Δευτέρα, 7 Απριλίου 2025, 10:07:32 μμ
Τρίτη, 14 Νοεμβρίου 2023 13:08

Αποχαιρετώντας το Αρτσάχ

Του Νίκου Κωνσταντινίδη

Εκπαιδευτικού συγγραφέα

 

Είμαι μια μόνη γυναίκα κοντά στα 77. Κι είμαι αναγκασμένη να εγκαταλείψω το σπίτι μου, γιατί μου το παίρνουν οι ξένοι. Οι αλλόπιστοι. Οι εχθροί μου.

Η θέλησή μου, όσο κι αν είναι ισχυρή, να μείνω σπίτι μου και να μην ξεριζωθώ από τη γη μου, δεν είναι εφικτή. Γιατί κινδυνεύει η ζωή που έχτισα και θεμελίωσα εδώ.  Εδώ ψηλά πάνω στων βράχων τις θωριές και στις πλαγιές των θεόρατων βουνών, που αγκαλιάζουν το χωριό μου.

Στην αρχή, σκέφτηκα να βάλω φωτιά και να κάψω το σπίτι μου, μα δεν μου πήγε η καρδιά.  Έπλυνα τα πιάτα, τα τακτοποίησα στα ράφια, σαν να περίμενα επισκέπτες.  Φέτος είναι πολύ καλή η σοδειά των χουρμάδων. Θα τους φάνε όμως οι Τούρκοι. Έγραψα ένα γράμμα και το άφησα πάνω στο τραπέζι. Τους εξήγησα ότι στο σπίτι αυτό ζούσαν έντιμοι άνθρωποι, που τα έβγαζαν πέρα με τον ιδρώτα του προσώπου τους. Και πως  κρατούσαν το σπίτι καθαρό. Τους παρακάλεσα ακόμα να ποτίζουν τα λουλούδια…

Ύστερα έβαλα σε έναν μπόγο τα λιγοστά πράγματά μου, τις πιο καλές αναμνήσεις μου, τις έδεσα σφιχτά, μην ανοίξει και χαθεί καμιά τους, έριξα τον μπόγο στην πλάτη μου και κίνησα με προορισμό το άγνωστο. Στο άγνωστο εναπόθεσα την πιο κρυφή μου ελπίδα και κατηφόρισα από το βουνό προς την κοιλάδα. Από τη γνώριμη πατρίδα πηγαίνω σε μια ξένη κι αφιλόξενη γη.

Ο αποχαιρετισμός από τα παράθυρα που μου έδειξαν το πρώτο φως είναι οδυνηρός. Ο βίαιος ξεσηκωμός και η φυγή από τη γη που με έθρεψε είναι κατάρα.  Είναι ίδιος με τον ξεκορμισμό της ψυχής από το σώμα.  Και όπως ο κάθε αναγκαστικός ξεριζωμός από την πατρίδα, έτσι κι ο δικός μου, είναι ένας αργός θάνατος.

Ο φυγεμός από το σπίτι των γονιών μου, από την αυλή, τη βρύση μου είναι βαρύς κι επώδυνος.  Είναι σαν να ξεσχίζονται τα σωθικά μου.  Ο αποχωρισμός από τους τάφους των προγόνων μου είναι λυπητερός. Είναι σαν να αφήνω έρημα τα κόκαλά των προγόνων μου, καθώς παίρνω το δρόμο της προσφυγιάς. Καθώς φεύγω μακριά από όλα, όσα θεμελιώνουν τη ζωή μου.

Έβαλα στον μικρό μου μπόγο λίγη τροφή, μερικά ρούχα, μια φωτογραφία οικογενειακή, την εικόνα της Παναγίας, του γάμου μου τα στέφανα, τον φορτώθηκα στον ώμο και φτιάχνοντας την ελπίδα, λεπίδα, άνοιγα δρόμους άγνωρους  και περπατούσα, με οδηγό το ένστικτο.

Κι ενώ κατηφόριζα από το σπίτι μου άκουγα το κελαρυστό νερό από τη βρύση μου να μουρμουρίζει  και να με αποχαιρετά στη δική του γλώσσα. Να μου λέει: «Να είσαι ήσυχος εγώ μπορεί συνέχεια να τρέχω, αλλά δεν πάω πουθενά. Θα είμαι εδώ και θα ποτίζω τα λουλούδια του κήπου σου. Δεν θα τα αφήσω να ξεραθούν.

Άφησα μια ιδέα ανοιχτό το μικρό παραθύρι στην κουζίνα, για τα μικρά πουλάκια τον χειμώνα, να βρουν λίγη θαλπωρή μέσα σ‘ αυτό. Έριξα δυο χούφτες σιτάρι για τα μοναχικά πουλιά του ουρανού, έσφιξα την καρδιά μου, έμπηξα στη μνήμη μερικές  στιγμές από τις γειτονιές που έπαιζα, αποτύπωσα την εικόνα από το σχολείο που πήγαινα, από την εκκλησία που έκανα Χριστούγεννα και Πάσχα  και ύστερα βγήκα στον δρόμο του ξεσπιτωμού.

Στον μικρό μου μπόγο στρίμωξα τις ιερές στιγμές του γάμου μου, μνήμες από τις γέννες των παιδιών μου, που αφάνισε ο πόλεμος, παρακάλεσα  τους τοίχους του σπιτιού μου να φυλάνε τις ψυχές τους,  κοίταξα γύρω μου όλα για στερνή φορά και με μάτια θολά έφυγα..

Βάδιζα μόνη, κάτω από  των αστεριών το φως, τις νύχτες, μην τυχόν και με δει ο εχθρός, ενώ στου ήλιου το φως κοιμόμουν μέσα σε πυκνόφυτα δάση, ώσπου να βγω από τη χώρα μου. Ένιωθα τον ουρανό μου να χαμηλώνει, να γίνεται σεντόνι  και με στοργή μητρική να με σκεπάζει.

Κι όταν η ομίχλη,  σκέπαζε όλα γύρω μου, δεν σταματούσα να περπατώ, γιατί με προστάτευε από τον εχθρό μου.  Διέσχισα δάση, διάβηκα βουνά, πέρασα από διάσελα, περπάτησα δίπλα από απόκρημνες χαράδρες και ποτάμια αφροκύλιστα. Δρασκέλισα ρουμάνια, βράχηκα από ποτάμια ώσπου κάποια στιγμή συνάντησα ανθρώπους δικούς μου, πρόσφυγες κι αυτοί από τη χώρα μου.

Είδα πρόσωπα  όλων των ηλικιών να βαδίζουν, με όλες τους τις ανάσες, δίχως σταματημό. Είδα μάνες να σφίγγουν στην αγκαλιά τα μωρά τους, γιαγιάδες να κρατούν από το χέρι τα εγγόνια τους. Μαζί τους στον ίδιο δρόμο κι εγώ ολομόναχη. Είδα τον δάσκαλο και τον παπά του χωριού μου και πήρα θάρρος.

Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι στα 77 μου, θα ξεριζωνόμουν  από τον τόπο μου και θα έπαιρνα της προσφυγιάς τον δρόμο. Σ’ όλη τη διαδρομή ποτέ δεν είχα τη ζωή σύμμαχό μου. Από τα πιο μικρά, τα παιδικά μου χρόνια, πριν από το χάδι, έζησα το δάκρυ και πριν από το γέλιο έζησα τον φόβο.

Όλη μου η ζωή ήταν πλασμένη από πόνο, σε χαλάσματα και σε ερείπια  μέσα μεγαλωμένη. Γνώρισα από κοντά τον θάνατο και γι’ αυτό εκτιμώ τη ζωή. Ξέρω τι θα πει να χάνεις τους δικούς σου. Όλα μου τα όνειρα έχουν θρυμματιστεί. Ούτε ένα έμεινε ακέραιο. Περπάτησα το δρόμο μου ξυπόλητη γιατί  σπάνια είχα παπούτσια.

Γνώρισα τη συμφορά του πολέμου πάνω στο πετσί μου. Πριν από τη μουσική γνώρισα την κλαγγή του όπλου. Περπάτησα στη βροχή πάνω σε πατημασιές ξεθωριασμένες. Άφησα τα αποτυπώματά μου χαραγμένα σε μισογκρεμισμένους τοίχους και στων κατεστραμμένων πόλεων τα έρημα ερείπια.

Κρύφτηκα μαζί τους συμπατριώτες μου στα καταφύγια κάθε φορά που ηχούσαν οι σειρήνες του πολέμου. Είδα τους νέους της χώρας μου οργισμένους, μην μπορώντας στην ντροπή και στην  ταπείνωση να βγαίνουν από τα καταφύγια και να πηγαίνουν στη μάχη απροστάτευτοι, τροφή για του εχθρού τα  κανόνια.

Είδα την ελευθερία ταπεινωμένη στο Αρτσάχ και τη ζωή από θεό και χαμοθεό προδομένη. Είδα τον θάνατο να ανθεί πάνω στην πέτρα και τη μνήμη να τρέφεται με αίμα αμούστακων παλικαριών.

Ύστερα έσκαψα μέσα μου βαθιά, στα 77 μου χρόνια, να δω τι έμεινε από ό,τι πίστεψα, από ό,τι έκρυψα κι από ό,τι έθαψα μέσα μου. Δεν αντέχω  τη ζωή, όπως μου την έχουν κάνει.

Και εκεί που απαριθμούσα νοερά κάποιες παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τους νεκρούς μου, εκεί που καταμετρούσα λύπες, χαρές και χίμαιρες, εκεί που ανασκάλιζα στην τέφρα των χαμένων μου ονείρων, για τυχόν κρυμμένα αποκαΐδια, χάθηκα μέσα σε μακρινά μονοπάτια, που μόνον ο νους του ανθρώπου μπορεί να φτάσει. Να βρει και να νιώσει ό,τι η ζωή έχει προδώσει.

Η καλύτερη μνήμη μου ζει σε στιγμές, που δεν οξειδώθηκαν. Σε στιγμές που ζυμώθηκαν με την αγάπη και το όνειρο. Σε δειλινά που ευωδίαζαν οξυγόνο από το νοτισμένο χώμα. Από εποχές της παιδικής μου νιότης, όταν η αλήθεια ταυτιζόταν με την πραγματικότητα, ο έρωτας εκφραζόταν με επανάσταση και η αγάπη αποδιδόταν ως ένα ασυνθηκολόγητο συναίσθημα.

Τώρα δεν έχω πια πατρίδα. Δεν έχω σπίτι, δεν έχω κήπο, μήτε λουλούδια. Στέγνωσε και η μνήμη μου από χαρά. Τα πάντα ολόγυρά μου, όπου γυρνώ το βλέμμα μου ξερά, καμένα και σβησμένα αποκαΐδια. Στεγνό και το βάζο από νερό, στο σπίτι μου το έχω αφήσει. Ξερό και το γιασεμί στον κήπο.


Είμαι μια γριούλα, στα 77, μόνη και  ταλαιπωρημένη από την προσφυγιά. Τραγούδι μου έγινε το μοιρολόι και λυγμός μου έγινε η χαρά. Νιώθω σ’ όλο μου το κορμί πόνο. Έφυγα βιαστικά από το σπίτι μου και δεν πρόλαβα να πάρω τα φάρμακά μου. Παλεύω καθημερινά στη ζωή, κι ας ξέρω πως δεν υπάρχει ούτε ένας λόγος για να ζήσω.  Ό,τι είχα  έχει χαθεί. Είμαι ένα ξερό κλαδί. Ένα απομεινάρι πολέμου, που δεν έχει ζωή και δεν το θέλει κανείς.

Αυτοί που με ξερίζωσαν από τη γη μου,  το μόνο που ήθελαν ήταν η πατρίδα μου. Να την κάνουν δική τους. Όσοι μ’ αγαπούσαν τους κατάπιε η άβυσσος του θανάτου Κι όσοι επέζησαν σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους του Καυκάσου.

Είμαι μια γριά γυναίκα, στα 77, βγαλμένη από της λύπης το πηγάδι. Αν υπήρχε βασίλειο του πόνου, θα ήμουν βασιλιάς του. Κι αν το δάκρυ ήταν εμπορεύσιμο, θα γινόμουν πλούσια.

Είμαι ένα γέρικο δέντρο ποτισμένο με κακία.  Συνάντησα πολύ απανθρωπιά δίχως να φταίω. Δίχως  να έχω πειράξει κανέναν ποτέ.

Στη σκλάβα πατρίδα μου τα ποτάμια του παιδικού γέλιου στέγνωσαν. Θόλωσαν και κοκκίνισαν από αίμα. Τα όνειρα για έναν κόσμο καλύτερο στέρεψαν κι αυτά. Λίγες μόνο σκόρπιες φωνές ακούγονται χαμηλόφωνα, κρυμμένες στα δάση, προζύμι για ψωμί και ελπίδα.

Ακούω κάποιοι να λένε ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. -Όχι, τους λέω εγώ. Οι άνθρωποι κι όχι οι καιροί  είναι που έχουν αλλάξει. Ο άνθρωπος είναι που κατάντησε το πιο άγριο θηρίο στη Γη. Ο άνθρωπος έγινε τέρας που για να ξεδιψάσει στραγγίζει το αίμα των παιδιών στις φτωχογειτονιές του κόσμου.

Βλέπω μικρές πατρίδες να ξεθεμελιώνονται. Βλέπω τους φτωχούς λαούς να σβήνουν σαν κεριά, αλλά αντίδραση καμιά από τον πολιτισμένο κόσμο. Βλέπω τα αποτυπώματά μου στη σκόνη των φτερών της πεταλούδας και στη στάχτη των σβησμένων αστεριών.

Παρόλα όμως αυτά, αν και 77, ελπίζω. Ελπίζω ότι η Λάμια του πολέμου θα γεννήσει τη ζωοδότρα ειρήνη. Ελπίζω ότι θα έρθει η στιγμή που η κάθε χώρα θα χαίρεται τη δική της γη. Ελπίζω ότι μια μέρα θα γυρίσω στην παιδική μου αυλή. Εκεί όπου έχω δει την πρώτη αχτίδα του ήλιου. Εκεί όπου έχω ακούσει το πρώτο κελάρυσμα του νερού, όμοιο με γέλιο παιδικό.

Είμαι γυναίκα πρόσφυγας στα 77 μου χρόνια. Μια αδύναμη ψυχή που στα παιδικά μου χρόνια, έζησα το κρυφτό, πιο πολύ σαν κρύψιμο από βομβαρδισμό, παρά σαν ένα παιδικό παιχνίδι. Το ίδιο και το κυνηγητό. Έτρεχα, όχι για να βγω πρώτη, αλλά για να γλιτώσω από τον θάνατο.

Θέλω τώρα να γείρω κάπου  να ξεκουραστώ. Μια γωνιά να κουρνιάσω. Ένα μαξιλάρι να αναπαφθώ. Τόσον καιρό έχω για προσκέφαλό μου την πέτρα. Μα από όλα πιο πολύ προσδοκώ κι ελπίζω στη στιγμή εκείνη, που θα επιστρέψω στη νερομάνα των μακρινών μου αναμνήσεων. Στη αλάνα των παιδικών  μου παιχνιδιών.

Ελπίζω να γυρίσω εκεί που με περιμένουν οι αναμνήσεις μου. Εκεί που ζουν οι στιγμές που έβαψαν τη ζωή μου, με το πορφυρένιο χρώμα του ανοιξιάτικου πρωινού και με το γκρίζο του φθινοπωρινού σύννεφου. Θέλω να γυρίσω πίσω για να αντικρίσω τα παράθυρα του σπιτιού μου που με περιμένουν ακράνοιχτα.

Δεν αντέχω άλλο την προσφυγιά. Δεν με χωρά ο ξένος τόπος. Δεν την μπορώ την αφιλόξενη γη. Θέλω να επιστρέψω στον τόπο μου. Ούτε το νερό με ξεδιψά στα ξένα. Θέλω να ξεψυχήσω εκεί που με περιμένουν οι νεκροί μου.