Είναι το φημισμένο τρενάκι, τη διαδρομή του οποίου χάραξε από το 1892 έως το 1903 ο Ιταλός μηχανικός Εβαρίστο ντε Κίρικο, πατέρας του μετέπειτα πασίγνωστου ζωγράφου Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Η απόσταση των γραμμών του είναι από τις στενότερες στον κόσμο με πλάτος μόλις 60 εκατοστά. Η ονομασία μουντζούρης ανάγεται στις παλαιότερες εποχές που το τραινάκι ξεκινούσε μέσα από τον Βόλο και η κίνησή του γινόταν με κάρβουνο που άφηνε μαύρο καπνό στο πέρασμά του.
Το ταξίδι ξεκινά και οι πανέμορφες εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη. Ο μουντζούρης αγκομαχά μεταφέροντας τα τέσσερα κατάμεστα βαγόνια του και σφυρίζει. Περνάει πάνω από ορεινές τοξωτές γέφυρες που αποτελούν έργα τέχνης κάτω από τις οποίες κατεβαίνουν ορμητικά κρυστάλλινα νερά. Το τρενάκι διασχίζει γραφικά τούνελ και ανεβαίνει και όσο ανεβαίνει η θέα γίνεται ονειρεμένη. Πρώτη στάση στην σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του Πηλίου Άνω Γκατζέα. Το ταξίδι συνεχίζεται μέσα από χιλιάδες ελιές που το ασημένιο χρώμα τους δένει αρμονικά με το γαλάζιο του Παγασητικού στο βάθος. Πανέμορφοι θάμνοι και βότανα στο διάβα, τσάγια του βουνού, κρινάκια, καμπανούλες βασιλεύουν στο τοπίο. Η πηλιορείτικη πέτρα κυριαρχεί στις στέγες των σπιτιών.
Όσο ανεβαίνουμε η βλάστηση αλλάζει. Οξιές, βελανιδιές, πλατάνια κι αγριοκαστανιές μας καλωσορίζουν και το μάτι μας δεν χορταίνει την ομορφιά γύρω.
Και να αίφνης ένας εξαίσιος πίνακας ζωγραφικής απλώνεται μπροστά μας. Είναι οι Μηλιές, το χωριό που ξέχωρα από την ομορφιά του κουβαλάει στις πλάτες του τόση ιστορία… Εδώ το 1821 ο Άνθιμος Γαζής ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης.
Κατεβαίνουμε και μετά από αρκετό περπάτημα βρισκόμαστε στην γραφική πλατεία του χωριού. Τα αιωνόβια πλατάνια χαρίζουν απλόχερα τον βαθύ ίσκιο τους και η ιστορική εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών που χτίστηκε πριν από το 1741 μάς καλεί να προσκυνήσουμε. Ψηλά η ιστορική βιβλιοθήκη που στέκεται εκεί από το 1814 με σπάνια βιβλία και ιστορικά κειμήλια καθώς και η φημισμένη Σχολή των Μηλεών. Παντού γύρω μας αγέρωχα αρχοντικά, κλασσικά δείγματα της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής μέσα στους αιώνες.
Σε λίγο το υπέροχο φαγητό στην πλατεία κι ακολουθεί χορός. Και να τα συρτά, τα νησιώτικα, οι μπαϊντούσκες και όλος ο πλούτος του αθάνατου παραδοσιακού μας θησαυρού.
Φεύγουμε από τις Μηλιές, κατεβαίνουμε πια το πανέμορφο βουνό των Κενταύρων και αναθυμόμαστε τον ποιητικό λόγο του Γεωργίου Δροσίνη που ομόρφυνε τα παιδικά μας χρόνια και περιγράφει το Πήλιο:
‘’Η Πλάση η παντοδύναμη κι απόνετη μητέρα
για σένα δεν εστάθηκε καθόλου ακριβοχέρα.
Αν έδωσε σ’ άλλο βουνό ψήλος και περηφάνια,
κι άλλο βουνό αν το σκέπασε με λόγγους και ρουμάνια,
κι άλλο βουνό αν το πύργωσε σε βράχους και κοτρώνια,
κι άλλο βουνό αν στεφάνωσεν ολοχρονίς με χιόνια,
μάζεψε απ’ όλα τα βουνά τη μοιρασμένη χάρη,
την έσμιξε και σ’ έπλασε βουνό βουνών καμάρι…’’
Στάση στην θεσπέσια παραλία του Βόλου για καφέ. Είναι απογευματάκι και η θέα είναι μαγευτική.
Ξεκινάμε το ταξίδι της επιστροφής και στο λεωφορείο σιγοτραγουδώ αυθόρμητα τον στίχο του Μανώλη Ρασούλη:
‘’Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ
και να μη σε υποφέρω…’’