουργικό συμβούλιο αναφέρει: «Μετά την κατάρρευση του Μακεδονικού Μετώπου, την εξασθένηση των εφεδρειών μας στο Δυτικό μέτωπο και την αδυναμία μας ν’ αναπληρώσουμε τις απώλειες μας στις τελευταίες μάχες, δεν υπάρχει πια ελπίδα να επιβάλλουμε την ειρήνη στον εχθρό. Εξ’ άλλου οι αντίπαλοι μας ρίχνουν διαρκώς στη μάχη και νέες εφεδρείες».
Στις 29 Οκτωβρίου 1918 ο Αρχιστράτηγος Φος δέχεται την ανακωχή, δίνοντας στους Γερμανούς προθεσμία 72 ωρών για να αποδεχθούν τους όρους ανακωχής. Η Γερμανία, ο αρχηγός και το προπύργιο της επιθέσεως, που όλοι την θεωρούσαν πρωταρχική αιτία της καταστροφής του κόσμου, ήταν στο έλεος και στην διάκριση των νικητών. Η Γαλλία με το δικαίωμα που της έδιναν οι προσπάθειες που είχε κάνει και οι απώλειες που είχε υποστεί, κατείχε την πρωτεύουσα θέση. 1.500.000 Γάλων είχαν χαθεί υπερασπίζοντας το γαλλικό έδαφος. Πέντε φορές μέσα σε εκατό χρόνια, το 1814, 1815, 1870 και 1918, τα κωδωνοστάσια της Notre Dame είχαν αντικρίσει την λάμψη των πρωσικών πυροβόλων.
Όταν υπεγράφη η ανακωχή οι γερμανικές στρατιές επέστεψαν συντεταγμένες στην πατρίδα τους, ο στρατάρχης Φος είπε γι’ αυτούς:
«Επολέμησαν γενναία ας τους αφήσουμε να κρατήσουν τα όπλα τους».
Η ηττημένη Γερμανία είχε καταδικαστεί να πληρώσει για επανορθώσεις είκοσι δισεκατομμύρια λίρες στερλίνες. Οι θριαμβευτές Σύμμαχοι διατυμπάνιζαν πως θα πίεζαν την Γερμανία «ως που να τρίξουν τα κόκκαλα της». Στην πραγματικότητα όμως οι όροι της ανακωχής δεν επεβλήθησαν ποτέ, ειδικά το κομμάτι που αφορούσε τους οικονομικούς όρους. Η Γερμανία μπόρεσε να πληρώσει μέρος των αποζημιώσεων μόνο επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες εδάνειζαν άφθονα χρήματα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα σ΄αυτήν. Η Γερμανία πάντως δανειζόταν από παντού και κατάπινε με βουλιμία κάθε πίστωση που την άνοιγαν. Έτσι κέρδισε δυο δισεκατομμύρια στερλίνες σε δάνεια έναντι ενός των αποζημιώσεων που πλήρωσε, παραχωρώντας περιουσιακά κεφάλαια και αξίες σε ξένες χώρες και παίζοντας με τα τεράστια αμερικάνικα δάνεια. Οι νικητές επέβαλαν στους Γερμανούς όλα τα ιδανικά και επιθυμητά στα φιλελεύθερα έθνη της Δύσεως. Τους απελευθέρωσαν από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και από τον συνεχόμενο ρυθμό των εξοπλισμών. Στην Βαϊμάρη εγκαθιδρύθηκει δημοκρατικό καθεσώς τελευταίου τύπου, αυτοκράτορες εδιώχθησαν μηδαμηνότητες εξελέγησαν. Κάτω όμως από το λεπτό αυτό πέπλο έβραζαν τα πάθη του ισχυρού ηττημένου, αλλά βασικά αλώβητου γερμανικού έθνους.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, παρ’ όλα τα καλούδια και τα στολίσματα και τις ευλογίες εθεωρείτο σαν επιβεβλημένη από τον εχθρό. Δεν μπόρεσε να κερδίσει την αφοσίωση ή να ικανοποιήσει την φαντασία του γερμανικού λαού. Ισχυρές δυνάμεις περιπλανιόντουσαν χωρίς σκοπό. Το βάραθρο έμεινε ανοικτό και ύστερα από λίγο, ξεπήδησε από μέσα του ένας μανιακός με μια θηριώδη ιδιοσυγκρασία, πηγή και έκφρασης ιοβόλου μίσους, μίσους τέτοιου που δεν είχε ποτέ διαβρώσει ανθρώπινα στήθη – ο δεκαενέας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Αδόλφος Χίτλερ.
Στις 11 Νοεμβρίου 1918 ο Ερτσμπέργερ καθιστά γνωστό ότι είναι έτοιμος να υπογράψει και στις 5.15 π.μ. οι Γερμανία πληρεξούσιοι βάζουν την υπογραφή τους κάτω από το κείμενο της ανακωχής, 6 ώρες αργότερα έπαψαν και οι εχθροπαξίες.

 

Υ.Γ.: Σήμερα, εκατό χρόνια από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το ερώτημα για το ποιος έχει τελικά την ευθύνη για το ξέσπασμα εκείνης της τρομερής ανθρωποσφαγής παραμένει επίκαιρο. Στο ερώτημα αυτό απάντησαν ως τώρα πολλοί. Μεταξύ αυτών και ο Γάλλος πολιτικός Ραϋμόν Πουάν Καρέ, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός πριν τον πόλεμο και πρόεδρος της Δημοκρατίας καθ’ όλη τη διάρκεια του. Το 1921 απλό πια μέλος της Γαλλικής Δημοκρατίας έδωσε μια σειρά διαλέξεων των αιτιών του πολέμου. Το μέρος των διαλέξεων όπου γίνεται λόγος για τη στάση του Αυτοκράτορα Γουλιέλμου και την νοοτροπία του είναι πράγματι αριστουργηματικό. Θα μπορούσε θαυμάσια, να αναφέρεται και στον Χίτλερ, ο οποίος με την μεγαλομανία του εξαπέλυσε κατά της ανθρωπότητας μια νέα καταστροφή, πολύ μεγαλύτερη της πρώτης.

 

Βιβλιογραφία: Ιστορία του Α’ Παγκοσμίου
Εκδοτικός οίκος «Φιλολογική» Θεσσαλονίκη 1962
Η Εθνική Άμυνα Θεσσαλονίκης 19164Νεοκόσμου Γρηγοριάδη
Αθήνα 1960