Η φρουρά του Ντόβα – Τεπέ δεν είχε προβάλλει αντίσταση, αποχώρησε αφήνοντας το στα χέρια των Αγγλογάλλων που εννοούσαν να πολεμήσουν τους εχθρούς τους, τις Κεντρικές Δυνάμεις, στο έδαφος της ουδέτερης Ελλάδας. Μια ουδετερότητα όμως που δεν είχε την στήριξη του Ελ. Βενιζέλου.
Και ενώ συνέβαιναν τα παραπάνω γεγονότα, η Ελλάδα βίωνε έναν «άτυπο» εμφύλιο πόλεμο ο οποίος έμελλε να έχει πολλές επιπτώσεις ως και τη δεκαετία του ’40. Ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχαν διαφορετικές εκτιμήσεις για την στάση της Χώρας. Ο Κωνσταντίνος επέμενε σε ουδετερότητα, η οποία όμως εμμέσως ωφελούσε την Γερμανία (η βασίλισσα ήταν αδερφή του Κάϊζερ) και την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, ο δε Βενιζέλος προσδοκούσε οφέλη για τη χώρα από τη συμμαχία με τις δυνάμεις της Αντάντ,, δηλαδή Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και από το 1915 και Ιταλία.
Εξαιτίας λοιπόν του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, των συμμαχιών που δημιουργήθηκαν και των συγκρούσεων που ξέσπασαν, η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο και η ουδετερότητα της εκείνη την περίοδο δεν διασφάλιζε τίποτα απ’ αυτά που απέκτησε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Άλλωστε οι κυριότεροι εχθροί του ελληνισμού τότε, Τουρκία και Βουλγαρία είχαν ήδη υπογράψει συμφωνία συμμαχίας. Την ίδια περίοδο οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι πολύ τεταμένες λόγω του πρόσφατου πολέμου αλλά και των διωγμών που ασκούσαν οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων ιδίως των Μικρασιατικών παραλίων, με την καθοδήγηση πάντα της Γερμανίας. Τουρκία και Βουλγαρία περίμεναν την ευκαιρία για να επανέλθουν στα εδάφη που έχασαν πρόσφατα. Και καθώς ερχόταν το μοιραίο για την Ευρώπη και την ανθρωπότητα, η Τουρκία περίμενε από στιγμή σε στιγμή να της παραδοθούν από τα Βρετανικά ναυπηγεία, τα δύο τρομερά πλοία με τον βαρύτερο για την εποχή οπλισμό, και όσο πλησίαζε η στιγμή της παράδοσης, τόσο αυξάνονται και οι απειλές των Τούρκων που διατυμπάνιζαν ότι θα τα «ξανακουβεντιάσουμε» με τους Έλληνες.
Στο μεταξύ οι διωγμοί στη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και στον Πόντο γίνονται όλο και πιο έντονοι και πιο σκληροί.
Ο Βενιζέλος βρίσκεται στο Μόναχο αναζητώντας τρόπους αποφυγής ενός νέου πολέμου με την Τουρκία, όταν μαθαίνει πως η Αυστροουγγαρία, σύμμαχος της Γερμανίας, είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Σερβία και πριν προλάβει να επιστρέψει στην Αθήνα η Γερμανία είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσία πως ως προστάτης της Σερβίας είχε κινητοποιηθεί κατά της Αυστροουγγαρίας. Παράλληλα οι γερμανικές στρατιές είχαν εισβάλλει και στη Γαλλία, σύμμαχό της Ρωσίας, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου, πράγμα που την επομένη παρέσυρε και την Αγγλία.
Το Ολοκαύτωμα της Ευρώπης είχε αρχίσει.
Η δολοφονία του διαδόχου του Αυστροουγγρικού θρόνου Φερδινάνδου ένα χρόνο πριν (28 Ιουλίου 1914) στο Σεράγιεβο από Σέρβο φοιτητή, ήταν μάλλον η αναμενόμενη αφορμή για την αυστριακή πολιτική να ξεκαθαρίσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τους Βαλκανικούς πολέμους στη Βαλκανική Χερσόνησο, όπου πλέον η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαψε να είναι δυναμικά παρούσα.
Αυτή η νέα κατάσταση αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για τους πολιτικούς τους στόχους και τα συμφέροντα των Κεντρικών Δυνάμεων.
Μόλις ένα μήνα μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παραιτείται ο υπουργός των εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ ύστερα από διαφωνία του με τον Βενιζέλο, ο οποίος δηλώνει λίγο αργότερα στους πρεσβευτές Γαλλίας και Αγγλίας ότι η Ελλάδα τάσσεται στο πλευρό τους αν αναγνωριστεί ως σύμμαχος. Τον Ιανουάριο του 1915 η Αγγλία προτείνει για δεύτερη φορά συμμαχία στην Ελλάδα προσφέροντας «εδαφικές παραχωρήσεις» επί της παραλίας της Μικράς Ασίας. Τον Φεβρουάριο ο Βενιζέλος προτείνει στους Συμμάχους τη σύμπραξη του ελληνικού στρατού στις επιχειρήσεις της Καλλίπολης, οι Αγγλογάλλοι είχαν ήδη αποβιβάσει τάγμα πεζοναυτών στη Λήμνο. Ο Κωνσταντίνος αρνείται τη συμμετοχή του ελληνικού στρατού και ο Βενιζέλος παραιτείται. Στις εκλογές του Μαϊου του 1915 οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν και όταν η Βουλγαρία ήταν έτοιμη να κινηθεί κατά της Σερβίας τον Σεπτέμβριο του 1915 ο Βενιζέλος επεδίωξε ξανά την ανάμειξη της Ελλάδας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι παραιτείται εκ νέου, ενώ στις εκλογές του Δεκεμβρίου οι Φιλελεύθεροι δεν συμμετείχαν. Οι Αγγλογάλλοι αγνοώντας την Ελληνική ηγεσία είχαν τον Σεπτέμβριο αποβιβάσει στη Θεσσαλονίκη στρατεύματα, την περίφημη πολυεθνική στρατιά της Ανατολής με αρχηγό τον Γάλλο στρατηγό Μωρίς Σαράιγ. Η στρατιά αυτή ήταν περιχαρακωμένη σ’ ένα τεράστιο στρατόπεδο, από τη Βέροια και τα Γιαννιτσά ως τις εκβολές του Στρυμόνα και ως τις άκρες της Χαλκιδικής στο νότο. Τον Οκτώβριο του 1915 η Αγγλία προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα αν αυτή ταχθεί με την Αντάντ, η κυβέρνηση Ζαϊμη απορρίπτει την προσφορά. Αρχές του 1916 οι Γάλλοι καταλαμβάνουν την Κέρκυρα με στόχο την αναδιοργάνωση του Σερβικού στρατού. Λίγους μήνες αργότερα γερμανικά και Βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Μακεδονία, φτάνοντας μέχρι το οχυρό Ρούπελ και στη συνέχεια την Ανατολική Μακεδονία και σε τμήματα της Δυτικής Μακεδονίας. Τον Απρίλιο και Μάιο του 1916 ο ανασυγκροτημένος στην Κέρκυρα σερβικός στρατός μεταφέρεται στη Μακεδονία. 13 Μαίου το οχυρό Ρούπελ παραδίδεται στους Γερμανούς και τους Βούλγαρους και ο στρατηγός Σαράιγ επιβάλλει στρατιωτικό νόμο στη Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα επιβάλλεται και μερικός αποκλεισμός των παραλιών της Ελλάδας. Τον Ιούνιο οι Άγγλοι απαιτούν με τελεσίγραφο την αποστράτευση της Ελλάδας, και τον Αύγουστο οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν την Φλώρινα, οι δε επιχειρήσεις στο Μακεδονικό Μέτωπο γενικεύονται.
Τον Αύγουστο του 1916 οι βενιζελικοί αξιωματικοί μη αντέχοντας να βλέπουν την εισβολή των Βουλγάρων σε ελληνικά εδάφη (εδάφη που απελευθερώθηκαν πριν από τρία χρόνια με τεράστιες θυσίες) αλλά και την απραξία της ελληνικής ηγεσίας, πρωτοστάτησαν στο «Κίνημα της Θεσσαλονίκης» επιδιώκοντας τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την κατάληψη και της Καβάλας από τους Βούλγαρους και την παράδοση του Δ’ Σώματος στρατού στους Γερμανούς.
Τέλη Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος αναλαμβάνει την ηγεσία του κινήματος και κηρύσσει τον πόλεμο κατά των κεντρικών δυνάμεων και τον βασιλιά έκπτωτο στην Αθήνα. Ο μητροπολίτης Θεόκλητος αναθεματίζει τον Βενιζέλο και ξεσπούν βίαια επεισόδια. Η χώρα ουσιαστικά είναι κομμένη στα δύο και ο μεγάλος Διχασμός είναι πλέον πραγματικότητα.
Σταδιακά η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επεκτείνει την επιρροή της σε άλλες περιοχές και τον Ιούνιο του 1917 ο Βενιζέλος συγκροτεί στην Αθήνα νέα κυβέρνηση. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε ήδη αναχωρήσει ένα μήνα πριν από την Ελλάδα. Έτσι τερματίστηκε ο κρατικός διχασμός όχι όμως και ο ψυχικός διχασμός του ελληνικού λαού κατατρώγοντας κάτω από την επιφάνεια της κρατικής ενότητας δυσαναπλήρωτες ζωτικές δυνάμεις, με αποκορύφωμα του Διχασμού τη μεγάλη Μικρασιατική Καταστροφή.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που η προσωρινή κυβέρνηση του Βενιζέλου εγκαταστάθηκε στο κτήριο του 3ου Σώματος Στρατού στη Θεσσαλονίκη καταπιάστηκε αμέσως με πρωταρχικό και κατεπείγον έργο της, την συγκρότηση στρατού. Ήδη η επιτροπή της Εθνικής Αμύνης είχε προχωρήσει στο σχηματισμό δύο μεραρχιών, των Σερρών και της Θεσσαλονίκης και αποφασίζεται η συγκρότηση άλλων δύο, της Κρήτης και του Αρχιπελάγους. Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέπλευσαν το θωρηκτό Ύδρα και δύο ακόμη αντιτορπιλικά και στο αεροδρόμιο προσγειώθηκε ολόκληρος ο αεροπορικός στολίσκος της Ελλάδας. Μέσα σ’ ένα μήνα έχουν προσέλθει 200 μόνιμοι και 400 έφεδροι αξιωματικοί και 20.000 άνδρες, οι πιο πολλοί αγύμναστοι. Άλλα η επιστράτευση δεν είναι καθόλου εύκολη. Ο εξόριστος βασιλιάς από την Ελβετία και ο κρατικός μηχανισμός στην Αθήνα διευκολύνουν και υποκινούν τις λιποταξίες.
Σ’ αυτό συνέβαλε σημαντικά και η πολιτεία του Σαράιγ στη Μακεδονία που θίγει βαθιά το εθνικό φιλότιμο των Ελλήνων. Την λύση απέναντι στις ατομικές και ομαδικές λιποταξίες την «βρήκε» ο Πάγκαλος ο οποίος συγκρότησε έκτακτο Στρατοδικείο υπό την προεδρία του. Στο μεταξύ έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να διαδραματίσει και η Στρατιά της Ανατολής τον ιστορικό της ρόλο. Δυόμιση χρόνια αυτή η κοσμοπολίτικη στρατιωτική δύναμη έσκαβε χαρακώματα στη Μακεδονία (περιβολάρηδες της Θεσσαλονίκης τούς έλεγαν όσοι μάχονταν στο Δυτικό Μέτωπο) χωρίς να της έχει ανατεθεί κάποια σοβαρή αποστολή. Έτσι όταν έφτασε η κρίσιμη ώρα η Ελληνική κυβέρνηση είχε ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες, η επιστράτευση είχε τώρα ολοκληρωθεί και ο Σαράιγ είχε αντικατασταθεί αρχικά από τον Γκυγιώμ και από τον Ιούνιο του 1918 από τον Φρανσέ ντ’ Εσπερέ. Το φρόνημα των 63 ελληνικών ταγμάτων, συγκρατημένα σε δέκα Μεραρχίες ήταν τώρα υψηλό, όπως είχε διαπιστώσει ο αρχιστράτηγος Δαγκλής και όπως θα εξακρίβωναν οι Γάλλοι στην πρώτη μεγάλη «πειραματική» δοκιμασία την αιματηρή Μάχη του Σκρα
Επίθεση με την ξιφολόγχη
Το όνομα αυτό (Σκρα) που πέρασε στις λαμπρότερες σελίδες της νεώτερης στρατιωτικής μας ιστορίας είναι συγκοπή της ονομασίας ενός υψώματος, του Σκρα Ντι Λέγκεν.
Στις προπαρασκευαστικές ενέργειες τους οι Αγγλογάλλοι που εξαπολύουν την γενική τους επίθεση στη Μακεδονία, διενεργούν την άνοιξη του 1918 μια σειρά από επιθετικές επιχειρήσεις. Θέλοντας ο Γάλλος αρχιστράτηγος Γκυγιώμ να δοκιμάσει στο πεδίο της μάχης την «ανδρεία» και ικανότητα του ελληνικού στρατού σε επιχείρηση κάπως σοβαρή, ανέθεσε την εκπόρθηση του Σκρα στις Ελληνικές δυνάμεις. Επτά συντάγματα βουλγαρικού πεζικού κρατούσαν το φυσικά απόρθητο και καλά οχυρωμένο ύψωμα. Την επίθεση ανέλαβε το σώμα στρατού που διοικούσε ο στρατηγός Εμμ. Ζυμβρακάκης. Στις τέσσερις το απόγευμα της 16/29 Μαϊου 1918, 430 συμμαχικά πυροβόλα άρχισαν να βάλλουν σ’ ένα μέτωπο δέκα χιλιομέτρων και το επόμενο πρωί 17 Μαίου το ελληνικό πεζικό ρίχτηκε στην έφοδο. Ήταν ένας περίεργος συνδυασμός της πιο εξελεγμένης ευρωπαϊκής επιθετικής τακτικής και του πατροπαράδοτου «ρωμέικου» πολεμικού τρόπου. Ως εκείνη την ημέρα στα μέτωπα του Μεγάλου Πολέμου οι επιτιθέμενοι βάδιζαν καλυπτόμενοι από το φράγμα του πυροβολικού τους ώσπου να φτάσουν στα εχθρικά χαρακώματα και να δώσουν τη μάχη σώμα με σώμα. Οι Έλληνες προτίμησαν τη δική τους μέθοδο, αυτην που εφάρμοσαν πέντε χρόνια πριν στις μάχες του Κιλκίς και Λαχανά. Ήταν τόση η ορμή τους ώστε σε δέκα λεπτά είχαν καταλάβει τον πρώτο αντικειμενικό σκοπό. Ως το βράδυ όλο το ύψωμα του Σκρα είχε πέσει. Πληρώθηκε όμως με πολύ αίμα εκείνη η νίκη. 2.800 νεκροί και τραυματίες. Η κατάληψη του τρομερού οχυρού και οι 2.300 αιχμάλωτοι Βούλγαροι αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Ο ελληνικός στρατός ήταν τώρα έτοιμος για τη μεγάλη εξόρμηση. Η νίκη αυτή όχι μόνο δόξασε τα ελληνικά όπλα, αλλά είχε και γενικότερες ευνοϊκές επιπτώσεις στην εξέλιξη των συμμαχικών επιχειρήσεων ολόκληρου του Βαλκανικού Μετώπου.
Υ.Γ.1: Ένα χρόνο πριν Μάιος 1917 είχε γίνει μια άλλη εξίσου πολύνεκρη μάχη η μάχη του Ραβινέ, πιο πάνω από το χωριό Χαμηλό.
Υ.Γ.2: Σήμερα εκατό χρόνια μετά τον Μεγάλο Διχασμό, η πατρίδα μας βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με μεγάλα προβλήματα – Οικονομικό, προσφυγικό και την επιθετικότητα της Τουρκίας – δυστυχώς η μέχρι τώρα αντιμετώπιση τους είχε χαρακτηριστικά της εποχής του 1916, γι’ αυτό ο καθένας μας έχει χρέος και καθήκον να συμβάλλει στην ψυχική ενότητα του ελληνικού λαού
Βιβλιογραφία «Η Μεγάλη Ελλάς»
Ελευθ. Βενιζέλος πολιτικός ηγέτης, του Δημ. Βακά Αντιστράτηγος ε.α. Αθήνα 1964
«Ο Εθνικός Διχασμός» Εκδόσεις Φυτράκη