Τετάρτη, 8 Μαΐου 2024, 1:13:08 μμ
Πέμπτη, 09 Ιουνίου 2016 23:19

Αναστάσιος Αμανατίδης : Πώς τούρκεψεν η Πόλη (μέρος 2ο) Πριν την τελική επίθεση…

Ο Σουλτάνος έχει πάρει τις αποφάσεις του. Όρισε ως ημέρα γενικής εφόδου νωρίς το πρωί της 29 Μαΐου. Προηγουμένως περιήλθε τις στρατιωτικές μονάδες και για να προκαλέσει περισσότερη επιθετική προθυμία των στρατιωτών. 

Υποσχέθηκε τριήμερη λεηλασία της πλούσιας πόλης. Οι δερβίσηδές του διαλαλούσαν και διαβεβαίωναν σε όσους αποθάνουν σε αυτόν τον αγώνα, το βράδυ θα βρεθούν στον παράδεισο μαζί με τον προφήτη Μωάμεθ, απολαμβάνοντας όλα τα αγαθά του Θεού, όσοι δε επιζήσουν θα έχουν μισθό τους, τους πλούσιους θησαυρούς της πόλης. Αφού περιήλθε μαζί με σώμα γενιτσάρων όλο το στρατό και τον στόλο, μοίρασε 2.000 σκάλες για αναρρίχηση στα τείχη και διέταξε το απόγευμα της 28ης Μαΐου ανάπαυση προ της γενικής επίθεσης την επομένη.
   Διαφορετική κατάσταση επικρατούσε μέσα στην πόλη. Από τις φωταψίες, τις κραυγές, τους αλαλαγμούς, τα τύμπανα και τις κινήσεις στο στρατόπεδο των εχθρών, καταλάβαιναν οι Έλληνες ότι πλησίαζε η κρίσιμη ημέρα.  Λύπη στις ψυχές των πολλών ενώ δεν έλειπε και η διχόνοια ανάμεσα στους εντόπιους και ξένους και σε πολλούς εξ αιτίας του εκκλησιαστικού ζητήματος. Αυτή η ψυχολογική διαφορά επικρατούσε μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Ο βασιλιάς μίλησε θερμά σε όλους τους συγκεντρωμένους να πολεμήσουν για την πίστη, την πατρίδα, τον βασιλιά για τους συγγενείς και φίλους τους. Στην αγία οσιοπαρθενομάρτυρα Θεοδοσία που γιόρταζε και γιορτάζει στις 29 Μαΐου, απηύθυναν τις παρακλήσεις και ικεσίες τους, υπερπληρώνοντας την Αγία Σοφία. Συλλειτούργησαν ο Πατριάρχης με τον απεσταλμένο του Πάπα έλληνα καρδινάλιο  Ισίδωρο, πρώην Κιέβου. Μνημονεύτηκε και ο Πάπας κοντά στον Πατριάρχη. Ξεροκατάπιε ο Κωνσταντίνος, αλλ’ έκανε πως δεν άκουσε! Αρκεί να σωθεί η Πατρίδα και μετά βλέπουμε, ήταν ο λογισμός του. Απ’ έξω πολλοί θερμοκέφαλοι και αμετακίνητοι ανθενωτικοί, λοιδορούσαν, ειρωνευόταν και βλασφημούσαν! Στη συνέχεια κοινώνησε στην Αγιά Σοφιά, ενώ οι κληρικοί ανέπεμπαν παρακλήσεις, δεήσεις, ικεσίες και ψαλμωδίες στο Θεό και την Παναγία. Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά το βράδυ εκείνο στην μεγάλη εκκλησία, ήθελε ολοκληρωθεί η παράκληση για σωτηρία και με λιτανεία των θείων εικόνων πέριξ των τειχών.  Να ακουσθεί και το ‘’υπερμάχω στρατηγώ…’’. Να εμψυχωθούν οι μαχόμενοι, ότι έχουν σύμμαχο την Παναγία. Όμως, όπως λέγει ο ιστορικός, όλα τα είχαν οι ευλογημένοι, δεν τους έλειπε και η δεισιδαιμονία, που κάνει τον άνθρωπο μοιρολάτρη. Η νύχτα της λιτανείας ήταν βροχερή! Αστραπές και βροντές διέσχιζαν τον ουρανό. Καταρρακτώδης βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Τα ακραία ανοιξιάτικα φαινόμενα, συνήθη την εποχή αυτή, θεωρήθηκαν από πολλούς ως έργο αοράτων θεϊκών δυνάμεων! Όταν μάλιστα έπεσε από τα χέρια η εικόνα της Παναγίας μέσα στα νερά και τις λάσπες, όλοι, αφού δαγκώθηκαν, αποφάνθηκαν:
    …Είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει…
    Αυτή ήταν η ψυχολογία του αμάχου πληθυσμού εντός των τειχών. Από την άλλη,  όλη τη νύχτα ο βασιλιάς επιθεωρούσε τα τείχη, για να δει ότι όλα βρίσκονταν όσο καλά μπορούσαν και ότι οι φύλακες είναι έτοιμοι.
   Η σύγκρουση τις πρωινές ώρες ήταν επική! Αλλεπάλληλες επιθέσεις αλαλαζόντων και ατέλειωτων στιφών αποκρούονταν με αυτοθυσία από τους λίγους υπερασπιστές, ενώ τα κανόνια με τις βαριές πέτρινες μπάλες, συνέχιζαν το καταστροφικό τους έργο. Απέναντι από το κρίσιμο σημείο, την Πύλη του Ρωμανού, παρέταξε ο σουλτάνος, με τις πολλές εφεδρείες του, τρία αλλεπάλληλα σώματα, βασιβουζούκων, νεοσυλλέκτων και των εκλεκτών γενιτσάρων. Η άμυνα απέκρουσε τις πρώτες επιθέσεις, όπως με επιτυχία αντιστεκόταν και στις επόμενες. Παραδόξως ήχησαν οι καμπάνες μέσα στην πόλη και πολλοί έτρεξαν στις εκκλησίες για να ζητήσουν την θεϊκή βοήθεια. Άλλοι έτρεξαν στα τείχη, μεταφέροντας πολεμοφόδια. Ο Κωνσταντίνος και ο γενουάτης Ιουστινιάνης αμύνονταν ηρωικά και αποτελεσματικά. Απέναντι ο σουλτάνος έφριξε από τον εγωισμό του και με το ρόπαλο στο χέρι να κατεβαίνει στα κεφάλια των στρατιωτών του, επιτέθηκε ως  επικεφαλής των εκλεκτών γενιτσάρων.

  Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ…
   Είχε πια ξημερώσει η 29 Μαΐου και στην πύλη του Ρωμανού κυμάτιζε ακόμη η σημαία με τον δικέφαλο. Ο βασιλιάς φώναζε χαρούμενος: Συστρατιώτες, η νίκη είναι δική μας… Ο Θεός υπέρ ημών πολεμά… Και ενώ έλεγε αυτά, τραυματίζεται με βέλος ο Ιουστινιάνι, που, παρά τις παρακλήσεις του βασιλιά να παραμείνει, έστω για ψυχολογικούς λόγους, αυτός αποχώρησε για να δέσει την πληγή του. Για την αποχώρησή του ειπώθηκαν, κατά το εθνικό ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, άδικες κρίσεις, όλους τους επόμενους χρόνους. Ενώ μέχρι τότε απολάμβανε της εμπιστοσύνης του Βασιλιά, που του ανέθεσε, παρ’ όλο που ήταν Γενουάτης, την γενική αρχηγία της αντίστασης, με την αποχώρησή του, χαρακτηρίσθηκε από πολλούς, που δεν συμπαθούσαν τους ξένους ανάμεσά τους, προδότης, άνανδρος, υπαίτιος της άλωσης… Ο εθνικός μας ιστορικός ρητά υποστηρίζει ότι η άλωση δεν οφείλεται στην αποχώρηση του Ιουστινιάνι. Μπορεί να προκάλεσε δυσφορία και ταραχή στο στράτευμα, αλλά η άλωση συνέβηκε από άλλη αιτία.
   Οι Τούρκοι, όταν κατάλαβαν ταραχή της φρουράς από τον τραυματισμό και αποχώρηση του Ιουστινιάνι, επιτέθηκαν με περισσότερη μανία και σφοδρότητα. Η καταστροφή των τειχών από τα βαρέα κανόνια συνεχιζόταν ολοένα περισσευούμενη. Η άμυνα δεν προλάβαινε να τις επιδιορθώνει. Κατά τον ιστορικό εκεί κρίθηκε η αντίσταση.  Η επίθεση έγινε κυρίως στην πύλη του Ρωμανού χωρίς ωστόσο να κατορθωθεί τίποτε το αξιόλογο, όταν ξαφνικά, κοντά στον πανικό από την αποχώρηση του Ιουστινιάνι, ένα απροσδόκητο περιστατικό τους έφερε μέσα στην πόλη. Υπήρχε μια μικρή πύλη μισοθαμμένη στα θεμέλια του τείχους, χωρίς καλά – καλά να φαίνεται, που χρησίμευε να μπαίνει και να βγαίνει η φρουρά, που ενίσχυε την άμυνα. Μιλούμε για τη  γνωστή στην ιστορία Κερκόπορτα.
   Η πόρτα αυτή ήταν μικρή και δεν φαινόταν εύκολα. Εκείνη την ημέρα της εφόδου ξέχασαν να την ξανακλείσουν. Μερικοί Τούρκοι που πολεμούσαν εκεί, μπήκαν μέσα, αρχικά γύρω στους πενήντα και έπειτα περισσότεροι και άλλοι πάλι βοηθούμενοι από αυτούς ανέβηκαν στα τείχη και έστησαν την ημισέληνο. Βλέποντας αυτά ο σουλτάνος επιτέθηκε με περισσότερη σφοδρότητα, ενώ ο Κωνσταντίνος, που μέχρι στιγμής απέκρουσε τέσσερις επιθέσεις και πίστευε ότι στο τέλος θα νικήσει την επιμονή του Μωάμεθ Β΄, είδε ξαφνικά τους εχθρούς να μπαίνουν μέσα στα τείχη και να τον περικυκλώνουν από παντού. Στον αέρα ακουγόταν η ανατριχιαστική κραυγή
   …Εάλω η πόλις … εάλω η πόλις…, που έφερνε τον πανικό στους αμυνόμενους.
    Τότε απελπίστηκε και αφού κτύπησε το άλογο, όρμησε στο πυκνότερο στίφος των αντιπάλων, για να αγωνιστεί όπως ο τελευταίος στρατιώτης. Και το αίμα ποταμηδόν έρρεε από τα χέρια και τα πόδια του κατά τον αυτόπτη ιστορικό μάρτυρα. Στο τέλος αναγκάστηκαν όλοι να υποχωρήσουν μπροστά στον χείμαρρο των εχθρών, που όλο και μεγάλωνε. Οι περισσότεροι από τους ανώτερους αξιωματικούς σκοτώθηκαν ή συμπαρασύρθηκαν από το σμήνος των επιδρομέων.
   Κάποια στιγμή κυκλωμένος από εχθρικούς σπαθοφόρους, αφού το επιτελείο του όλο είχε πληγωθεί και σκοτωθεί, ακούσθηκε ο η φωνή του Κωνσταντίνου:   “… Δεν υπάρχει χριστιανός να λάβει την κεφαλή μου; Η πόλις αλίσκεται και εγώ ζω έτι; …”

 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
    Μόλις είπε αυτά ένας τούρκος τον κτύπησε και τον πλήγωσε στο πρόσωπο. Ο βασιλιάς ανταπέδωσε το κτύπημα, αλλά δέχθηκε φοβερό κτύπημα στο κεφάλι από πίσω και έπεσε, όπως εκείνη την ώρα έπεφτε και η πόλη.
    Έμεινε εκεί πεσμένος ανάμεσα σε άλλους σκοτωμένους, άγνωστος, γιατί, αν και φορούσε τα κόκκινα σανδάλια του με τους κεντημένους δικεφάλους, δεν έγινε αντιληπτός από τους ανθρώπους εκείνους, που έτρεχαν στο κέντρο της πόλης για αρπαγή και λεηλασία.
   Πράγματι ολόκληρη η πόλη βρισκόταν πια στη διάθεση των εχθρών. Τρεις μέρες κράτησε η λεηλασία και η σφαγή, όπως υποσχέθηκε ο Μωάμεθ, ο οποίος μπήκε τελευταίος και μεγαλοπρεπής στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε…
   Η σωρός του Κωνσταντίνου αναγνωρίσθηκε από τα κόκκινα βασιλικά πέδιλα ανάμεσα στα πολλά πτώματα εκεί κοντά στην πύλη του Ρωμανού. Με σεμνή μάλλον τελετή, ύστερα από εντολή του Μωάμεθ Β΄, έγινε η ταφή του, ενώ ένας ασήμαντος τάφος που υπάρχει σε υποβαθμισμένη σήμερα περιοχή, θεωρείται ότι φιλοξενεί τον αυτοκράτορα. Ένα καντήλι με λάδι κάθε βράδυ έκαιγε πάνω στον τάφο του.
   Η σφαγή των δύστυχων χριστιανών, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των ιστορικών, κυμάνθηκαν περί τις τέσσερις χιλιάδες ψυχές. Οι περισσότεροι, όσοι δεν κατάφεραν να απομακρυνθούν και κατέφυγαν στις εκκλησίες επικαλούμενοι βοήθεια του Θεού, οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία και τα σκλαβοπάζαρα της ανατολής. Η Πόλη ερημώθηκε από τον πληθυσμό της! Η Κωνσταντινούπολη με την χιλιόχρονη παρουσία της ως πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, έπαψε να υπάρχει ελεύθερη για τον χριστιανικό πληθυσμό της.

 ΘΡΗΝΟΙ, ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΛΑΪΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
   Ο απλός λαός θρήνησε την άλωση της Πόλης. Η λαϊκή παράδοση   καλλιέργησε θρύλους γύρω από τα γεγονότα και συντήρησε την προσδοκία της απελευθέρωσης. Που ωστόσο αποτελεί την μοναδική πρωτεύουσα έθνους που δεν έχει ακόμη ελευθερωθεί, όπως ακούω συχνά, να παραπονείται ο φίλος μου Θρακικής καταγωγής διακεκριμένος νομικός του Κιλκίς Ξενοφών Στεργιάδης.
   Από τα λαοφιλέστερους θρήνους, το …πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι…, ή η Ρωμανία κι αν έπεσεν η Ρωμανίαν κι αν πάρθεν, ανθεί και φέρει κι άλλο… Οι παραδόσεις όπως, ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, ο παπάς που χάθηκε στο τείχος, που κάποτε όταν θα απελευθερωθεί η Πόλη θα βγει, να τελειώσει τη λειτουργία …,… τα ψάρια του καλόγερου… Η αγία Τράπεζα που βυθίσθηκε στη γαληνεμένη θάλασσα του Μαρμαρά…

  ΕΠΙΛΟΓΟΣ
   Θα αναφερθώ σε τρείς περιπτώσεις που θέλησε ή ήθελε επιχειρηθεί να απελευθερωθεί η Κωνσταντινούπολη, η μόνη κατά μερικούς σκλαβωμένη πρωτεύουσα στον κόσμο!
   Η πρώτη κατά το εικοσιένα, με έναρξη από αυτήν κατά τους φιλικούς  της επανάστασης και κατάληψης αυτής, σχέδιο που εγκαταλείφθηκε, λόγω διαρροής.
   Αναφορά στην Πόλη έκανε, όταν καταλήφθηκαν τα Γιάννενα το 1913, ο Πόντιος δεσπότης Γερβάσιος Ωρολογάς κατά το λόγο του στη δοξολογία απευθυνόμενος στον διάδοχο Κωνσταντίνο, που του υπενθύμισε ότι ο ρόλος του θα τελειώσει με την απελευθέρωση της Πόλης και της καθ’ ημάς ανατολής.
   Τρίτη φορά κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αποκλείσθηκε οποιαδήποτε βλέψη προς αυτή, από την αξίωση και επιμονή των Ρώσων, στην κυριαρχία των οποίων προορίζονταν από τους συμμάχους, αρκεί να μπαίνανε στο πόλεμο οι Ρώσοι στο πλευρό τους, εκεί που ήθελε να μας εντάξει ο κυβερνήτης Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι Ρώσοι φοβούνταν και το έλεγαν ότι δεν θέλουμε τους Έλληνες στην κοινή συμμαχία , γιατί αυτοί είναι βέβαιο ότι θα διεκδικήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους επί  της Κωνσταντινούπολης ως κληρονόμοι αυτής.  Τότε μας πείσανε ότι πρέπει να περιορισθούν οι βλέψεις μας μέχρι την γραμμή Αίνου – Μήδειας, που άφηνε απ’ έξω συμπαγείς Ελληνικούς πληθυσμούς της Πόλης και ένθεν και εκείθεν της θάλασσας του Μαρμαρά.
   Τα δε κατακλυσμιαία γεγονότα, που ακολούθησαν κατά τους δύο πολέμους και μετά από αυτούς, όχι μόνο μείωσαν δραστικά τον ελληνικό πληθυσμό της Πόλης, αλλά για τη ώρα απομάκρυναν κάθε σκέψη επανάκτησής της.