Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου 2024, 8:42:53 πμ
Δευτέρα, 10 Ιανουαρίου 2022 20:00

Ξενιτεμένη Αγάπη

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης.

Σαν το πουλί που χάνεται στη σκιά του βουνού πετώντας, χάθηκε το αεροπλάνο με προορισμό το Βορρά, μέσα στο μολυβένιο σύννεφο.

Το βλέμμα της Αλίσιας – Μαρίνας ακολουθώντας την πορεία του σκόνταψε πάνω στην καταχνιά, την ώρα που η σιωπή ρίζωνε στην άκρη των ματιών της και το κερί λιώνοντας, φώτιζε τη στράτα του ξενιτεμένου της.

Πέρα στον μακρινό ορίζοντα, κάποια κουρασμένα σύννεφα έπαιζαν κυνηγητό με τον άνεμο, όταν ο ήλιος μπογιάτιζε το δειλινό σε χρώμα πορφυρένιο. Τα δέντρα γυμνά, σαν κρόσσια δαντελωτά κρέμονταν από τις άκρες του ουρανού, συμπληρώνοντας την εικόνα του χειμερινού τοπίου.

Πέρασαν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές με την ταχύτητα πετάγματος του χελιδονιού. Ο Φοίβος, μόνος, πέταξε ξανά στα ξένα παίρνοντας μαζί του για «αποσκευές» την ερημιά του ερωτευμένου, που ζει μακριά από το ταίρι του και το ασήκωτο βάρος που το λένε νοσταλγία.

Ο αποχωρισμός από την αγαπημένη του είναι αποχαιρετισμός από το ίδιο το φως. Το πιο πικρό αντίο. Όμοιο με αυτόν που λέει ο ήλιος στον ουρανό όταν δύει. Ίδιο με εκείνο που λέει η ιτιά στο ποτάμι, καθώς σκύβουν τα κλωνάρια και το φιλούν την ώρα που φεύγει.

Στο δρόμο της επιστροφής από το αεροδρόμιο η Αλίσια Μαρίνα συλλογιζόταν δυο φράσεις από το βιβλίο του Μπουσκάλια, «Γεννημένοι για Αγάπη»: «Κανείς δεν είναι μόνος του όταν αγαπά» και «Η λάμπα της αγάπης δε σβήνει όσο φροντίζουμε να μην σωθεί το λάδι». Δύο σκέψεις που την συντροφεύουν πάντα, όταν είναι μόνη, σαν να είναι άγγελοι.

Ένας άγγελος άλλωστε είναι και αυτή, για όσους την γνωρίζουν από κοντά. Ήρεμη σαν απάνεμο λιμάνι και δροσερή σαν αύρα καλοκαιριού. Με περπατησιά ανάλαφρη που μόνο στον κόσμο του παραμυθιού υπάρχει. Ένα αστέρι που δεν το σκιάζει κανένα σύννεφο. Μια εικόνα φωτεινή σε όλες της τις αποχρώσεις. Με μαλλιά χυτά, ξανθά που χρυσίζουν στον άνεμο, χείλη που φιλοτεχνούν γλυκά το χαμόγελο και μάτια μεγάλα θαλασσιά, που διπλασιάζουν του ήλιου το φως.

Δεν πέρασε πολύς καιρό απ' όταν έφυγε ο Φοίβος κι η Μαρίνα άρχισε να νιώθει το χρόνο να σέρνεται βαριά πίσω της σαν αλυσίδα κάτεργου, καθώς οι νύχτες κουρασμένες, θυμίζουν πουλιά με σπασμένα φτερά, να πέφτουν καταγής σε άδειο κάμπο. Την ώρα που η σκέψη της ταξιδεύει σε μέρη που το δικό της αστέρι ξαγρυπνά. Και τότε αρχίζει να ψαχουλεύει αναμνήσεις: Θύμισες από τη μυρωδιά του καλοκαιριού, από το ιώδιο του φυκιού και την αλισάχνη του κορμιού της, που πάνω του ζωγράφιζε ο Φοίβος το ''Σ' αγαπώ''. Την ώρα που πριν κοιμηθεί παίρνει ένα μήνυμα στο κινητό της από τα ξένα που λέει: ''μωρό μου καληνύχτα».

Αν και τίποτα δεν είναι από μόνο του το παν, ο Φοίβος για εκείνη είναι τα πάντα. Είναι το πιο φωτεινό πρόσωπο στο φως των συλλογισμών της. Είναι ο δρόμος όπου η αρχή και επιστροφή συμπίπτουν. Είναι η πηγή που μιλά με την ανάσα της, όπως μιλά η στάμνα με το πηγάδι την ώρα που γεμίζει. Την ώρα που το κελάηδημα του αηδονιού μοιάζει με κελάρυσμα νερού και η σταλαγματιά θυμίζει φλέβα που χτυπά σε ξένο τόπο. Όταν ξανά και ξανά η Μαρίνα καρτερά την ώρα που θα επιστρέψει ο Φοίβος με τη δροσιά του Μάη και τη ζεστασιά του καλοκαιριού.

Τον ζητά, όπως οι αμμόλοφοι ζητούν τη θαλασσινή αύρα για να έρθουν κοντά ο ένας με τον άλλον . Τον αποζητά όπως το ακρογιάλι το κύμα για ένα απαλό χάδι. Και τότε η «Μαρίνα των βράχων» με μια «γεύση από τρικυμία στα χείλη», θα μεταμορφωθεί σε θάλασσα πλατιά, που την λένε Αλίσια Μαρίνα. Θα γίνει ανθισμένη γη και κισσός για να τυλίξει τα ραγίσματα της καρδιάς του αγαπημένου της.

Μετρά η Μαρίνα το χρόνο με το ρυθμό του αδύναμου σφυγμού και με του ρολογιού το χτύπο, περιμένοντας τον αγαπημένο της. Τον περιμένει με την ίδια νοσταλγία, που περίμεναν οι χρυσές αμμουδιές του Ομήρου τον Οδυσσέα. Με την ίδια αφοσίωση που έχει το ποτάμι στη θάλασσα και με την ίδια αίσθηση από την στέρηση νερού, που νιώθει στο βάζο το διψασμένο κοχύλι. Και όταν θα έρθει του γυρισμού η ώρα, θα φωτιστούν και πάλι οι ουράνιες πολιτείες. Θα δακρύσει το αγριολούλουδο στη χαράδρα του βουνού και στην ερημιά του ωκεανού θα ανθίσει το νησί που το λένε Αγάπη.