Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 1:06:13 μμ
Τετάρτη, 10 Απριλίου 2013 16:47

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος- Φαναριώτης : " Πύργοι του Πόντου "

fanarioths
Μιλάμε για δύο πύργους, που οι δάδες τους ανάβουν συνεχώς, σκορπώντας έτσι στα πέρατα του κόσμου: το πνεύμα και  το δράμα, το δράμα του  Ποντιακού Ελληνισμού.Δύο, από τις κορυφαίες στιγμές του αντάρτικου Πόντου, που μας έχουν συγκινήσει ιδιαίτερα, είναι: α) «ΤΗ ΘΑΝΑΤΙ ΤΟ ΛΑΓΓΕΜΑ» (το άλμα του θανάτου), στο Κάστρο του όρους Καπί – Καγιά, 30 χιλ. Ν.Δ. της Πάφρας. Το 1860 τριάντα γυναίκες Παφρέες, έκαναν το άλμα του θανάτου από το Κάστρο για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Δυστυχώς, αυτό και άλλα πολλά δεν αναφέρονται καθόλου στην Ελληνική Παιδεία.
Το δεύτερο σημείο συγκίνησή μου, είναι: «ΤΗ ΘΑΝΑΤΙ ΤΟ ΣΠΕΛ»  ΣΠΕΛ =σπηλιά (Σπηλιά του θανάτου) της Επτάκωμης Σάντας του Πόντου, 50 χιλ. νότια της Τραπεζούντας, κοντά και ανατολικά της Ι. Μ. της «Παναγίας Σουμελάς».
Επίσης, προσωπικά πιστεύω, πως οποιαδήποτε αναφορά, για το αντάρτικο του Πόντου χωρίς την αναφορά και στον Δυτικό Πόντο είναι σαν να έχεις μουσείο χωρίς αγάλματα.

«ΕΠΤΑΚΟΩΜΟΣ – ΣΑΝΤΑ»
Ένας ορεινός όγκος, αποτελούμενος από επτά χωριά (κώμες), επτάκωμος και πέντε φτελένια (γειτονιές).
ΟΙ ΕΠΤΑ ΚΩΜΕΣ
1)    ΠΙΣΤΟΦΑΝΤΩΝ, 2) ΚΟΖΛΑΡΑΝΤΩΝ, 3) ΤΣΑΚΑΛΑΝΤΩΝ, 4) ΤΕΡΖΑΝΤΩΝ, 5) ΠΙΝΑΤΑΝΤΩΝ, 6) ΙΣΧΑΝΑΝΤΩΝ, 7) ΖΟΥΡΝΑΤΣΑΝΤΩΝ.
Λειτουργούσε, σαν μία οργανωμένη κοινωνία, όπου την δικαιοσύνη την απένειμε, ομάδα καταξιωμένων και κοινής αποδοχής γερόντων. Λόγω των ομάδων ανταρτών και του δύσβατου ορεινού τοπίου άργησαν οι Κεμαλιστές να επισκεφθούν την Σάντα, για να επιφέρουν τον όλεθρο και την καταστροφή.
Το επιχείρησαν αρχές Σεπτεμβρίου του 1921 και ανέβηκαν στην Επτάκωμη Σάντα.
Αφού το πληροφορήθηκαν οι Σανταίοι, γύρω στα 500 άτομα, άνδρες και γυναικόπαιδα, μετέβησαν σε μία σπηλιά (σπέλ = σπηλιά).

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΠΕΣ ΣΟ ΣΠΕΛ ΤΗΣ ΕΠΤΑΚΩΜΗΣ ΣΑΝΤΑΣ
11-9-1921

«ΤΗ ΘΑΝΑΤΙ ΤΟ ΣΠΕΛ» η σπηλιά του θανάτου.
Έναν μαύρον ημέραν, εκούιξεν είς, απές σο σπελ: οι μανάδες ντο έχνε μικρά μωρά, να εβγαίνε οξουκά ασό σπελ.
Ο Ευκλείδης κάτ έν να λέατς… καμίαν να μην επροφτάνα κι έβγαινα…
Ετοπλαέφταμε εκεί, πόσοι νομάτ να έμνες κι θυμούμαι, έρθαν ούλ οι τρανοί. Ο Ευκλείδης στεναχωρημένος και με το κιφάλ κατηβασμένο, εμέν εσέβεν με το Βάϊ- Βάϊ κάποιον κακό έβρε μας, ξαν έλεγε βάϊ – βάϊ, επέραμε ένα βαρύ απόφασιν, είπεν ο Ευκλείδης και θέλουμε ν’ ακούτε το κι’ εσείς και ν’ αποφασίζεται, για το καλόν τη χωρή. Οι Τουρκάντ εγομόθαν σ’ ορμάνια και πολλά κι θα επορούμε να στέκουμες απέ σο σπελ, πρέπει να φέβομεν, κι απόθεν επορούμε να φέβομεν, εν μονάχο το ποτάμ, ατό θα ίνετε απές συ νύχταν. Αν κουβαλούμε τα μωρά μετ’ εμάς, ατά θα κλαίγνε και θα παίρνε χαπάρ οι Τουρκάντ και κανάν κι θάφηνε με την ψυν. Αν σφάζουμε τα μωρά, θα γουρταρεύουμε όλ…
Ντο είν αυτά που λέγνε, παλαλωσύνες, παλαλωσύνες…
Ο Σπυριδόπουλος εσκόθεν και είπε: Εμέν είπεν σφάξτε με, το παιδίμ κι δίγατο, κλαίμε, βαρκίζουμε… ατό κίνετε – κίνετε. Ελένη – Ελένη εσύ θ’ αποφασίζ για το παιδί σ’ και τον άνδρα σ’, έχασα τα’ αχούλιμ, κε πόρεσα να καλατσέβω, τρέχω αυκά σ’ορμίν, τρέχω, κλαίγω βαρκίζω… Θεέμ έπαρ με κι’ ας τον άνδρα μ’ και ας το παιδί μ’… κλαίγω βαρκίζω…
Έλθεν η Αποστολιδάβα η Σοφία, εύρε με, αυκά μερέος, εφτουλίουμνε, επέρεν με και ‘σκόθαμαμε και γύρτσαμε σο σπέλ.
Ο Αριστείδης χαπέρ κι’ επέρεν, εκαίγοντον ασόν πυρετόν, επέρα το μωρό μ’ σην αγκάλεμ, να βυζανίζατο, σφίγγω τερώ το μωρί μ’ απέσ σ’ ομάτια και λέω: Όχι, όχι, να δίγατο, κι πορώ…
Ετέρεσα τον Αριστείδην και βάρκιξα:… Θεέ μ’ κε πορώ βοήθαμε, ποιόν κλαδίν να εφτάγω γουρπάν κι πορώ, ελιγόθα κ’ επέμνα. Ελιγόθα κ’ επέμνα, κι’ όταν έρθα σα συγκαλάμ και εκλόστα, ετέρεσα τον Αριστείδην, έτον σο γιάνιμ, άμα το μωρά πουδέν κ’ έτον.
Βαρκίζω… κουϊζω.. τρέχω εξουκά, εξουκά ασό σπελ… κι’ επρόφθασα.. ‘εσφαξαν το μωρόμ, ‘έσφαξαν το μωρόμ… να ηλί εμέν, έχασα το μωρόμ… κλαιγω φτουλίγουμε και παρακαλώ τον  Θεόν γιατί; γιατί; γιατί; κι επέρεν εμέν. Ντο κακόν εποίκα, ντο κακόν εποίκα κι’ ατόσον πολλά βασανίζμε… ντο κακόν εποίκα.
Τα 3/5 των κατοίκων της Επτακώμης Σάντας, εξοντώθηκαν, σε λευκές πορείες θανάτου, εξορίες, κακουχίες. Το υπόλοιπο των κατοίκων, με την ανταλλαγή του 1922 ήρθαν: ΚΙΛΚΙΣ: Ν. Σάντα, Άγιο Χαράλαμπο, Αμάραντα. Ν. ΠΙΕΡΙΑΣ: Ν. Πρόδρομος. Ν. ΣΕΡΡΩΝ: Τριανταφυλιά. Ν. ΔΡΑΜΑΣ: Νευροκόπι – Οχυρό, Δασωτό. Ν. ΡΟΔΟΠΗΣ: Σάντα. Ν. ΕΒΡΟΥ: Αετοχώρι, Πεύκα. Ν. ΗΜΑΘΙΑΣ: Παλατίτσια, Μικρή Σάντα, Καστανιά, Ραχιά.
Κυνηγημένοι και κατατρεγμένοι, σαν αποδημητικά πουλιά, εγκαταστάθηκαν στα παραπάνω χωριά, χωρίς να ερωτηθούν αν θέλαν να φύγουν από την πατρώα γη, τη γη των προγόνων τους. Το μόνο που είχαν στις αποσκευές τους ήταν: Η ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΖΩΗ. Κι’ απ’ τον θάνατο ακόμα πιο πικρή ‘σαι προσφυγιά.
Η 11η Σεπτεμβρίου 1921, η ημερομηνία αυτή, είναι γραμμένη στην μνήμη των απανταχού Σανταίων, με ανεξίτηλα γράμματα και άσβεστη μνήμη. Ο ανάσπαλτος Πόντος, Μικρά – Ασία, Καππαδοκία, Ανατωλική Ρωμυλία, ζουν στις καρδιές των απανταχού προσφύγων. Δίχως τους πρόσφυγες η Ελλάς, από ταΤέμπη και πάνω θα ήταν άδεια. Η Ελλάς χρωστά στους πρόσφυγες και σε αριθμό και σε πολιτισμό.