Γεννήθηκε στην Πουλαντζάκη, παραλιακή πόλη του Πόντου, το 1884. Ο πατέρας του λεγόταν Ιωάννης και η μητέρα του Φωτεινή. Είχε έξι αδερφούς: τους Παναγιώτη, Νικολάκη, (τρίτος στη σειρά ήταν ο ίδιος), τον Αλέξανδρο, τον Ηρακλή, τον Ιάσονα, (απόφοιτο του Αμερικανικού Κολεγίου της Μερζιφούντας) και τον Πολύκαρπο.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην Πουλαντζάκη και κατόπιν φοίτησε στο ημιγυμνάσιο της Κερασούντας και στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, από όπου κι αποφοίτησε ως αριστούχος. Σπούδασε μετά νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πόλης, από το οποίο αποφοίτησε, το 1912, με πτυχιακό βαθμό «αλί ουλ άλιε», δηλαδή «άριστος των αρίστων».
Στις εξετάσεις των τελειόφοιτων του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, το 1902, ο γυμνασιάρχης ανέθεσε στον Ιασονίδη να προσφωνήσει τους παρευρισκομένους, μεταξύ των οποίων και τον Γενικό Διοικητή (Βαλή).
Σε παρατήρηση ορισμένων Τραπεζούντιων γονιών, γιατί ανέθεσε στον επαρχιώτη Πουλαντζακλή την προσφώνηση, ο Γυμνασιάρχης απάντησε: «καλά είναι και τα δικά σας παιδιά, αλλά στενοχωρούνται κάπως όταν λένε το μάθημά τους ενώπιόν μου, ενώ ο επαρχιώτης δεν στεναχωριέται, ούτε από εμένα ούτε από τον Βαλή.
Το 1912 το Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας κάλεσε τον αριστούχο Λεωνίδα Ιασονίδη, απόφοιτο της Νομικής σχολής Κωνσταντινούπολης και του πρότεινε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι ή στο Βερολίνο, με κρατική υποτροφία. Ο Ιασονίδης αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε καμία οικονομική δέσμευση με το οθωμανικό Πανεπιστήμιο και με τη φιλελεύθερη κυβέρνηση του Κιαμίλ πασά γενικότερα.
Ευχαριστώντας τον πρύτανη για την ιδιαίτερη τιμή, τον παρακάλεσε να δοθεί η υποτροφία σε Τούρκο συμφοιτητή του, επειδή η δική του οικογένεια μπορούσε να στηρίξει τις σπουδές του οικονομικά. Έτσι, έφυγε για το Παρίσι το 1912, όπου κι έγινε διδάκτωρ νομικής, το 1915.
Αλλά κι όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/πόλεως τον κάλεσε, το 1913, ύστερα από σύσταση του Υπουργού των Εσωτερικών της Τουρκίας, για να θέσει βουλευτική υποψηφιότητα, στο νομό της Τραπεζούντας, ο Ιασονίδης αρνήθηκε, γιατί έβλεπε ότι σύντομα θα κυριαρχούσαν οι Νεότουρκοι και θα ακολουθούσαν σκληρές ημέρες για τον ελληνισμό της Τουρκίας.
«Πώς να δεχθώ, ενώ σφάζονται ομογενείς μου εις τον Πόντον και την Μικράν Ασίαν;» Διερωτήθηκε. Ο Πατριάρχης, τον ασπάστηκε τη στιγμή εκείνη και του είπε: «Ο θρόνος Κωνσταντινουπόλεως δεν διαθέτει ανάλογον Παράσημον διά εσέ. Θα γράψω στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων να σε παρασημοφορήσει». Έτσι έγινε, και ο Λεωνίδας Ιασονίδης τιμήθηκε δύο φορές από το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.
Κατά τη διάρκεια του Α΄Π.Π., το 1915, επισκέφθηκε την ομόθρησκη Ρωσία - όπου βρήκαν καταφύγιο πεντακόσιες χιλιάδες Έλληνες ποντιακής καταγωγής, προκειμένου να τους συνεγείρει, να τους εμψυχώσει και να τους οργανώσει.
Ιδρύει στο Ροστόβ την «Ευξεινοπόντιον Ένωσιν», το 1917, και πρωτοστατεί στην ίδρυση της «Κεντρικής Ενώσεως Ποντίων» ως γραμματέας της, στο Αικατερινοντάρ, το 1918.
Συμμετέχει στο «Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου», στο Βατούμ ως αντιπρόεδρός του το 1919, και ως πρόεδρός του το 1920, όταν πια έχει μετονομαστεί σε «Εθνοσυνέλευση των Ποντίων Ελλήνων», με βασικό σκοπό τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους.
Τον Μάρτιο του 1920 επισκέφθηκε την περιοχή του Καρς, για να συσπειρώσει τους δεινοπαθούντες Έλληνες. Την ίδια χρονιά έρχεται στην Αθήνα, μεταβαίνει στο Παρίσι και το Λονδίνο και αγωνίζεται με κάθε τρόπο για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Η δράση του έχει ως αποτέλεσμα την ερήμην καταδίκη του σε θάνατο με απαγχονισμό, το 1921, από τα Δικαστήρια της Αμάσειας, που οργάνωσαν οι νεότουρκοι και οδήγησαν στον θάνατο χιλιάδες Πόντιους, μαζί και τον πνευματικό και οικονομικό ανθό του Πόντου.
Η συνεχιζόμενη κεμαλική γενοκτονία αναγκάζει τον Λεωνίδα Ιασονίδη, αλλά και όλη την ποντιακή ηγεσία της Κων/πολης, να καταφύγουν σε ποικίλες εκδηλώσεις διαμαρτυριών για τη διεθνοποίηση του προβλήματος και για τον ξεσηκωμό της διεθνούς κοινής γνώμης.
Στις 24 Απριλίου 1922 στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου του Γαλατά, της Κωνσταντινούπολης, εκφωνεί τον ιστορικό επιμνημόσυνο λόγο υπέρ των σφαγιασθέντων Ποντίων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώπιον του Πατριάρχη Μελετίου Μεταξάκη, αρχίζοντας με τα εξής αξιομνημόνευτα λόγια:
«Μελανίστιος εκ πένθους η Αργώ παραπλέει του Πόντου τας ακτάς, ρίπτει την λύραν ο Ορφεύς, ο δε Ιάσων στηρίζων περίλυπος την κεφαλήν του επί του πηδαλίου της ολκάδος, χύνει δάκρυ θαλερόν».
Και παρακάτω: «Οι Πόντιοι εζήτησαν άρτον και έλαβον πέτραν, εζήτησαν ιχθύν και έλαβον όφιν, εζήτησαν την ζωήν και έλαβον τον θάνατον, εζήτησαν την ελευθερίαν και έλαβον την δουλείαν, αρχάγγελον εζήτησαν και δαίμων τοις εστάλη, βοήθειαν εζήτησαν και νώτα τοις εστράφησαν...
Υπέρ τούτων, υπέρ των μυριάδων τούτων Νεομαρτύρων, τω ξίφει και πυρί και πείνη και ασθενεία και γυμνώσει...τοις μεσογείοις, εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της Γης και εν θαλάσσαις και ποταμοίς τελειωθέντων πατέρων και αδερφών ημών ετελέσθη το μνημόσυνον τούτο».
Τον Σεπτέμβριο του 1922 ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα κι από το 1923 διετέλεσε βουλευτής 6 φορές, γερουσιαστής, Γενικός Επιθεωρητής Προσφύγων Μακεδονίας και Θράκης, υπουργός (δύο φορές, Προνοίας και Βορείου Ελλάδος), με πρωθυπουργούς τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Σοφοκλή Βενιζέλο, του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Στις 2 Γενάρη το 1924 ορκίσθηκε πληρεξούσιος βουλευτής Θεσσαλονίκης, στη Δ΄ Συντακτική Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων, αφιερώνοντας τη ζωή του στην αποκατάσταση των προσφύγων και στην προστασία της φτωχολογιάς.
Μνημειώδεις παραμένουν οι ομιλίες του στη Βουλή όπου αντιδρά έντονα κατά των ανίερων εκμεταλλευτών του πόνου και της δυστυχίας των προσφύγων. Κατά αυτών που επιχειρούν να ενσπείρουν την διχόνοια μεταξύ ομαιμόνων πληθυσμών.
Παροιμιώδες είναι και το τηλεγράφημα που έστειλε στον αρχηγό της επανάστασης, Νικόλαο Πλαστήρα και στον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο οποίο έγραφε: «Εις τας κορυφάς του Ολύμπου οι θεοί ευωχούνται και εις τας υπωρείας αυτού οι πρόσφυγες λιμού απόλλυνται».
Το 1924 ήταν η δυσκολότερη περίοδος της προσφυγιάς. Διακόσιες οικογένειες από το Βεζίνκιοϊ του Καρς, ύστερα από πολύμηνες ταλαιπωρίες και τον αποδεκατισμό που υπέστησαν στην Χαλκίδα, όπου τους έριξε η μοίρα μετά τον επαναπατρισμό τους, πέτυχαν και πήραν την άδεια να εγκατασταθούν στο αγρόκτημα του Γιάννες (το σημερινό Μεταλλικό του Κιλκίς), που ήταν υπό απαλλοτρίωση.
Αυτό δεν άρεσε στον ιδιοκτήτη του αγροκτήματος, καθώς είχε στην αγροικία αυτή τις εγκαταστάσεις του. Η αντιδικία ανάμεσα στους πρόσφυγες και τον ιδιοκτήτη εξελίχθηκε σε απηνή πόλεμο εγγράφων και κατέληξε σε διαταγή προς τις Αρχές του Κιλκίς, σύμφωνα με την οποία καλούνταν οι αρχές να διαλύσουν με βία τις προσφυγικές εγκαταστάσεις στο κτήμα.
Η αντιδικία μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, στον Γενικό Διευθυντή Εποικισμού, Αδοσίδη. Η μεροληψία του Αδοσίδη υπέρ του ιδιοκτήτη ήταν καταφανέστατη. Αργότερα έγινε γνωστό ότι ο ιδιοκτήτης του κτήματος ήταν συγγενής του, αναφέρει ο Επαμεινώνδας Σωτηριάδης, βουλευτής του Κιλκίς τότε.
Όταν οργισμένος ο Αδοσίδης δήλωσε στο γραφείο του ότι θα στείλει στρατό με λόγχες και θα διαλύσει τον συνοικισμό, των προσφύγων έλαβε από τον Ιασονίδη την παρακάτω απάντηση:
«Εσύ θα στείλεις Ελληνικάς λόγχας να διαλύσεις τον προσφυγικόν συνοικισμόν; Έξω, ανάξιε!» Και αφού τον άρπαξε από τον γιακά τον έβγαλε έξω, σπρώχνοντάς τον στα σκαλιά. Οι υπηρεσίες του Εποικισμού αναστατώθηκαν. Ο Λεωνίδας Ιασονίδης και Ιωάννης Πασαλίδης αναχώρησαν αυθημερόν για την Αθήνα, ενώ ο Αδοσίδης παραιτήθηκε και δεν επανήλθε στη θέση του.
Ο συνοικισμός παρέμεινε εκεί που ήθελαν οι κάτοικοι, σ' έναν χώρο υγιεινό, κατάφυτο, με πηγαίο πόσιμο, μεταλλικό νερό, αναφέρει ο Επαμεινώνδας Σωτηριάδης στο βιβλίο «Λεωνίδας Ιασονίδης», το οποίο εκδόθηκε από το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» στη Θεσσαλονίκη το 1983.
Το 1927 ο Λεων. Ιασονίδης με νωπά ακόμη τα δεινά της προσφυγιάς, μαζί με άλλες φωτισμένες ποντιακές μορφές που αισθάνονταν επιτακτική την ανάγκη για τη διάσωση της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού και της αιωνόβιας παράδοσης του Ποντιακού Ελληνισμού, ίδρυσαν την «Επιτροπή Ποντιακών Μελετών», την κορυφαία αυτή επιστημονική οργάνωση των Ποντίων, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας συμμετείχε και ο ίδιος επί πολλά χρόνια.
Ο Ιασονίδης ήταν επίσης ιδρυτικό μέλος της «Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης» με ουσιαστική προσφορά στο έργο της και στην επίτευξη των σκοπών της.
Επί υπουργίας του παραχωρήθηκε στον Σύλλογο Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί» της Αθήνας το οικόπεδο, όπου σήμερα δεσπόζει το μεγαλοπρεπές κτήριο του Συλλόγου.
Όταν ο Βενιζέλος τον κάλεσε να αναλάβει το Υπουργείο Προνοίας, το 1928, ο Ιασονίδης του πρότεινε να ανατεθεί στον Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη, διότι και πρεσβύτερος ήταν και πολιτεύθηκε κάτω από δυσχερείς περιστάσεις ως Αντιπρόσωπος των Ελλήνων της Μικρασίας.
Εργάστηκε στο Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας και υπήρξε Υπουργός του, στην κυβέρνηση Φιλελευθέρων (1930-1932).
Το 1931 ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, σε ανταπόδοση της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, επισκέφθηκε την Αθήνα. Ο Βενιζέλος παρακάλεσε τον Ιασονίδη να προσφωνήσει τον Τούρκο πρωθυπουργό στην τουρκική γλώσσα.
Ο Ιασονίδης εκφώνησε τότε έναν από τους λαμπρότερους λόγους σε άπταιστη τουρκική φιλολογική γλώσσα. Και με τη γνωστή και γλαφυρή του ευγλωττία καταγοήτευσε τον Τούρκο πρωθυπουργό, ο οποίος απευθυνόμενος στον Βενιζέλο εξέφρασε την κατάπληξή του λέγοντας ότι ο Ιασονίδης τον ξεπέρασε στα τουρκικά.
Ο Ισμέτ Ινονού ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που ρώτησε τον Ιασονίδη, αν έχει καμιά επιθυμία από την πατρίδα του, τον Πόντο, για να την ικανοποιήσει. Ο Ιασονίδης, ορμώμενος από τα πατριωτικά και θρησκευτικά του αισθήματα, ζήτησε την άδεια για τη μεταφορά της ιστορικής εικόνας της Παναγίας Σουμελά, από το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, γνωστό μετόχι του ιστορικού μοναστηριού, στο οποίο την έκρυψαν δύο μοναχοί του, το έτος 1922, μαζί με άλλα δύο κειμήλια, που ανήκαν στην Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά, για να μην τα καταστρέψουν οι Τούρκοι.
Λέγεται ότι ο Ινονού χαριτολογώντας είπε: «Αν επρόκειτο για θησαυρό, θα ζητούσα ανάλογο μερίδιο, μα αφού πρόκειται για εικόνα, για τα άγια και τα ιερά, αυτά είναι σεβαστά και παραιτούμαι».
Ο Τούρκος πρωθυπουργός έδωσε την άδεια και ο βαθύς πόθος του αείμνηστου Ιασονίδη και όλων των Ποντίων ικανοποιήθηκε. Η εικόνα μαζί με τα κειμήλια μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα.
Τότε ο Υπουργός Πρόνοιας Ιασονίδης δήλωσε: «Εν Ελλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Με την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήρθε και ο Πόντος».
Η φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά εικόνα της Παναγίας Σουμελά μεταφέρθηκε αρχικά από την Ιστορική Μονή της Παναγίας Σουμελά του Πόντου, στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών, το 1931, όπου και παρέμεινε για 20 χρόνια, μέχρι που ο γιατρός και θεατρικός συγγραφέας Φίλωνας Κτενίδης, εμπνεύσθηκε την ίδρυση ενός νέου Μοναστηριού – ναού, στην Καστανιά του Βερμίου, με την ονομασία Παναγία Σουμελά. Τα θυρανοίξια του νέου ναού, συμβόλου του ποντιακού ελληνισμού έγιναν στις 15 Αυγούστου το 1952.
Ο Ιασονίδης αλτρουιστής και πραγματικός αγωνιστής των δικαίων αιτημάτων των προσφύγων, αγωνιζόταν να βρουν οι πρόσφυγες το δικό τους δρόμο στην κατεστραμμένη Ελλάδα. Είναι παροιμιώδης η φράση του: «παμπροσφυγικέ λαέ, σύρον την ρομφαίαν σου, κόψον και κατάκοψον τους εντοπίους σου και διάνειμον τας γαίας»...
Η δικτατορία του Ι. Μεταξά οδήγησε το Λ. Ιασονίδη στις φυλακές του Ωρωπού, για τα δημοκρατικά του φρονήματα, (το 1935) όπου παρέμεινε φυλακισμένος επί 4 χρόνια. Μετά την αποφυλάκισή του, τον Μάιο του 1939, σε ηλικία 55 ετών, κατέφυγε στην Αγγλία για σπουδές, γιατί το πολιτικό κλίμα της Ελλάδας δεν τον εξέφραζε. Για μια εξαετία παρακολούθησε μαθήματα στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Λονδίνου, και εργαζόταν παράλληλα στην ελληνοαγγλική εφημερίδα «Ελλάς», για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Στις 7-8-1942 του επιδόθηκε γράμμα από τον Εμμανουήλ Τσουδερό ότι διορίσθηκε μέλος του Γενικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στην αλλοδαπή. Ο Ιασονίδης δήλωσε ότι δέχεται την πρόταση υπό έναν και μόνον όρο, η τοποθέτησή του εκεί να είναι αμισθί.
Όταν του προτάθηκε το ίδιο έτος, το 1942 δηλαδή, να αναλάβει υπουργείο στην κυβέρνηση, ο Λεωνίδας Ιασονίδης απάντησε πως θα δεχόταν μόνον αν οι βουλευτές μισθοδοτούνταν με 75 λίρες τον μήνα, αντί 300, γιατί το Έθνος ήταν κάτω από ξενική Κατοχή και είχε τεράστιες ανάγκες, για τη θεραπεία των οποίων το πρώτο παράδειγμα θα έπρεπε να το δώσουν οι Υπουργοί.
Κι όταν η κυβέρνηση Πλαστήρα τηλεγράφησε το 1945 στην Ελληνική Πρεσβεία του Λονδίνου να τον ειδοποιήσει να επιστρέψει, το ταχύτερο δυνατό, με δημόσια δαπάνη, ο Ιασονίδης απάντησε: «Βεβαίως θα επιστρέψω, όχι όμως δημοσία δαπάνη, διότι η πατρίς έχει μεταπολεμικώς τόσας πληγάς και ανάγκας και όλοι πρέπει να εισφέρωμεν το κατά δύναμιν δια την ανασυγκρότησίν της. Προσωπικώς έχω εκ των προτέρων, εξασφαλίσει τα ναύλα μου».
Το 1946 είχε δώσει τρεις διαλέξεις για τον Πόντο, στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, που στεγαζόταν την εποχή εκείνη στην οδό Βενιζέλου, αριθμός 20. Οι χώροι της Λέσχης ήταν ασφυκτικά γεμάτοι. Ο λόγος του ήταν χειμαρρώδης και η ευφράδειά του καταπληκτική. Κάθε του φράση ήταν και ένας δωρικός κίονας στο οικοδόμημα του Ιασονίδειου λόγου του.
Μορφωμένος όσο λίγοι κι εμποτισμένος από μεγάλες αξίες της ζωής, δια βίου φιλομαθής κι απόλυτα ανιδιοτελής, έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του έθνους από την κάθε θέση που κατείχε.
Αλησμόνητη μένει η ομιλία του, προσευχή στην ουσία, την Κυριακή 5-5-1946, στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, όπου αναφερόμενος στον Πόντο λέει:
«Ηρώων και μαρτύρων Συ εγένου γεννήτωρ, δι' ό και ύμνον Σοι αναπέμπομεν και όρκον δίδομεν πίστεως: Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ εάν επιλαθώμεθά σου ω Πάτριος Ποντία γη».
Το 1950 συμμετέχει στην κυβέρνηση του Νικ. Πλαστήρα ως Υπουργός Πρόνοιας. Το 1951 υπέβαλε την παραίτησή του από το Υπουργείο αυτό, καθόσον δεν είχε επαναφερθεί η αφαιρεθείσα από την κυβέρνηση Βούλγαρη στεγαστική του αρμοδιότητα, ιδίως όσο αφορά στην ανέγερση προσωρινών στεγάστρων για τους στερημένους στέγης πρόσφυγες.
Πολιτικοί με το ήθος και την τιμιότητα του Ιασονίδη σπανίζουν. Γιατί πολιτική (με η) δεν είναι μόνο η ιδεολογία αλλά και η νοοτροπία κυρίως. Είναι το ήθος, η ηθική και η καλλιέργεια του ανθρώπου. Αλλιώς η πολιτική είναι έννοια λειψή.
Όλη του τη ζωή και όλη του την ύπαρξη τα διέθεσε για τους πρόσφυγες. Καμιά γωνιά της Ελλάδας, στην οποία εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι την εγκατέλειψε, ότι δεν είχε την στήριξή του.
Οι Καλοσύνες του ήταν πολλές. Θα περιοριστώ μόνο σε δύο:
Το 1951 όντας υπουργός Βορείου Ελλάδος ήρθε στη Θεσσαλονίκη μια πεντάρφανη κοπέλα από ένα χωριό της Δράμας, Πόντια στην καταγωγή και τελειόφοιτη Γυμνασίου. Καθημερινά πηγαινοερχόταν στο Υπουργείο με την ελπίδα να βρει την ευκαιρία, να παρακαλέσει τον Ιασονίδη για να εισαχθεί στη σχολή Μαιών. Ο Τρόπος εισαγωγής στη σχολή βασιζόταν στη σύνταξη έκθεσης.
Η νεαρή κοπέλα αν και έγραψε καλή έκθεση δεν εισήχθηκε στη σχολή, γιατί δεν είχε και συστατική επιστολή. Επί δέκα ημέρες πήγαινε και ερχόταν στο Υπουργείο μήπως και δει τον Ιασονίδη.
Στη Θεσσαλονίκη ήταν προσωρινά φιλοξενούμενη σε μια ηλικιωμένη θεία της. Η κοπέλα βλέποντας πως δεν υπάρχει η δυνατότητα να μιλήσει με τον υπουργό, έλιωνε κάθε μέρα στο κλάμα.
Η θεία της βλέποντας κι αυτή ότι η ανιψιά της ήταν απαρηγόρητη της είπε: Έλενη ρίζα μ' ο υπουργόν εν καλός άνθρωπος και τεμέτερον λέγ'νε. Όνταν έρθαμεν πρόσφυγες σην Ελλάδαν ατός εποίκεν πολλά καλά και εβοήθεσεν πολλά τον κόσμον. Γράψον ατον έναν γράμμαν πουλί μ'. Πέ' ατον ντο θελ' ς να σπουδάεις, ντο είσαι πεντάρφανος απάν σον κόσμον και νε μάναν έεις, νε κύρη... Ατός εν πολλά Πόντιος, αληθινός και πονετικός. Και το γράμμα σ' πα να γράφ' ς ατό σα ποντιακά.
Η Ελένη πήρε μολύβι και χαρτί κι έγραψε ένα απλό, πλην όμως συγκινητικό γράμμα στην ποντιακή, όπου περιέγραφε την κατάστασή της. Η επιστολή της άγγιξε τις λεπτές κι ευαίσθητες χορδές του Ιασονίδη και προσελήφθη η Ελένη «καθ' υπέρβαση» εσωτερική μαθήτρια της Σχολής, υπότροφος της Κοινωνικής Προνοίας. Μετά το θάνατο του Ιασονίδη, κάθε Ψυχοσάββατο πήγαινε στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας και άναβε ένα κερί στον απέριττο τάφο του ευεργέτη της.
Στο χωριό Μεσαίο της Θεσσαλονίκης είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από τον Πόντο. Ο συνοικισμός στερούνταν πόσιμου νερού και οι κάτοικοι ήταν αναγκασμένοι να κατεβαίνουν κάτω στο δημόσιο δρόμο, μια απόσταση 4 χλμ. περίπου, πάνε κι έλα, για να μεταφέρουν από την πηγή, σε δρόμο ανηφορικό νερό για τους ίδιους και τα ζωντανά τους.
Ο Ιασονίδης πηγαίνοντας από το Κιλκίς για τη Θεσσαλονίκη, συνάντησε δεκάδες γυναίκες, κάθε ηλικίας, πλησίον της συγκεκριμένης πηγής. Σταμάτησε και παρακολούθησε το βασανιστικό αυτό θέαμα. Μία από τις γυναίκες, χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι, απευθυνόμενη προς τον Θεό, εν είδει προσευχής, έλεγε: «Θα ευρίεται άτσαπ κανένας να γλυτών' την ψην εμούν απ' αβούτο το μαρτύριον;»
Ο Ιασονίδης δεν είπε τίποτε. Χαιρέτισε τις γυναίκες και συνέχισε το ταξίδι του. Μετά από λίγες ημέρες ένα συνεργείο υδραυλικών εγκαταστάθηκε στο Μεσαίο. Έκανε τις απαραίτητες εργασίες και διοχέτευσε νερό στο χωριό. Όταν πήγε στα εγκαίνια του Υδραγωγείου, βλέποντας τις εκδηλώσεις χαράς των γυναικών, έκλαψε από συγκίνηση.
Ο Ιασονίδης διακρινόταν για τη θρησκευτικότητα και την κοχλάζουσα φιλοπατρία του. Ξένος προς κάθε έννοια ιδιοτέλειας και φιλοκέρδειας, δίχως να θελήσει να αποκτήσει έστω και μια μικρή καλύβα, έφυγε από τη ζωή διατηρώντας ακέραιες τις αρχές του.
Ο μισθός του, σύμφωνα με όσα μου έχει αναφέρει ο ανιψιός του Ιάσωνας Ιασονίδης πήγαινε στον «Οίκο του Ακρίτα Φοιτητή» και στα Ποντιακά Σωματεία. Στην Αθήνα έμενε σε ξενοδοχείο 3ης και 4ης κατηγορίας στην οδό Αθηνάς, με ένα μπάνιο ανά όροφο. Το ίδιο και στη Θεσσαλονίκη. Δεν έμενε στο Κυβερνείο, αλλά στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις», γ' κατηγορίας.
Ο αείμνηστος βουλευτής του νομού Κιλκίς, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, στο φιλολογικό μνημόσυνο, που έγινε στη μνήμη του Λεων. Ιασονίδη, μιλώντας στην αίθουσα «Φίλωνα Κτενίδη», στο Πνευματικό Κέντρο Παναγία Σουμελά, στις 10 Απριλίου 1976, είπε μεταξύ άλλων:
«Σωστοί άνθρωποι με σωστές ιδέες κάνουν σωστή πολιτική. Αυτό είναι το Ιασονίδειο θεώρημα του ανθρώπου και του πολιτικού, που στη δήλωσή του «πόθεν έσχες», αν ζούσε, θα δήλωνε: «Ουδέν ουδαμόθεν έσχον». (Ποντιακή Εστία, τεύχος 10, έτος 1976).
Ο Λεωνίδας Ιασονίδης υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ευξείνου Λέσχης (2/5/1933). Ως κορυφαία ενέργεια συμπαράστασης και αναγνώρισης του κύρους της Ευξείνου Λέσχης, αποτελεί η δωρεά του ανεκτίμητης ιστορικής αξίας «Αρχείου» της «Εθνοσυνέλευσης» στο Βατούμ της Ρωσίας, καθώς και τα πρακτικά του «Εθνικού Συμβουλίου των Ποντίων» που ο ίδιος διέσωσε, όπως και η δωρεά της πλούσιας ατομικής του βιβλιοθήκης.
Ο Ιασονίδης στη συνείδηση του κόσμου έμεινε ως ο καλύτερος υπουργός προνοίας, που ενδιαφέρθηκε για την αποκατάσταση των προσφύγων. Σε άρθρο του με τον τίτλο «Ο Πόντος» στην Ποντιακή Εστία του 1954 έγραφε:
«Ουδέποτε λησμονώ τον Πόντον του οποίου είμαι γέννημα και θρέμμα και, όπως έλεγα κάποτε από του βήματος της βουλής, θα αποθάνω νοσταλγός, θα αποθάνω πρόσφυξ, θα αποθάνω Πόντιος.
Το 1952 ανεγέρθηκε το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου, και τον Αύγουστο του ιδίου έτους ενθρονίστηκε με επισημότητα και λαμπρότητα η εικόνα της Παναγίας Σουμελά.
Το τοπογραφικό των πεντακοσίων στρεμμάτων της Μονής το συνέταξε αφιλοκερδώς ο τοπογράφος μηχανικός με καταγωγή το Σιντισκόμ του Καρς Δημοσθένης Ξιφιλίνος, από το Χωρύγι Κιλκίς.
Στις 29 Ιουλίου το 1959, έσβησε ο φεγγοβόλος αστήρ, εξέπνευσε η προσφυγική ψυχή, έπεσε η δρυς η υψικάρηνος. Ο Λεωνίδας Ιασονίδης, μπήκε τη στράτα του ήλιου και στα τρίστρατα των άστρων.
Η ταφή του έγινε αρχικά στην Αθήνα. Μετά, το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης ανέλαβε την πρωτοβουλία της μετακομιδής των οστών του στη Θεσσαλονίκη και την απονομή των επιβεβλημένων τιμών.
Την 11 Μαΐου 1963, ημέρα Σάββατο, το απόγευμα, οργανώθηκε υποδοχή στη Ν. Χαλκηδόνα εκ μέρους του Δήμου και των ποντιακών οργανώσεων.
Την Κυριακή 12 Μαΐου, με τη συμμετοχή επισήμων και πλήθους κόσμου, έγινε με τη δέουσα σεμνότητα η τελετή ενταφιασμού των μετακομισθέντων οστών, παρουσία του Αρχιεπισκόπου και του πολιτικού κόσμου της χώρας στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας Θεσσαλονίκης.
Στις 12 Αυγούστου το 2017 έγινε η εκταφή των οστών του από το νεκροταφείο Ευαγγελίστριας και η μεταφορά τους σε ειδικό νεκροταφείο της Παναγίας Σουμελά, στο όρος Βέρμιο, όπου και ενταφιάστηκαν.
Ένα χρόνο μετά, το 2018, έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, παρουσία και της ανιψιάς του Ναυσικάς Ιασονίδη - Γκάγκα, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο.
Ο Λεωνίδας Ιασονίδης ήταν μια σπάνια μορφή, ξεχωριστή σε αρετή, ηθική και περηφάνια, που μας έμαθε να βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια. Τίμησε την ανθρωπιά, στήριξε την προσφυγιά, κράτησε τον ουρανό ψηλά για να περάσει ολόρθος ο άνθρωπος. Γι' αυτό και δίκαια μένει η μνήμη του αθάνατη στις καρδιές όλων των Ποντίων και όχι μόνον.