Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης, Εκπαιδευτικός-συγγραφέας.
Η έλλειψη δημοκρατίας στα χρόνια της χούντας έβλαψε βαριά την Ελλάδα και δη την Αριστερά, που την πήγε για δεύτερη φορά, μετά την Κατοχή, στα ξερονήσια.
Όσο αυταρχικά, συγκεντρωτικά και μονοπρόσωπα λειτουργεί ένα κράτος, τόσο περισσότερο συρρικνώνεται η δημοκρατία του. Όσο υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που βρίσκονται υπεράνω του νόμου, τόσο πιο ολοκληρωτικό και πιο άδικο γίνεται το πολίτευμα αυτό. Σύμπας σχεδόν ο διεθνής Τύπος αναφέρεται στα ζητήματα της παρακολούθησης των πολιτικών και των δημοσιογράφων στη σύγχρονη Ελλάδα, θίγοντας καίρια τον πυρήνα της δημοκρατικής υπόστασής της.
«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα. Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι, παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες...Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια, κ' η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει, δεν βρίσκει την πυρή, ψυχή ψωμί για να το κάμει», ηχούν τα λόγια του Παλαμά, από παλιά, μένοντας για πάντα επίκαιρα.
«Δημοσιογραφία σημαίνει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν». Όλα τ' άλλα είναι δημόσιες σχέσεις", λέει ο Όργουελ. Πράγματι. «Το πιο δύσκολο πράγμα που μπορείς να δεις είναι αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου», προσθέτει ο Γερμανός Γκαίτε. Η κριτική που γίνεται στην κυβέρνηση από σύμπασα την αντιπολίτευση, αλλά και από ορισμένους από την συμπολίτευση, σχετικά με τις μυστικές παρακολουθήσεις, αποτελεί ένα ισχυρό ράπισμα στον εγχώριο Τύπο, που κατά πως φαίνεται, μαζί με τη μελάνη, κατάπιε και την πένα του!
Εκατό πενήντα εφτά βουλευτές, όλοι δηλαδή του κυβερνώντος κόμματος, ψήφισαν «παρόν», αναφορικά με τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής. Κανείς δεν τόλμησε να ψηφίσει κατά της σύστασης της Επιτροπής. Μπετονιαρισμένη όμως και η αντιπολίτευση με τα δικά της 142 «ναι» υπέρ της πρότασης. Ας δούμε λοιπόν σε τι ποσοστά του εκλογικού σώματος αντανακλούν οι 157 κυβερνητικοί βουλευτές, και σε τι οι 142 αντιπολιτευόμενοι:
Στατιστικά οι 157 βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος εκφράζουν το 38,85% του εκλογικού σώματος, ενώ οι 142 αντιπολιτευόμενοι εκφράζουν συνολικά το 52,07%. Άσχετα, δηλαδή, αν στην 29μελή Εξεταστική Επιτροπή οι 15 από τους 29 προέρχονται από τη συμπολίτευση και οι 14 από την αντιπολίτευση, τα ποσοστά της αντιπολίτευσης αθροιστικά ξεπερνούν κατά 12,12% αυτά της συμπολίτευσης. Σε απλά μαθηματικά τη δημοκρατία την εκπροσωπεί η μειοψηφία, που χάριν του εκλογικού νόμου ακυρώνει την ισοτιμία της ψήφου, γεγονός που ούτε δίκαιο είναι ούτε και ηθικό, καθώς η Δημοκρατία χωρίς το δίκαιο και την ηθική είναι έννοια λειψή.
Οψέποτε κι αν γίνουν οι εθνικές εκλογές δεν απέχουν πολύ από την καταληκτική ημερομηνία. Αν οι υποψήφιοι δεν εκφράζουν το δυναμικό και δημιουργικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, αλλαγές υπέρ αυτής δεν πρόκειται να γίνουν. Τα ισχυρά σε υποψηφίους ψηφοδέλτια είναι αυτά που κάνουν ισχυρή την πολιτική. Κάθε σημαντική έννοια θέλει τον κατάλληλο άνθρωπο να την υλοποιήσει. «Το αμπέλι θέλει αμπελουργό και το καράβι ναύτες» λέει ο λαός μας.
Είναι γνωστό πως τις νίκες στις μάχες τις κερδίζουν οι καλοί μαχητές. Οι επιτυχίες δεν είναι απρόσωπες. Όπως μια αδύναμη από παίκτες ομάδα δεν φέρνει νίκες, έτσι κι ένα αδύναμο από υποψηφίους ψηφοδέλτιο. Τα στελέχη που ξεχωρίζουν κοινωνικά είναι αυτά που ανεβάζουν τα κομματικά ποσοστά, ειδικά στις μικρές κοινωνίες που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Η «πιάτσα» ή επί το αρχαιότερο η «δήμου «φάτις ή «φήμης» είναι αυτή που διαμορφώνει την κοινή γνώμη.
Όταν ένας πολιτικός χώρος πάσχει από στελέχη, ίσως και να μην είναι εντελώς τυχαίο. Ίσως κάποιοι φρόντισαν για αυτό. Έτσι, όπως ένας επαγγελματίας τεχνίτης δεν βγάζει ποτέ του τσιράκια, για να μην τα βρει μπροστά του, την ίδια μέθοδο ακολουθούν και κάποια κόμματα εξουσίας. Έτσι, όπως η θρησκεία είχε τον Ηρώδη ή τη Σαλώμη της, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την πολιτική, Η κομματική εξουσία δεν αλλάζει εύκολα χέρια. Το βλέπουμε και στις μέρες μας, όπου η παραίτηση από την κυβερνητική εξουσία, για ό,τι και να συμβαίνει, δεν είναι πλέον υπόθεση ελληνική. Δημοκρατία, όμως, χωρίς ευθιξία και ευαισθησία, και χωρίς θεσμική προστασία δεν γίνεται.