Η δημοκρατία ως έννοια εφευρέθηκε πριν από 2.500 χρόνια κι επομένως είναι όρος δοκιμασμένος, παλιός κι όχι νέος. Και αν εφαρμόστηκε ποτέ καλά, ήταν στα χρόνια τα παλιά, στην εποχή του Σόλωνος και του Κλεισθένους. Άρα μόνον έννοια νέα έννοια δεν είναι.
Μιας όμως και αναφερόμαστε στο επίθετο «νέος», ας ορίσουμε την ετυμολογική του σημασία στην κυριολεξία: Από την αιτιατική τας «νέας» (από το ουσιαστικό «ναυς») κατανοούμε ότι το επίθετο «νέος» σημαίνει κυριολεκτικά τον ικανό προς πλουν. Αυτόν που δύναται να ταξιδεύει, να αντιμετωπίζει τους κινδύνους της θάλασσας, να παλεύει με τα κύματά της, και από «νέος» να γίνει «παλαιός» και «έμπειρος». Να έχει περάσει μέσα από σαράντα κύματα, που λέει ο λαός μας. Σχετικά με το επίθετο νέος ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «Νέος έμπειρος ουκ έστιν», ότι δεν υπάρχει έμπειρος νέος. Ας μην αναθεματίζουμε λοιπόν πάντα το παλιό. Η αλήθεια μένει πάντα αγέραστη.
Η Δημοκρατία διαχρονικά και σημασιολογικά ως έννοια είναι μία. Δεν είναι ούτε αρχαία ούτε νέα. Μία είναι και η αλήθεια στα μαθηματικά, όπως μία είναι και η δικαιοσύνη διαχρονικά. Δεν είναι κι αυτή ούτε νέα ούτε παλιά. Κι αν εφαρμόστηκε κάποτε σωστά ήταν στην εποχή του Βίαντα του Πριηνέα, ενός εκ των εφτά σοφών της αρχαίας Ελλάδας.
Από το ρήμα δέχομαι ή επί το αρχαιότερο «δέκομαι» που σημαίνει λαμβάνω κάτι, έχουμε και το επίθετο «δεξιός» (αυτόν που δέχεται κάτι) αλλά και το «αδέκαστος» (αυτόν που δεν δέχεται κάτι). Γι’ αυτό και ο δικαστής που δεν τα «παίρνει» κοινώς, λέγεται αδέκαστος.
Η Αριστερά ως έννοια παράγεται ετυμολογικά από το επίθετο άριστος. Είναι όμως ο κάθε αριστερός πράγματι άριστος; Ασφαλώς και όχι. Όπως δεν είναι προοδευτικός ο καθένας που μιλά για πρόοδο, αλλά μέσα του βαθιά παραμένει αναχρονιστικός.
Η υπέρτατη αξία στη δημοκρατία είναι η παιδεία, από τα χρόνια του Λυκούργου. Όποιος είναι απαίδευτος, όποιος δηλαδή δεν παιδευτεί ή δεν έχει υποστεί δοκιμασία στην ουσία είναι μόνο θεωρία. Είναι μια επιταγή δίχως αντίκρισμα. Αν υπήρχε στην κεντροαριστερά πολιτική παιδεία, δεν θα ταλανιζόταν τώρα από τον διχασμό, τον τεμαχισμό και την εσωστρέφεια. Δεν θα έμπαιναν τα ατομικά συμφέροντα πάνω από τα συλλογικά ενδιαφέροντα.
Αν ο λόγος δεν κάνει φανερό αυτό που θέλει να δηλώσει, δεν θα επιτελέσει το έργο του ποτέ. Ή όπως το λέει στο άγιο πρωτότυπο ο Αριστοτέλης, «ο λόγος, εάν μη δηλοί, ου ποιήσει το εαυτού έργον».
Ό,τι ορίζεται, ότι μπαίνει μέσα σε όρια, αυτομάτως περιορίζεται. Σοφόν το σαφές λέει ξανά ο λαός μας. Η αοριστολογική διατύπωση αφυδατώνει και απονευρώνει τον λόγο. Τον μετατρέπει από κυριολεκτικό σε μεταφορικό αλλοιώνοντας την ουσία του.
Η πολύχρηστη λέξη «μεταρρύθμιση» είναι κι αυτή μια λέξη πονηρή. Μια λέξη «νυφίτσα» που θα έλεγε ο καθηγητής γλωσσολογίας Χριστόφορος Χαραλαμπάκης. Δηλαδή μια λέξη ασαφής χωρίς περιεχόμενο, καθώς αποκρύβει ποιον ωφελεί και ποιον βλάπτει, ειδικά σε μία κοινωνία και σε μια εποχή ολιγαρχική, όπου το 50% του πληθυσμού της Ελλάδας, κατέχει μόλις το 1,2% του πλούτου της!
Εν συντομία, ένα κείμενο δεν αξιολογείται μόνο από αυτό που γράφεται στις γραμμές του, αλλά κι από αυτό που υποδηλώνεται μέσα αλλά και πίσω από αυτές, όταν περιέχει όρους του τύπου ήξεις-αφήξεις που μετατρέπουν τον καθαρό, τον λαγαρό λόγο σε παραπλανητικό και υποδηλωτικό, που δεν φωτίζει, αλλά συσκοτίζει τα πράγματα.
Αν αυτοί που μας υπόσχονται ότι φιλοδοξούν να αλλάξουν την κοινωνία δεν λειτουργούν προς όφελός της, αλλά προς όφελος και προς δόξαν των ιδίων, αν αντί να δρουν δημοκρατικά υπέρ των πολλών, δρουν ολιγαρχικά υπέρ των λίγων, αν είναι άτομα εγωιστικά κι όχι δοτικά, η αλλαγή που ευαγγελίζονται να φέρουν δεν πρόκειται ποτέ να έρθει.