Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024, 8:11:43 μμ
Κυριακή, 16 Δεκεμβρίου 2018 21:32

Η κοινωνία ζητά απτές αποδείξεις

Του Ανδρέα Μακρίδη.

Η ρύθμιση για την μη περικοπή των συντάξεων, πέρασε απ' τη Βουλή με αξιοζήλευτη ομοφωνία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Οι συνταξιούχοι που έμαθαν να απαισιοδοξούν και να περιμένουν το χειρότερο, εκπλήσσονται ευχάριστα. Τι λένε όμως οι υπόλοιποι πολίτες; Υπάρχουνε πολίτες που θα έπρεπε να δυσαρεστηθούν από τη ρύθμιση;


Οι περικοπές των συντάξεων δεν αφορούσαν τους χαμηλοσυνταξιούχους. Αφορούσαν 900.000 ανάμεσα στα 2,58 εκατομμύρια συνταξιούχους της χώρας – εκείνους που τα έφερναν βόλτα καλύτερα απ' τους άλλους. Και το μέτρο αποσκοπούσε στην εξοικονόμηση 2,9 δισ. ευρώ ετησίως, τα οποία η Ε.Ε. αποδέχεται πως θα βρεθούν από αλλού.
Αν η συνέπεια ενός κράτους απέναντι στους συνταξιούχους του είναι αξίωση των πολιτών, η συνέπεια μιας κοινωνίας απέναντι στους ξωμάχους της είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Μια κοινωνία που καταγγέλλει τη μνημονιακή πολιτική ως αντισυνταγματική και παράλογη, δικαίως θεωρεί την άρση των συνεπειών των τριών μνημονίων ως αδιαπραγμάτευτη συνθήκη για να θεωρήσει μία διαπραγμάτευση ως επιτυχημένη, έστω και κατ' ελάχιστον. Την ίδια ωστόσο ώρα, που οι υψηλότερες συντάξεις γλιτώνουν τις περικοπές, οι νεώτερες γενιές εργαζομένων, καταλήγουν να εξασφαλίζουν μισθούς κατά πολύ μικρότερους από τις συντάξεις των παλαιοτέρων. Κι αυτό κατά τη γνώμη μας, συνιστά κραυγαλέα ανορθογραφία.
Όσο κι αν οι συντάξεις κατάφεραν εν πολλοίς να κρατήσουν όρθια μια οικονομία που κατέρρεε, συνιστά κραυγαλέα ανορθογραφία να φροντίζει ο συνταξιούχος τον άνεργο εγγονό του, ή το παιδί του που μόλις έχει πιάσει δουλειά και προσπαθεί να στήσει μια οικογένεια. Την ώρα που η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση ερίζουν για το ποιος έχει τις περισσότερες ευθύνες για τη δημοσιονομική κρίση και την οκτάχρονη μνημονιακή εποπτεία, την ώρα που σκιαμαχούν για το αν τελούμε ακόμα υπό μνημονιακό καθεστώς ή όχι, μια ολόκληρη κοινωνία καλείται να πανηγυρίσει για το ότι κατάφερε να εξασφαλίσει 2,9 δισ. ευρώ για τις συντάξεις, με ανασφαλείς θέσεις εργασίας, με εργασιακά δικαιώματα υποβαθμισμένα, με τις δικές τις συνταξιοδοτικές απολαβές ψαλιδισμένες. Αν αυτό “ήταν δίκαιο και έγινε πράξη”, ποιο ήταν το αντάλλαγμα;
Με ιδιαίτερη ικανοποίηση είδαμε την εβδομάδα που μας πέρασε, την Νέα Δημοκρατία και την ΔΗΣΥ, να καταθέτουν προτάσεις για την αντιμετώπιση του δημογραφικού. Για λογαριασμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο βουλευτής Λαρίσης, Μάξιμος Χαρακόπουλος, παρουσίασε στη Βουλή ένα φιλόδοξο πρόγραμμα, που πέραν από τις συνηθισμένες φοροαπαλλαγές και τα οικονομικά κίνητρα για την ανατροφή παιδιών, περιλαμβάνει και μέτρα ιδιαίτερης ανθρώπινης ευαισθησίας, όπως ο “εμπιστευτικός τοκετός” για την αποφυγή της εγκατάλειψης βρεφών, η αύξηση του αριθμού εισαγγελέων ανηλίκων για να διεκπεραιώνονται ταχύτερα οι διαδικασίες υιοθεσιών, και βεβαίως η δύσμοιρη σεξουαλική αγωγή – την οποία πολύ θα θέλαμε να δούμε, πώς την εννοεί η ΝΔ, δεδομένης της στάσης της Εκκλησίας. Το ολοήμερο σχολείο επίσης, συνιστά πόθο κάθε γονέα, αλλά και εκπαιδευτικό μονόδρομο.
Η ΔΗΣΥ από την πλευρά της, προτείνει μεταξύ άλλων στεγαστική συνδρομή για κάθε οικογένεια, για διάστημα δύο ετών από την απόκτηση νέου παιδιού, και έναν αποταμιευτικό λογαριασμό για κάθε παιδί, με εισφορές των γονέων του και της πολιτείας, προκειμένου ο νέος να μπορεί να τον χρησιμοποιήσει για τις σπουδές του ή για την έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας.
Οι προτάσεις βέβαια είναι ακοστολόγητες – και στη γωνία περιμένει πάντα ο μπαμπούλας του υπουργείου Οικονομικών. Η κάθε αντιπολίτευση, μπορεί βεβαίως να προτείνει εκ του ασφαλούς και να αθετεί μετά τις υποσχέσεις της (το έργο, το βλέπουμε διαρκώς). Η κυβέρνηση όμως που επαίρεται το ότι “έβγαλε την Ελλάδα απ' τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια” οφείλει να σκύψει στις προτάσεις αυτές, και να δεχθεί έναν ειλικρινή, έντιμο και όσο το δυνατόν συναινετικό διάλογο. Η κοινωνία ζητά απτές κινήσεις που να βεβαιώνουν πως “η χώρα γυρίζει σελίδα” και οι κινήσεις αυτές, θα πρέπει πρωτίστως να αφορούν εκείνους που κλήθηκαν σαν τον Λαέρτη της Τροίας, να σηκώσουν τους πατεράδες και τους παππούδες τους στον ώμο.