Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024, 3:59:25 μμ
Πέμπτη, 25 Αυγούστου 2016 20:10

1922-2016, 94 χρόνια Μικρασιατική Καταστροφή

Η Μικρασιατική Καταστροφή (31 Αυγούστου 1922 - 14 Σεπτεμβρίου με το καινούργιο ημερολόγιο) αποτελεί την πιο τραγική στιγμή της Ιστορίας της Ελλάδας, μαζί με την Άλωση της Πόλης..


Η μικρασιατική εκστρατεία ήταν ένας πόλεμος άδικος και κατακτητικός. Τα στρατευμένα παιδιά του λαού δεν στάλθηκαν εκεί για την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών, αλλά χρησιμοποιήθηκαν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κυρίως την Αγγλία. Ήταν ένας πόλεμος τυχοδιωκτικός, καταδικασμένος από το ξεκίνημά του ακόμη σε αποτυχία, γιατί γινόταν με εντολή και για λογαριασμό των ιμπεριαλιστών και σε αντίθεση με το γενικό αίτημα και τη θέληση του ελληνικού λαού για ειρήνη. Είναι το αποτέλεσμα της συμμετοχής της άρχουσας τάξης της Ελλάδας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, προκειμένου να προωθήσει μέσω αυτής της συμμετοχής στην πράξη τη θεωρία της «Μεγάλης Ιδέας», δηλαδή της προσάρτησης εδαφών στην Ελλάδα και έτσι να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών, τα οποία διαπλέκονταν μ' αυτά των τότε ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας. Την πραγματοποίηση των σχεδίων αυτών επιδίωκαν μέσω των αγγλικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή.
Ο πόλεμος για τα πετρέλαια, αλλά και για τη κατάπνιξη της τουρκικής αντίστασης για την κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας της Τουρκίας,  έγινε για την  Ελλάδα εθνικός αγώνας περιβεβλημένος με τον μανδύα της Μεγάλης Ιδέας.
Η ολιγαρχία της Ελλάδας και οι πολιτικοί της εκπρόσωποί δεμένοι στο άρμα του Ιμπεριαλισμού, αδυνατούν, ή δεν θέλουν να παρακολουθήσουν τα παιχνίδια των Μεγάλων Δυνάμεων και να αντισταθούν στα αρπακτικά τους συμφέροντα. Έτσι η  Ελλάδα μεταβάλλεται σε πεδίο ανταγωνισμών Γερμανών και Αγγλογάλλων που εμπορεύονται το αίμα του ελληνικού στρατού και του ελληνισμού της Μ. Ασίας.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Η Μικρασιατική Καταστροφή, η ερήμωση των ελληνικών κοιτίδων της Ανατολής, οι σφαγές, η συμφορά, ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, της Θράκης, του Πόντου, της Καπαδοκίας. 50.000 νεκροί, 75.000 τραυματίες. Κοντά 1.500.000 Ελληνες αναγκάστηκαν να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς, θύματα της πολιτικής του κεφαλαίου, που έχει τον πόλεμο στο αίμα του, που ρουφά το αίμα των λαών για τα συμφέροντά του. Σε δισεκατομμύρια δραχμές ανέρχονται οι υλικές καταστροφές και ζημιές από τον πόλεμο και τις ακίνητες περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν ή καταστράφηκαν. Η Ελλάδα έφτανε στην ενοποίηση των πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, όχι πια με την απελευθέρωση των εδαφών όπου από αιώνες κατοικούσαν, αλλά με την αναγκαστικά και βίαιη αναδίπλωσή τους στο ελληνικό κράτος που υπήρχε.
Ακόμη και ο Ελευθέριος Βενιζέλος μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση στις 21 Απρίλη του 1929 είπε ανάμεσα σε άλλα: «Η καταστροφή η Μικρασιατική εξεταστέον αν δεν είναι μεγαλυτέρα και από την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως. Εις την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, το έθνος έμεινε εις τας εστίας του, υποταγμένον και δούλον, αλλά έμεινε συνεχίζον την ζωήν του εις τας εστίας του, δεν έπαθε την συμφοράν αυτήν την οποίαν έπαθε..»
Όποιος ξεχνάει το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει. Όμως ο ελληνισμός δεν ξέχασε. Ογδόντα χρόνια μετά τον ξεριζωμό και η μνήμη το έθνους μένει ριζωμένη στα χώματα της Ανατολής.
Ενενήντα τέσσερα χρόνια από την καταστροφή και η Ανατολή μιλάει ακόμη μέσα μας.
Κάποιοι που την έζησαν υπάρχουν ακόμα. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους την έχουν κάνει βίωμά τους μέσα από τις αφηγήσεις. Αυτές τις αφηγήσεις συλλέξαμε από παππούδες, γιαγιάδες, βιβλία. Ενώσαμε τα κομμάτια της ζωντανής ιστορίας για να κρατήσομε τη μνήμη ζωντανή. Όπως αναφέρει και στον πρόλογο του βιβλίου της “Ματωμένα χώματα”, η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου:

Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ μέσα από τις σελίδες της λογοτεχνίας
Την τραγούδησαν, την ύμνησαν, την θρήνησαν. Η Ανατολή και τα  άγια χώματά της, οι πανάρχαιες κοιτίδες του ελληνισμού. Τραγούδι έγινε ο καημός, θρήνος ο πόνος. Το ξεθεμελίωμα των σπιτιών, ο θρήνος των προσφύγων έμεινε για δεκαετίες θέμα προσφιλές για τα ελληνικά γράμματα. Εμπνεύστηκαν και έγραψαν για την Ανατολή, για τις ελληνικές πατρίδες τις αλησμόνητες για την καταστροφή. Και συντηρούν κι αυτοί με τη δική τους πένα τη μνήμη.
Εσείς βουνά της Άγκυρας και της Μικράς Ασίας ποτέ να μην ανθίσετε, ποτέ μη λουλουδίστε
με το κακό που πάθαμε στις δεκατρείς τ’  Αυγούστου, γιόμισαν τα βουνά κορμιά κι  οι κάμποι παλικάρια.
Κι  άλλα παιδιά ‘ν’ αιχμάλωτοι κι άλλα ‘ναι λαβωμένα.
Κι ένα παιδί απ’ τον τόπο μας άλλων παιδιώνε λέει:

Βλέπω και ετοιμαζόσαστε στον τόπο μας να πάτε,
Τουφέκι να μη ρίξετε, τραγούδι να μην ειπείτε,
Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι ο δόλιος μου ο πατέρας,
Πέστε του πως παντρεύτηκα εδώ μες την Τουρκία,
Την πλάκα πήρα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα,
Δυο κυπαρίσσια αγκαλιά στο μνήμα μου απάνου.
( Λαικό τραγούδι του 1922)
------------------------------------------------------------------------------
 «Μια στο βρόντο οβίδα που θα έσκαγε πάνω από την τουρκική συνοικία θα συγκρατούσε τη θηριωδία των Τούρκων. Μα η οβίδα αυτή δε ρίχθηκε. Τα συμφέροντα είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Σμύρνης.
Κι έτσι με πύρινα γράμματα γράφηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας τούτοι εδώ οι αριθμοί: 700.000 νεκροί – 1.500.000 πρόσφυγες.
Δημ.  Φωτιάδης «Ενθυμήματα»
--------------------------------------------------------------------
Μια κλεισμένη πληγή
Ένα τραγούδι χωρισμένο ξαφνικά σε τέταρτα του τόνου
Μιλάει για τη Σμύρνη, για τους δρόμους με τα απανωτά
Καφενεία, τα γιάλινα κλουβιά που αιωρούνται μέσα στη
γλυκιά καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, για το γουργούρισμα του
ναργιλέ, τα κόκκινα  φέσια τα κρεμασμένα στους ασβεστωμένους
τοίχους όπου κάποτε κάθε πελάτης είχε και την κρεμάστρα του…
Για το σύγχρονο Έλληνα η Ανατολή έχει γίνει μια μνήμη που
Την αγγίζει από καιρό σε καιρό, σαν τον άνθρωπο που αγγίζει
Κάθε τόσο με τα δάκτυλα μια κλεισμένη πληγή.
Lawrence  Durrel Πρόλογος στην «Αιολική Γη»
----------------------------------------------------------------------
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες……
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ’ την προγονική τους γη.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες»! Που ν’ ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Που να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;
Τόσοι ήταν. Ενάμισι εκατομμύριο Ρωμιοί  Μικρασιάτες, που στριφογύριζαν, τώρα, στο καύκαλο της Ελλάδας σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι, διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλεία, χωρίς σπίτι, χωρίς μπαούλο. Και χτες, μόλις χτες, να θυμάσαι πως ήσουν νοικοκύρης, πως είχε το κατιτί το δικό του.
Ψάχναν για το αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ, το Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ,  τον πόλεμο μα πριν απ’ όλα τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπρόσωπο, το σφετεριστή, που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού…..

Διδώ Σωτηρίου Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
«Οι νεκροί περιμένουν»

Λίγο χώμα
Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά τους.
Η γιαγιά τους κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι τους στα στήθια του παππού, που έχει πίσω καρφωμένα  τα μάτια του, μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά (…) μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα τους τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι τους να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε τους τους μέρες τους ζωής τους. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι τους ησυχία: Σαν τους βόλος να είναι κάτω απ’ το κεφάλι του γέροντα.
-    Τι είναι αυτό εδώ; Ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους κτύπους τους καρδιάς του.
-    Τι είναι;
Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε, δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-    Χώμα;
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, τους λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάκτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντήλι όπου είναι το φυλαγμένο χώμα. Ψάχνουν εκεί μέσα, ψάχνουν και τα δάκτυλα τους γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους δακρυσμένα, στέκουν εκεί, στέκουν.
-    Δεν είναι τίποτα  λέω. Λίγο χώμα…..
Ηλίας Βενέζης Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Αιολική Γη»
---------------------------------------------------------------
Οι πρόσφυγοι….οι πρόσφυγοι
Ένα μουρμουρητό βούιζε ανάμεσα στο πλήθος που περίμενε:
-    Οι πρόσφυγοι…  οι πρόσφυγοι…
Έβγαιναν ανάκατοι άνδρες, γυναίκες, μωρά. Τα πρόσωπά τους ήταν άπλυτα, χαλκοπράσινα, τα δόντια σφικτά κλειδωμένα. Κοιτούσαν γύρω με κόκκινα μάτια πρισμένα από την αγρύπνια. Είχανε τους λαβωμένους τους μαζί, βγάλανε και κάτι σκοτωμένους ανάμεσά τους ήταν ένα παλικάρι με ξανθό γενάκι, πολύ νέο και μια γυναίκα. Το μάγουλό της ήταν σχισμένο, το σαγόνι δεμένο με άσπρη μαγουλίκα και τα μάτια στυλωμένα, ορθάνοιχτα προς τον ουρανό. Κατάμαυρα μάτια.

Στρατής  Μυριβήλης Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
«Η παναγιά η γοργόνα»
-----------------------------------------------------------------
Ακόμη περνάς αποκαϊδια
Ακόμη προσπερνάς αποκαϊδια (της πυρκαγιάς του 22) και σωριασμένα χώματα που μοιάζουν σαν την κοπριά της αναίσθητης βλάστησης του μπετό. Και λες πως ήταν χτες που ναυάγησε το μεγάλο καράβι. Δεν αισθάνομαι μίσος. Μια προσπάθεια να χωρέσει ο νους το μηχανισμό της καταστροφής…

Γιώργος Σεφέρης Από τις «Δοκιμές»
-------------------------------------------------------------------------------
Ανάθεμα στους αίτιους
Καμηλιέρη! Ταγκαλάκι με τα κοντοβράκια και τον κατιφέ στ’ αυτί, στάσου! Άδικα μην κουφώνεις το χέρι στο στόμα. Το μερακλωμένο τραγούδι σου δεν φτάνει πια στην καρδιά.
Σεφκιέτ! Δε με γνωρίζεις, τζάνεμ; Χρόνια τρυγήσαμε μαζί γέλιο και δάκρυ. Νε απίορ Σεφκιέτ; Αχ Σεφκιέτ! Σεφκιέτ! Θερία γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε, κάψαμε τις καρδιές μας άδικα.
Τι με κοιτάς έτσι άγρια, αντάρτη του Κιορ Μεμέτ;  Εγώ σε σκότωσα και κλαίω γι’ αυτό. Λογάριασε τι μού φαγες εσύ! Αδέλφια, φίλους, πατριώτες, τα’ αμελέ ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά!
Τόσα φαρμάκια, τόση συμφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει πίσω θέλει στα παλιά! Νά ταν, λέει, ψέμα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τωραδά στη γη μας, στους μπαξέδες μας στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες…
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη, όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ…Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ οσλούν σεμπέτ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!

Διδώ  Σωτηρίου Από το μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν»
-------------------------------------------------------------------------
Να σωθούνε, να σωθούνε!
Χιλιάδες μυριάδες χριστιανοί είχαν σωριαστεί στις ακρογιαλιές της Μικρασίας. Ελπίζοντας να σωθούν, αν είναι και κολυμπώντας.
Οι πρώτοι Τούρκοι είχαν φτάσει μπρος στη Σμύρνη. Δεν τους συγκρατούσε τίποτα. Χυθήκανε μέσα στην πολιτεία σφάζοντας, αρπάζοντας. Οι πρώτες φωτιές είχαν κιόλας ανάψει και κόρωναν.
Μεσ’ στην παραζάλη, μανάδες χάνουν τα παιδιά, ο άνδρας τη γυναίκα. Οι ξένοι κάνουν ακόμη μια επαίσχυντη  πράξη. Τα καράβια τους σαλπάρουν, χωρίς να σώσουν από του χάρου τα δόντια τους δύστυχους χριστιανούς, που πηδάνε στο νερό παρακαλώντας, καλώντας «βοήθεια! Βοήθεια!».
Κι αν πρόκανε κανένας και κρεμάστηκε από μια κουπαστή ή από καμιά σκάλα καραβιού, του λύνουνε τα χέρια με το ζόρι, με τον κόπανο, ίσως με το μαχαίρι. Θηριωδίες θα πεις, ανήκουστες. Φοβήθηκαν τάχα οι ξένοι καπεταναίοι  να μη βουλιάξουν τα καράβια τους από το παραφόρτωμα.
Αντίκρυ η Σμύρνη καίγεται, τριζοβολάει μέσα στις φλόγες, πνίγεται στους καπνούς τους μαύρους. Το Κάι-η παραλία-πνιγμένη στον κόσμο, που δέρνεται μ’ αλλοφροσύνη, ποιος θα σωθεί. Οι φλόγες μανιάζουν δέκα, είκοσι το πολύ μέτρα πίσω τους. Μπροστά τους η θάλασσα με τα ξέχειλα καράβια, με τα τουμπανιασμένα πτώματα που επιπλέουν, με τα βρώμικα νερά, να σωθούνε, να σωθούνε, να σωθούνε!…..
Θ. Πετσάλης-Διομήδης«Σελίδες τραγωδίας»
---------------------------------------------------------------
Κοκκίνιζαν σαν το αίμα
…από την Σμύρνη έφτανε στο Κορδελιό η ανταύγεια της φωτιάς που αντανακλούσε στις προσόψεις των κτιρίων και κοκκίνιζαν σαν το αίμα που εχύνετο στην Σμύρνη. Μέχρι μέσα στο μεγάλο σαλόνι έφτανε η κόκκινη ανταύγεια και όλα κοκκίνιζαν μέσα στο σπίτι.
Ο καιρός ήτανε συννεφιά και η ανταύγεια αυτή έφτασε στα σύννεφα, κοκκίνισε ο ουρανός νόμιζες ότι έφτασε η δευτέρα παρουσία και ότι θα πάρουν φωτιά οι ουρανοί.
Το θέαμα ήταν τρομακτικό, ακούγαμε το μουγκρητό της φωτιάς, τις φωνές εκατοντάδων χιλιάδων γυναικοπαίδων που ζητούσαν βοήθεια…
Κ. Πολίτης «Μικρά Ασία»

Κουρασμένοι, βρόμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι, έφευγαν…
«Κι ύστερα συνέβη το αναπάντεχο: οι Σύμμαχοι χάρισαν την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους και έδωσαν στον Ελληνικό Στρατό προθεσμία τριών ημερών για την εκκένωσή της!...»
 «Ολη τη μέρα τους έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρόμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι. Και γύρω τους η σιωπή της ξαφνιασμένης Θράκης. Εφευγαν. Χωρίς μπάντες, χωρίς εμβατήρια, χωρίς καν περίθαλψη! (...) Αυτοί οι άντρες ήταν οι σημαιοφόροι της δόξας που πριν λίγο καιρό λεγόταν Ελλάδα. Κι αυτή η εικόνα ήταν το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας».
Ερνεστ Χέμινγουέϊ , Για την εκκένωση της Αν. Θράκης 28 Σεπτεμβρίου (11 Οκτώβρη με το καινούργιο ημερολόγιο) του 1922
---------------------------------------
Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ Μέσα από μαρτυρίες προσφύγων
Χωρίς οικογένεια, χωρίς σπίτι, χωρίς πόρους ζωής, αφανισμένοι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς 1.500.000 Έλληνες της Ανατολής αφήνοντας πίσω τους καπνισμένα ερείπια.
Άφησαν πίσω τους οριστικά την πατρική τους γη, αυτήν για την οποία τόσο μόχθησαν, φίλησαν τα ντουβάρια και τις πόρτες του σπιτιού που έχτισαν οι πατεράδες και παππούδες με τα χέρια τους, έριξαν το κλειδί στη θάλασσα και ανέβηκαν στον αραμπά, που τους χώρισε για πάντα από τα άγια χώματά τους. Όλα τα άφησαν εκεί…, τα ιερά και τα όσια. Κι έμειναν έτσι, όπως τ’ άφησαν. Και το καρφί που κρεμούσαν τα ρούχα πίσω απ’ την πόρτα, στην ίδια θέση ήτανε…
Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες από τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Μαρτυρίες που κατέγραψε και συνέλεξε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, στο πολύτιμο για το περιεχόμενό του, ογκώδες, δίτομο έργο  «Έξοδος».
----------------------------------------------------------------------------
Μαρτυρία Κατίνας Κασνακίδου, Δραπετσώνα
«Και πάλι όλο βάσανα ήτανε η ζωή μας»

..Εμάς μας έδινε θάρρος η ελπίδα. Χήρες οι πιο πολλές με μωρά στα χέρια, ελπίζαμε πως στον καινούργιο τόπο θα βρούμε προστασία και θα περάσει πιο εύκολα η ζωή μας.
Στον Αϊ Γιώργη όμως που βγήκαμε στην καραντίνα, βρήκαμε πολύ άσκημα τα πράγματα. Μας κουρέψανε όλους, μας φέρονταν άσκημα, μας βρίζανε. Απελπισία μας έπιασε. Έπεσε κι αρρώστια, δυσεντερία, και πεθάνανε δέκα ανθρώποι. Τους πήρανε, που τους πήγανε, που τους θάψανε, δεν ξέραμε. Έ, πέρασε κι αυτό και μείναμε στον καινούργιο τόπο και μεγαλώσανε τα παιδιά μας, που τα φέραμε μωρά εδώ, και πάλι όλο βάσανα ήτανε η ζωή μας….
-----------------------------------
Μαρτυρία Αναστάσιου Προδρομίδη, Πλατύ
«Φύγαμε από τον παράδεισο και πήγαμε στην κόλαση»
…Μας έβαλαν ξανά στο βαπόρι και μας πήγαν στη Σαλονίκη. Βγήκαμε στο Χαρμάνκιοϊ. Μείναμε εκεί εφτά οχτώ μέρες στις παράγκες. Απ’ εκεί τραβήξαμε στη Δράμα. Πήγαμε στα άγρια βουνά της Δράμας, στα κατσάβραχα.
Οι Τούρκοι γλίτωσαν από την κόλαση των βουνών της Δράμας και πήγαν στον Παράδεισο. Κι εμείς φύγαμε από τον παράδεισο και πήγαμε στην κόλαση. Εννιά μήνες κάτσαμε εκεί. Μετά ήρθαμε οι πιο πολλοί στο Πλατύ. Κι εδώ πάλι ήτανε βάλτος. Αμάν, αμάν, κάτι κουνούπια που είχε σαν αεροπλάνα. Καθίσαμε ενάμιση χρόνο σε παράγκες. Πέθαναν πολλοί και στα βουνά της Δράμας και στο Πλατύ. Το 1926 και το 1927 κάθε μέρα θάβαμε δυο τρεις.
----------------------------------------------------------------------------
Μαρτυρία Πολυξένης Κατρανζή, Αθήνα
«Ήταν κατάρα θεού η ανταλλαγή»
.. Ο τόπος ήταν γεμάτος ακανθωτούς θάμνους. Για να πάμε από το ένα τσαντίρι  σχιζόταν τα ρούχα μας και γινόταν κουρέλια. Και παντού ερημιά. Δεν άκουγες ούτε σκύλου γαύγισμα ούτε λάλημα κοκόρου. Και ο κόσμος όλο πέθαινε. Τη νύχτα κατέβαιναν τα τσακάλια ως τα τσαντίρια μας. Έσκαβαν τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους.
Το Μάη μήνα κατεβήκαμε στη θάλασσα, εκεί που είναι τώρα η Νέα Καρβάλη. Κάτσαμε εκεί δυο χρόνια κάτω από τσαντίρια, ώσπου να κτίσει ο εποικισμός   τα σπίτια. Το μέρος εκείνο ήταν χειρότερο από το άλλο. Κάθε μέρα πέθαιναν πέντε έξι άνθρωποι από τις θέρμες, προπαντός οι νέοι και οι έγκυες.
Αχ υποφέραμε πολύ! Ήταν κατάρα θεού η ανταλλαγή. Ενώ χαιρόμαστε ότι γλιτώσαμε από τους Τούρκους, είδαμε χειρότερες μέρες.
-------------------------------------------------------------------------
Μαρτυρία Ευγένιου Λαζαρίδη, Νέα Ελβετία
«Τα χαϊβάνια αλλάζουν τα, αλλά τα ινσάνια (Ανθρώπους) τίχαλα να τα αλλάξουν;»
…Από τις αρχές του 1923 ψιθυρίζανε ότι θα γίνει ανταλλαγή. Το μάθαμε από την Μαλακοπή και το Ουργκιούπ, όπου πηγαίναμε για δουλειές.
Μερικοί όμως δεν ήθελαν την ανταλλαγή. Λίγοι, πολύ λίγοι ήταν αυτοί. Η γιαγιά μου έλεγε. «Τα χαϊβάνια αλλάζουν τα, αλλά τα ινσάνια τίχαλα να τα αλλάξουν;»
Καθόταν και έκλαιγε. Πάνω από 100 χρονών ήταν. Φοβόταν ότι δεν θα την πάρουμε μαζί μας, ότι θα την παρατήσουμε. Και παρακαλούσε, όταν ήταν να φύγουμε, να την κλείσουμε στο ταντούρι, για να μη βλέπουν τουλάχιστο τα μάτια της την αναχώρησή μας, να μην ακούνε τα’ αυτιά της τα κλάματά μας..
----------------------------------------------------------------------------
Μαρτυρία της Καλλισθένης Καλλίδου, Θεσσαλονίκη
«Θε μου! να μην πεθάνει εδώ. Να τη θάψω στο χώμα! »
  ..Στα βαπόρια πολύ βασανιστήκαμε. Πολύ ζέστη. Πολύς κόσμος. Ζεστά νερά. Εμείς από δροσερό μέρος βγαίναμε, καήκαμε.
Βρώμικα που ήταν στο βαπόρι. Καθόμαστε. Από κάτω βρώμικα νερά τρέχανε. Ρούχα, αλλαξιές μαζί μας είχαμε. Που ν’ ανοίξεις τα ρούχα σου; Που ν’ αλλάξεις;..
Ζέστα, σεφιλίκι. Αρρωσταίναμε. Πολλοί από δυσεντερία πεθάνανε. Χωρίς μετάληψη. Μια πέτρα στο λαιμό τους βάζανε. Στη θάλασσα τους ρίχνανε. Ντούουμ! Έκαναν. Έκλεινα τα’ αυτιά μου να μην ακούω. Αρρώστησε η μάνα μου. Έκλαιγα:
Θε μου! Να μην πεθάνει εδώ. Να τη θάψω στο χώμα!
Ο θεός με άκουσε. Στα Μαριανά την έθαψα.  
-----------------------------------------------------------------------------
«Έφτυσα στο στόμα του παιδιού μου για να το ξεδιψάσω»…  (Συγκλονιστική αφήγηση Μικρασιάτισσας. Από τις «πηγές» του βιβλίου Ιστορίας, της Γ’ Λυκείου – 1987)...
----------------------------------------------------------------------
Γιώργος Ιωάννου πεζογράφος, Θεσσαλονίκη
«Απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων «το δικό μας αίμα»
Για τους πρόσφυγες που έρχονταν από πολύ μακριά, τους Πόντιους, Καυκάσιους, Καππαδόκες, δημιουργήθηκαν στρατόπεδα καραντίνας, λοιμοκαθαρτήρια, διάφορα στο Καραμπουρνάκι, Κερατσίνι, Μακρόνησο όπου τους κρατούσαν απομονωμένους με άγρια συρματοπλέγματα και γεμάτα όπλα, επί μήνες και μήνες, μέσα σε άθλιες σκηνές, ώσπου να βεβαιωθούν ότι έπαψε κάθε κίνδυνος για μεταδοτικές αρρώστιες ανατολίτικες, που δήθεν οι εδώ δεν είχαν…. Πέθανα πολλοί πάρα πολλοί εκεί στα στρατόπεδα μέσα… και όταν το κακό καταλάγιασε, πέθαναν και όσοι ήταν εκτός προγράμματος να πεθάνουν, συνομολογήθηκε και στη Λωζάνη η ανταλλαγή των πληθυσμών, άρχισε ο λεγόμενος εποικισμός, η ηρωϊκή αυτή υπηρεσία της απελπισίας, να προγραμματίζει και να πραγματοποιεί όπως- όπως την προσφυγική εγκατάσταση…
-------------------------------------------------------------------------------
Γιώργος Ιωάννου πεζογράφος, Θεσσαλονίκη
«Οι πιο ζωντανοί αποδείχθηκαν οι Πόντιοι»
..Οι πρόσφυγες δούλεψαν σκληρά για να ορθοποδήσουν. Να αποκτήσουν μια στέγη, μια μικρή περιουσία εδώ.
Είναι ιδιαίτερα εργατικοί οι πρόσφυγες. Κατά γενική ομολογία ζωντάνεψαν τον τόπο.
Οι πιο ζωντανοί αποδείχθηκαν οι Πόντιοι. Δημιούργησαν αυτό το συνοικισμό της Καλαμαριάς από το τίποτα. Τράβηξαν όμως φοβερές κακουχίες οι Πόντιοι. Σώζονται φωτογραφίες με τις κωνικές σκηνές μέσα στην ερημιά της περιοχής. Τις βλέπεις και δεν πιστεύεις στα μάτια σου…..
--------------------------------------------------------------------------
Rene Puaux «Ο θάνατος της Σμύρνης»
…Κάθε ελληνική πόλη και χωριό θα αναγκαστεί να απορροφήσει ένα αριθμό προσφύγων, ανάλογα με το πληθυσμό του.
Και ενώ ο χειμώνας έρχεται, άρχισαν να καταφθάνουν από τη Θράκη τα κύματα των φυγάδων. Αναμένεται μάλιστα να ανέλθει ο αριθμός τους στις 400.000 πάνω κάτω.
Αν η ανθρώπινη αλληλεγγύη δεν είναι φράση κενή, αν υπάρχει στον κόσμο μας κάτι πέρα από τους πολιτικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς, οι αντιθέσεις και τα μίση που διακρίνουν τους χριστιανούς του δυτικού κόσμου ας πάψουν για λίγο μπροστά σ’ αυτό το θέαμα της απέραντης δυστυχίας…
------------------------------------------------------------------------
Σαν επίλογο
Ήταν τέλος Αυγούστου του 1922, όπου άρχισαν τα καράβια των προσφύγων να ξεφορτώνουν στα λιμάνια της Ελλάδας τα δάκρυα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς, της παράγκας, της φτώχειας, των λασπόνερων, της αρρώστειας και της καταφρόνιας…
Όμως οι «πρόσφηγκοι» έζησαν. Έζησαν, ξεχώρισαν, μεγαλούργησαν και αποτέλεσαν μια τεράστια οικονομική και πολιτιστική δύναμη. Πρόσφεραν αυτή την αέναη φωτιά που έκρυβαν μέσα τους, στη μητέρα πατρίδα.
Σήμερα, 80 χρόνια μετά, τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους ζουν με τη μνήμη ριζωμένη στα χώματα της Ανατολής,  στις  αλησμόνητες πατρίδες.
Στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί, στα Βουρλά και τα Αλάτσατα της Αλικαρνασσού, στην Τραπεζούντα και στην Αμάσεια, στις Σαράντα Εκκλησιές και στη Ραιδεστό, στο Μαρμαρά και στα Μουδανιά, στην Προύσα και τη Νικομήδεια….
Ενενήντα τέσσερα  χρόνια από την καταστροφή και η Ανατολή μιλάει ακόμη μέσα μας…

(Το αφιέρωμα αυτό το δημοσίευσα στην εφημερίδα «Ειδήσεις» του Κιλκίς τον Αύγουστο του 2002, για το 80 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή_)
(Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από αφιέρωμα της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» για τα 70 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή που έγινε με επιμέλεια της Βάνας Χαραλαμπίδου)

Έκθεση εικόνων