Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2024, 7:21:23 πμ
Τρίτη, 21 Οκτωβρίου 2014 20:01

Κοχυλοπαρμένοι…

Οταν ήμασταν μικροί βουτάγαμε το κεφάλι στα βαθειά νερά της λίμνης για να δούμε τις διαδρομές των κοχυλιών στον αμμώδη πυθμένα.

Στα ρηχά κυνηγάγαμε με τις ανοιχτές παλάμες μας τα μικροσκοπικά ψαράκια, ανάμεσα στις δεμένες πλάβες και το μεγάλο καΐκι του συνεταιρισμού των ψαράδων. Και καθώς τρέχαμε ξοπίσω τους, σ’ έναν άσκοπο και από τα πριν χαμένο αγώνα, σχίζαμε τα πόδια μας πατώντας στα κοφτερά μαύρα μύδια. Δεν κράταγε πολύ η πληγή και σαν νάχαν δίκιο όσοι υποστήριζαν πως τα νερά της Δοϊράνης έχουν ιαματικές ιδιότητες.
Το σίγουρο είναι πως τα νερά της λίμνης γιάτρευαν (ιαματικά ή μη) την ψυχή μας. Ξεκινάγαμε καταμεσήμερο καλοκαιριού από το χωριό για τη λίμνη. Ξυπόλητα πιτσιρίκια, σε μια διαδρομή τεσσάρων  χιλιομέτρων, με τα πόδια μας να ψήνονται στον καυτό αμμουδερό χωματόδρομο, για ένα μπάνιο και λίγα όνειρα φυγής. Κι όταν φτάναμε στη λίμνη τρέχαμε τα λιγοστά μέτρα της παραλίας, ανάμεσα στις λυγερόκορμες λεύκες, για μια μακρινή βουτιά, μια ανομολόγητη μαγκιά για τα μάτια των κοριτσιών… Απολαμβάναμε τις στιγμές, γνωρίζοντας πως στο γυρισμό μας θα υποστούμε τις συνέπειες της μυστικής φυγής μας, ένα χεράκι ξύλο από την ανήσυχη μάνα.
Κοχυλοπαρμένα πιτσιρίκια. Παιδιά που μεγάλωναν μέσα στην πίκρα των καπνοχώραφων, μέσα στο λιοπύρι της Καψάλας, που ονειρεύονταν έναν άλλο κόσμο. Οι σιδηροδρομικές γραμμές που χάραζαν τα σπλάχνα του κάμπου έδειχναν και το δρόμο της φυγής, θέριευαν τις επιθυμίες.
Κι όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, βρέθηκαν μπροστά σε μια λίμνη μισοπεθαμένη. Η ερωμένη είχε πια γεράσει. Με το δέρμα ξηρό και αφυδατωμένο. Στέγνωσε η ψυχή της. Ηταν πολλοί αυτοί που της υποσχέθηκαν, πολλοί αυτοί που δήθεν νοιάστηκαν, άλλοι τόσοι αυτοί που την ξεγέλασαν, αυτοί που τη χρησιμοποίησαν κι αυτοί που βίασαν την ψυχή της.  
Πόσοι δεν επικαλέστηκαν τ’ όνομά της, τα κάλλη και την ομορφιά της; Μα για πολλά χρόνια τα διψασμένα σπλάχνα της ξέβραζαν εκατομμύρια λευκά νεκρά κοχύλια, οριοθετώντας την παραλία της, σηματοδοτώντας την αδιαφορία των ανθρώπων, την σκληράδα των καιρών. Και λίγο πιο ‘κει, τα νερά από τις ρεματιές του Μπέλλες χάνονταν προς τον κάμπο των Σερρών, χειμώνα καλοκαίρι, προσδίδοντας το δικό τους ορισμό για την ανικανότητα των παραγόντων.
Κοντά 26 χρόνια μένουν ανοιχτές οι πληγές της λίμνης. Αγιάτρευτες. Δε θεραπεύονται με ημερίδες και συσκέψεις, κουβέντες που τις παίρνει ο βαρδάρης και τις σκορπά.
Προχθές πήγα να πιάσω κουβέντα μ’ έναν αργυροπελεκάνο, μ’ αυτός μου γύρισε την πλάτη.
Τα πλάσματα της λίμνης έχουν θυμώσει με τους ανθρώπους.
Την εκδίκηση των παιδικών ονείρων μου φοβάμαι…