Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2024, 8:24:50 πμ
Κυριακή, 07 Μαϊος 2023 09:26

Η μαύρη σακούλα

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης, δάσκαλος.

Περπατάει σαν χαμένος μέσα στο πλήθος ο Γιωργής. Πέρασαν δυο μήνες από την καταραμένη μέρα που τούφεραν την λατρεμένη εικοσάχρονη κόρη του την Κατερίνα μέσα σε μια μαύρη σακούλα μετά την σύγκρουση των τραίνων στα Τέμπη. Ένα μάτσο σάρκες το αγγελούδι του. Τούδωσαν την σακούλα για να την θάψει. Σκοτείνιασαν τα πάντα γύρω του και τέλειωσε η ζωή του. Ολημερίς κι ολονυχτίς δυο μήνες τώρα αργοσβήνει ο Γιωργής.

 

Σαν χθες ήταν που γεννήθηκε το κοριτσάκι του. Τι χαρά έφερε στο σπίτι. Όλο γέλιο και καμώματα το μικρούλι αγγελουδάκι άνθιζε μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα. Βελούδινα τα μαγουλάκια του, κρινένια τα χειλάκια του κι εκείνα τα ματάκια του, γκριζοπράσινες λιμνούλες. Τα πρώτα δοντάκια, τα πρώτα μπουσουλήματα που έγιναν βηματάκια, τα πρώτα λογάκια, τα πρώτα γενέθλια. Καμάρι και χαρά των δύο παππούδων και των δύο γιαγιάδων η Κατερινούλα. Ιδιαίτερα για τη μάνα του Γιωργή, την κυρα-Κατερινιώ που πήρε τ’ όνομά της.

Και νάτην στο νηπιαγωγείο η Κατερινούλα και νάτην πρωτάκι στο σχολειό με μια τσάντα ίσα με το μπόι της. Ταλέντο στην απαγγελία, ταλέντο στα σκετσάκια, ταλέντο στο μπαλέτο και στον χορό και πάνω απ’ όλα άριστη μαθήτρια η Κατερίνα. Γυμνάσιο, Λύκειο και πανέμορφη πια δεσποινιδούλα ετοιμάζεται για το Πανεπιστήμιο. Φοιτήτρια πια ατενίζει το μέλλον και κάνει όνειρα. Μαζί της ταξιδεύουν στο χρόνο και ονειρεύονται και οι δικοί της…

Σε μια σακούλα τους την έφεραν…ναι…σε μια σακούλα μαύρη. Έσβησε η μάνα και χάθηκε η γιαγιά Κατερινιώ. Προσπάθησε ο Γιωργής να σβήσει τις μνήμες με την τηλεόραση. Και είδε στην Βουλή τους πολιτικούς αρχηγούς να ανταγωνίζονται σε ύβρεις, σε λεκτικές κορώνες και σε ευφυολογήματα. Είδε ο Γιωργής τους βουλευτές όρθιους σαν μαριονέτες να χειροκροτούν τον αρχηγό τους. Είδε…και τι δεν είδε. Δεν άντεξε ο Γιωργής. Πήγε στην τουαλέτα και ξέσπασε με έναν ατέλειωτο εμετό. Ξέρασε ο Γιωργής και δεν ξανάνοιξε την τηλεόραση.

Περπατάει σαν χαμένος τώρα ο Γιωργής στην πλατεία της μικρής τους πόλης. Έχουμε μπει για τα καλά στην προεκλογική περίοδο και νάσου εμφανίζεται ο αρχηγός. Κάνει χειραψίες με τους πάντες. Μέσα στην καλή χαρά απαντά στις ιαχές του κόσμου με κούφια λόγια και εξυπνάδες με τις οποίες τον όπλισαν από πριν οι επικοινωνιολόγοι του. Πίσω του στριμώχνονται οι υποψήφιοι βουλευτές και διάφορα τοπικά κομματικά στελέχη για να τους πιάσουν οι κάμερες.

Πάει στην τουαλέτα του κοντινού καφέ ο Γιωργής και ξαναξερνάει. Η εικόνα της Κατερινούλας του δεν φεύγει από το μυαλό του την ώρα που γύρω του κάποιοι βγάζουν σέλφις με τον αρχηγό που αποχωρεί. Βιάζεται ο αρχηγός. Τον περιμένουν στην επόμενη πόλη όπου έχει στηθεί ήδη το ίδιο θεατρικό έργο. Αααα….το χρονοδιάγραμμα πρέπει να τηρηθεί επακριβώς.

Κάθεται στο μαγαζάκι ο Γιωργής να πιει καναν καφέ. Φαρμάκι ο καφές δεν λέει να κατέβει με τίποτα. Οι μαύρες σκέψεις τυραννούν το μυαλό του. Η μαύρη σακούλα με ό,τι απόμεινε από την Κατερινούλα του είναι συνεχώς μπροστά του. Προσπαθεί να παρηγορήσει τον εαυτό του με τη σκέψη ότι σε άλλους γονείς δεν έφεραν καν τα υπολείμματα του παιδιού τους. Εξαϋλώθηκε τους είπαν. Τίποτα όμως δεν μπορεί να γίνει βάλσαμο στις πληγές της ψυχής του.

Πλησιάζει στο τραπέζι του ο υποψήφιος βουλευτής και απλώνει το χέρι για χειραψία. Ο Γιωργής χαμένος στις σκέψεις του ούτε καν τον προσέχει και ο υποψήφιος αφήνει το φυλλάδιό  του βιαστικά. Δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να κάνει χειραψίες με κόσμο και κοσμάκη…

Σηκώνεται βαρύς ο Γιωργής. Χωρίς να το καταλάβει τα βήματά του τον οδηγούν στο νεκροταφείο. Το μυαλό του μοιάζει με μια οθόνη τηλεόρασης χωρισμένης στα δύο. Στο πρώτο μισό η ταφική φωτογραφία της Κατερίνας που πανέμορφη όλο νιάτα χαμογελά. Στο άλλο μισό η μαύρη σακούλα…

Νύχτωσε πια και η ανατριχιαστική κραυγή απελπισίας του Γιωργή σχίζει το πέπλο της   

νύχτας. Τα πουλιά στα κυπαρίσσια τρομάζουν και πετούν αλαφιασμένα την ίδια ώρα που τα σκυλιά γύρω αλυχτούνε…