Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024, 9:51:26 πμ
Σάββατο, 22 Σεπτεμβρίου 2018 20:03

Τα ‘πούτζας’ της γραίας… Ε, ρε μάνα, με τ’ αντζία σ’

Του Αναστάσιου  Αμανατίδη.

Ο ‘Βιντέλης’ (γνωστό παρεφθαρμένο παρωνύμιο καλού πατριώτη και κοινωνικού χωριανού από μεγάλο καυκάσικο χωριό), ήταν πάντα εύχαρις και καλοπροαίρετος απέναντί μου, με τα καλά ποντιακά του. Είτε στο ιατρείο, όταν με επισκεπτόταν, είτε όταν συναντιόμασταν έξω στην πόλη ή και το χωριό, πάντα είχε την περιπαικτική διάθεση να διακωμωδήσει τρέχοντα κοινωνικά περιστατικά, πάντα στην καυκάσικη ποντιακή!

 

Εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού, μου έφερε την γραία μητέρα του, την κουρασμένη και λιπόσαρκη Λισάφ, για ιατρική εξέταση, κατ΄ επιθυμία και απαίτησή της.
…Θα παίρτ’ς με και πάς μίαν σον Τάσον Αμανατίδην τον διατρόν… (Θέλω να με πας μια μέρα για εξέταση στον γιατρό Τάσο Αμανατίδη…)
Την είχαν εξαντλήσει και αποσώσει ανησυχητικοί πόνοι στο στομάχι και είχε φανερά χάσει κιλά, που δεν την περίσσευαν κιόλας! Ήταν που ήταν κοντή και αδύνατη, σε αντίθεση με τον ‘προγάστορα’ γιο της, κατάντησε με τους κοιλιακούς πόνους, τα ενοχλήματα και την ανορεξία της, ‘πετσί και κόκκαλο’, που λένε. Ήταν δεν ήταν σαράντα πέντε κιλά!...
Το πρόβλημα με τις δύσκολες σκάλες του ιατρείου μου για τα παραμορφωμένα και αγκυλοποιημένα γόνατά της, λύθηκε με την αγκαλιά του χειροδύναμου γιου ‘Βιντέλη’. Την ξάπλωσε με προσοχή στο εξεταστικό κρεβάτι, στον ιδιαίτερο χώρο που εξέταζα τους ασθενείς...
Η γριά μάνα ήταν δύσκολο να ευθειάσει τα ξερακιανά γυμνά πόδια της, όταν επιχείρησα να την εξετάσω. Είναι αποδεικτικό στοιχείο για τον γιατρό, που εκτιμά, ότι με την κάμψη των ποδιών προστατεύεται μια κοιλιά, που πονά, ή τουλάχιστον μειώνεται ο πόνος της.
Το πρόσεξε και ο συνοδός υιός ‘Βιντέλης’απ’ τη δική του σκοπιά...
… Μάνα, ίσαξον τα ποδάρια σ’. (Μάνα, σιάξε τα πόδια σου…)
Έκανε πως δεν άκουσε η γριά! Συμμάζεψε περισσότερο τα αδύνατα κανιά της.
Ο ΄καυκάσιος’ γιος θέλησε να δημιουργήσει ‘ατμόσφαιρα’ για να αμβλύνει την σοβαρότητα της εξέτασης και συνέχισε!...
…Ε, ρε μάνα, ντο ‘πούτζας’ εσύρνες με τ’ αβούτα τ’ αντζία σ’ κάποτε… (πούτζα* στα ποντιακά λέγεται, κατά ένα ιδιωματισμό, η κλωτσιά, ή αλλιώς η λάχτα, από το λακτίζω και λαχτίζω, αντζία** δε, αποκαλούνται τα πόδια, τα σκέλη). Για τον αμύητο, έστω και Πόντιο, για αυτόν που δεν ξέρει σε βάθος και πλάτος τα ποντιακά, η λέξη παραπέμπει …αλλού! (Ε, ρε μάνα, τι κλωτσιές (πούτζες), που έδινες κάποτε με αυτά τα πόδια…) και εννοούσε, πως κατάντησαν, τα αδύναμα, σκέτα ‘’πετσί και κόκκαλο’’, αγκυλωμένα σημερινά άκρα της.
…Φύγον απ’ ατουκά, ’κι εντρέπεσαι, γότσια άγουρος, να περιπαίεις τη μάνα σ’, εμπροστά σον διατρόν… (Χάσου από τα μάτια μου, αδιάντροπε, επιτρέπεται, ολόκληρος άνδρας, να περιπαίζεις μπροστά στον γιατρό τη μάνα σου;…). Είπε η γραία μάνα του Βιντέλη και τράβηξε, μέχρι, όσο που έπαιρνε, το μαύρο λινό ξεθωριασμένο από το ‘πλύνε - βάλε’ φόρεμα, το μοναδικό κατάσαρκα κάλυμμα του σώματος, (ήταν καλοκαίρι) για να σκεπάσει έως κάτω από τα γόνατα τα γυμνά και αδύνατα γεροντικά πόδια της.
Αλλά το πρόβλημα της γραίας μάνας του Βιντέλη δεν τελείωσε στα λιπόσαρκα άκρα της, με τα πάλαι ποτέ ισχυρά λακτίσματα (πούτζες), που αποτέλεσαν την αφορμή της σημερινής γραφής και σημειώματός μας, μικρό δείγμα ενδεικτικό του τι ακούει ένας γιατρός!
Για την ιστορία πάντως και ικανοποίηση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη, μάνα και γιος δέχθηκαν την σύστασή μου για εισαγωγή στο νοσοκομείο για περισσότερη έρευνα και καλύτερη αντιμετώπιση, διότι για την περίπτωσή της δεν ήταν αρκετή, ούτε τελείωνε η επίσκεψη με μια πρώτη εξέταση σε κοινό εξωτερικό ιατρείο. Η διαίσθηση και οι φόβοι της γραίας για σοβαρότερες παθολογικές διεργασίες, επαληθεύτηκαν στο νοσοκομείο, όπως δικαιώθηκε η πίστη και απαίτηση της μάνας, για μία πρώτη επίσκεψη στον Αμανατίδη, διότι ο Τάσος ο γιατρός θα διαγνώσει και θα υποδείξει το καλύτερο. Γιατί ο Τάσον ο διατρόν έξ’ ’κι ρουζ’…
• πούτζα: Λάκτισμα μονόχηλου ζώου (με μονή χηλή ή αλλιώς οπλή κοινώς μονό νύχι, ως τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια) και πουτζιάζω: λακτίζω (Ιστορικό Λεξικό ποντικής διαλέκτου, Άνθ. Παπαδόπουλου σελ. 228).
** Αντζίν και αντζία: Από το μεσ. αντζίον και τούτο από το ουσ. αντικνήμιον και κατά σύντμηση αντίον: το από του γόνατος μέχρι του αστραγάλου μέρος, ή και ολόκληρο το πόδι. (Ιστ. Λεξ. Ποντικής διαλέκτου, Άνθ. Παπαδόπουλου σελ. 74)

Τα ‘λιλιά’ του γαμπρού
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 με βρίσκει να κάνω άσκηση, ως εξωτερικός άμισθος βοηθός στην καρδιολογική κλινική του ΚΝΘΒΕ, αργότερα νοσοκομείο ‘ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ’ στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης. Ήταν φυσικό, πολλοί με ανάλογα προβλήματα υγείας, στο Κιλκίς της τότε εποχής, να με επισκέπτονται στο ιατρείο που διατηρούσα στην οδό Γ. Καπέτα 14.
Ο Βλάσης Β., μακαρίτης τώρα, ήταν γνωστός μου από τα μαθητικά μου χρόνια. Ο καλός και αγαθός Πόντιος, θεώρησε υποχρέωσή του να με επισκεφθεί για συμβουλές για την πίεσή του, αλλά κυρίως, όπως μου είπε και θα αναφερθώ παρακάτω, να με κάνει κάποια ερώτηση για την ανατομία και τα όργανα του ανδρικού σώματος.
Το Κιλκίς ευτύχησε να έχει στην κοινωνία του την εποχή εκείνη, μιλάμε γύρω στο 1970, έναν καλό γιατρό, υψηλόσωμο και γεροδεμένο αλλά, παρά την σωματική του διάπλαση, με παιδική καρδιά, που κέρδισε την συμπάθεια των Κιλκισιωτών, όχι γιατί ήταν ο σύζυγος δυναμικής Κιλκισιώτισσας, αρχοντικής ποντιακής οικογένειας, αλλά γιατί είχε γενικά πολύ καλή διάγνωση και άδολη συμπεριφορά, σε όσους ‘έπεφταν’ στα χέρια του, ως θεράποντα ιατρού εννοούμε!
Ο γιατρός, μεγαλωμένος αλλού και σπουδαγμένος στη Θεσσαλονίκη, στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης του εδώ, συμμετείχε στις περισσότερες κοινωνικές εκδηλώσεις στην πόλη και ακολουθούσε, όπως ήταν φυσικό, τις νέες οικογενειακές υποχρεώσεις.
Παραβρέθηκαν κάποια φορά, καθώς άρχισε να μου αφηγείται ο συγγενής του Βλάσης στο ιατρείο, ως σοβαρό ζευγάρι νέων επιστημόνων, που προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα στο κοινωνικό προφίλ της οικογένειας, μια βραδιά προξενιού ευειδούς και γενικά ωραίας κόρης σε συγγενικό σπίτι στο Κιλκίς. Μετά τις συστάσεις, τα κεράσματα, τις αβρότητες, που επιβάλλουν οι περιστάσεις, μοιραία έφτασαν και στις πιο ουσιαστικές έως αδιάκριτες ερωτήσεις. Πήρε θάρρος και ο γαμπρός γιατρός, που ως γηγενής (εντόπιος), δε σας είπα, χρησιμοποιούσε με ευχέρεια τη ελληνόφωνη ντοπιολαλιά της Μακεδονίας, και με παιδική αφέλεια, ρώτησε διστακτικά:
Να πω κάτι κι εγώ;
…Βεβαίως, του απάντησε ένας από τους θείους, γαμπρός είσαι, άνθρωπος της οικογένειας…
…Δε μου λέτε, απευθυνόμενος στους προξενητάδες, από ‘λιλί’*, πως πάει ο γαμπρός;… Έχει πολύ ‘λιλί’; επανέλαβε από συγγενικό ενδιαφέρον!
Δαγκώθηκαν οι Πόντιοι της ομήγυρης, συγγενείς της κόρης. (‘Λιλί’ στα ποντιακά λέγεται το ανδρικό μόριο).
…Τι είναι αυτά, που ξεστομίζει ο επιστήμονας γαμπρός μας; Μας εξέθεσε ανεπανόρθωτα, είπαν μέσα τους και αλληλοκοιτάχθηκαν!
Ατάραχος ο ‘ντόπιος’ γιατρός, σε ενίσχυση του ενδιαφέροντός του, ήθελε να συνεχίσει, πάνω στο έχει ή δεν έχει ‘λιλί’ ο γαμπρός, γιατί όπως προσπαθούσε να εξηγήσει στους εμβρόντητους Πόντιους συγγενείς της γυναίκας του, ότι στη σημερινή εποχή και έρχονται και δύσκολες μέρες, χωρίς ‘λιλιά’ (μίλησε στον πληθυντικό) δεν γίνεται τίποτε.
Κάτι πήρε, ωστόσο, να καταλαβαίνει ο ‘αθυρόστομος’ γαμπρός γιατρός από την βουβαμάρα, που επικράτησε και επιχείρησε να επανορθώσει. Όπως εξηγούσε, στον τόπο του, την πατρίδα του, αλλά και σε άλλα εντόπια χωριά, ως ‘λιλί’ και ‘λιλιά’ εννοούν τα χρήματα, τα κοσμήματα την περιουσία, χωρίς τα οποία είναι εξ αρχής δύσκολη η ζωή για ένα νέο ζευγάρι. Γι’ αυτόν δεν ίσχυε, το γαμπρός να είναι και ότι νάναι, αλλά ένας καλός γαμπρός, πρέπει να διαθέτει και επαρκές ‘λιλί’, χρήμα δηλαδή, και ακόμη δεν κατάλαβε, γιατί αποσβολώθηκαν οι συγγενείς της υποψήφιας Πόντιας νύφης, που προσκλήθηκαν για να υποδεχτούν τους συγγενείς και συνοδούς του επίδοξου υποψήφιου γαμπρού.
Πληροφορίες κατοπινές, ως έμαθα, το συνοικέσιο δεν είχε συνέχεια, γιατί όπως επέμενε ο γιατρός, ο υποψήφιος γαμπρός δεν διέθετε επαρκές ‘λιλί’!
Πάντως ανεξάρτητα με την τύχη του συνοικεσίου, άλλωστε δεν ήταν αυτό το θέμα μας, ο θείος Βλάσης ο τενεκετζής, μάλλον δεν κατάλαβε και πολλά εκείνο το βράδυ. Γιατί απορούσε τις επόμενες μέρες, που με επισκέφθηκε, υποτίθεται για λόγους υγείας, αλλά απ’ ότι φάνηκε, αφού μου εξιστόρησε το περιστατικό, για να πάρει απάντηση στο ερώτημα, που τον βασάνιζε:
Καλά, Τάσο, εσύ γιατρός είσαι, γαμπρός χωρίς ‘λιλί’ γίνεται; Φοβάμαι ότι πέθανε ο μακαρίτης, χωρίς να πάρει απάντηση στο ερώτημα…

* Λιλί και λιλιά: Κατά το λεξ. Μπαμπινιώτη:
1. (σκωπτ.) το χρήμα και τα χρήματα. Όπως στην φρ. (παροιμ.): έχεις λιλιά, έχεις λαλιά. Όποιος έχει χρήματα, έχει και την δυνατότητα να μιλάει άνετα…
2. (στον εν. λιλί, το ευφημ.): το γεννητικό όργανο του μικρού αγoριού.
Κατά τον Άνθ. Παπαδόπουλο, Ιστορ. Λεξ. Ποντικής διαλέκτου σελ. 526: Λιλί(ν) το: Λέξη πεποιημένη. Εις την παιδική γλώσσα, το ανδρικό μόριο.
Κιλκίς Σεπτέμβριος 2018