Σάββατο, 18 Μαρτίου 2017 19:31
Οι διαχρονικές σχέσεις Θράκης-Κύπρου στο διάβα των αιώνων
Γράφει ο
Κώστας
Πινέλης.
Μέρος 1 από 2
Αν δεν υπήρχεν Ελληνική χώρα από του Ίστρου άχρι της Κρήτης και Κύπρου, και από του Ιονίου Πελάγους άχρι του Αντιταύρου και του Αργαίου και πέραν, Ελληνικός πολιτισμός και καθόλου Ευρωπαϊκός θα ήτο αδύνατον να διαμορφωθή και να εκδηλωθεί το πνεύμα, η ψυχή του κόσμου, εν πλήρει τη μεγαλοπρέπεια αυτού. Δόξα, λοιπόν, αϊδιος εις την χώραν ταύτην, ήτις και μετά πάροδον αιώνων διεσώθη ακμαία, το δε κλίμα αυτής ουδεμία υπέστη αλλοίωσιν, αλλ’ υπάρχει αυτό εκείνο, όπερ διέθρεψε τους μεγάλους ημών προγόνους.
Τμήμα της ενδόξου ταύτης χώρας αναπόσπαστον γεωγραφικώς και εθνολογικώς είναι και η Θράκη”.
Μ’ αυτόν τον μεγαλοϊδεάτικο πρόλογο αρχίζει η πραγματεία του “Φυσική Γεωγραφία της Θράκης”, δημοσιευμένη στη Θρακική Επατηρίδα του 1897, ο Κωνσταντίνος Μητσόπουλος. Στην ίδια επετηρίδα, στο σύντομο ανώνυμο δημοσίευμα “Περί καταγωγής των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης” αναφέρεται προλογικά η άποψη του Γ.Ν.Χατζηδάκι ότι “άπασα η χώρα, ήτις νυν υπό των Ελλήνων κατοικείται, δύναται να διαιρεθή εις δύο μέρη, ων το πρώτο και προς βορράν τείνον περιλαμβάνει την Εύβοιαν, Ήπειρον, Θεσσαλίαν, Μακεδονίαν, Θράκην, Προποντίδα και τας Βορείους Σποράδας, το Δε δεύτερον το νότιον, περιλαμβάνει τα Μέγαρα, την Αττικήν, τας Κυκλάδας, την Κρήτην, την Χίον, Κύπρον και τας Νοτίους Σποράδας …”.
Τα δύο κείμενα προσδιορίζουν τα πολιτιστικά όρια του ελληνικού κόσμου στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Σ’ αυτό τον πολιτισμικό χώρο η Θράκη και η Κύπρος έχουν πλούσια προσφορά. Πρόκειται για δύο χώρους με πολυπολιτισμικές και πολυκοινοτικές παρουσίες που τις ανέδειξαν σε χοάνη πολιτισμικών επιδράσεων, οι οποίες όμως δεν αλλοίωσαν αλλά αντίθετα εμπλούτισαν τον εθνικό τους χαρακτήρα. Η Θράκη και η Κύπρος συμπορεύτηκαν πολλές φορές στην ανακύκληση των αιώνων και στάθηκαν ακρίτες και προασπιστές μιάς πανάρχαιας ελληνικής κληρονομιάς που λεηλατήθηκε, υπονομεύτηκε και αμφισβητήθηκε χωρίς όμως να τρωθεί. Δύο τόποι που με αίμα και θυσίες έγραψαν και γράφουν την ελληνική τους Ιστορία.
Την ελληνική και ιδιαίτερα την αθηναϊκή διείσδυση και εγκατάσταση στη Θράκη και στην Κύπρο απηχούν οι μύθοι για τους γιους του Θησέα. Ο Ακάμας και ο Δημοφών, σύμφωνα με τους τρωϊκούς μύθους, ταξίδεψαν στο Ίλιο ως απεσταλμένοι των Ελλήνων, πριν από την παναχαϊκή εκστρατεία, για να ζητήσουν την απόδοση και επιστροφή της Ελένης και της Αίθρας, μητέρας του Θησέα, που είχε απαχθεί μαζί με την Ελένη στην Τροία.
Η Θράκη και η Κύπρος παρέμειναν πάντα στις επιδιώξεις της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής. Η ιστορική σχέση Θράκης και Κύπρου ξεκινά από το 449 π.Χ., όταν ο Κίμωνας έφτασε με τις αθηναϊκές τριήρεις στις Κυπριακές ακτές , για να ελευθερώσει τους συμπατριώτες του. Μαζί του και ο Διονύσιος από την Καρδία, ο Θρακιώτης στρατιωτικός που η επιτύμβια στήλη του βρέθηκε στην κατεχόμενη σήμερα Λύση, στον τόπο καταγωγής του Γρηγόρη Αυξεντίου.... Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις ελληνικές νίκες κατά των Περσών, ο Κίμωνας, κατ’ εξοχήν εκφραστής μιας πανελλήνιας πολιτικής, έστρεψε τη Συμμαχία προς τα θρακικά και κυπριακά παράλια. Γι’ αυτό βρέθηκε να μάχεται από την Αμφίπολη και την Ηιόνα μέχρι τα παράλια της Παμφυλίας και της Κύπρου. Μαζί του δρούσαν Έλληνες πολεμιστές από την Θράκη. Ένας από αυτούς έπεσε στην Κύπρο και θάφτηκε στην πεδιάδα της Μεσαορίας. “Διονύσιος Καρδιανός Θράξ”, αναγράφει η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε στη κατεχόμενη σήμερα Λύση και εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας.
Στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου αλλά και στους χρόνους που ακολούθησαν, Θράκη και Κύπρος διαπλέκονται στις διενέξεις των αντιπάλων δυνάμεων της Νότιας Ελλάδας. Στη Θράκη έγινε η τελική αναμέτρηση Λακεδαιμονίων και Αθηναίων, που οδήγησε στην καταστροφή της αθηναϊκής δύναμης στους Αιγός Ποταμούς ενώ από την Κύπρο ξεκίνησε η αποκατάσταση της ναυτικής ηγεμονίας των Αθηνών
Δέκα χρόνια αργότερα ο Κόνωνας με την βοήθεια του Σαλαμίνιου βασιλιά Ευαγόρα, επικεφαλής του κυπριακού στόλου συνέτριψε το 394 π. Χ. στη Κνίδο το σπαρτιατικό και αποκατέστησε τη ναυτική ηγεμονία των Αθηναίων. Οι πόλεις του Αιγαίου και των παραλίων της Θράκης κατάργησαν τότε τις φιλολακωνικές ολιγαρχίες, επανέφεραν τα δημοκρατικά πολιτεύματα και επανήλθαν στην αθηναϊκή συμμαχία.
Οι θρακικές και κυπριακές πόλεις διαπλέκονται στη συνέχεια στις πανελλήνιες διαμάχες μέχρι τους χρόνους του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Θράκες και Κύπριοι συνέδραμαν υλικά και στρατιωτικά τον Αλέξανδρο στη μεγάλη εκστρατεία. Τρεις από τους εξέχοντες ναυάρχους του Αλεξάνδρου, ο Νέαρχος, ο Αντισθένης και ο Λαομέδων κατάγονταν από την θρακική Αμφίπολη. Αυτούς τους ναυάρχους ενίσχυσε ο κυπριακός στόλος κατά την κατάληψη της Τύρου.
Στους μακεδονικούς χρόνους και στη ελληνιστική περίοδο απέκτησε ξεχωριστή φήμη η θρακική νήσος της Σαμοθράκης με τα ιερά των Μεγάλων Θεών. Εκεί γνώρισε ο Φίλιππος την Ολυμπιάδα, ενώ σχεδόν όλοι οι διάδοχοι και επίγονοι αφιέρωσαν αναθήματα και τα Ιερά της. Το 306 π. Χ ο επιφανέστερος των επιγόνων, ο Δημήτριος ο γιος του Αντιγόνου, μετά τη ναυτική και πεζική του νίκη στη Σαλαμίνα της Κύπρου, η εκπόρθηση της οποίας του απέφερε το προσωνύμιο του Πολιορκητή και την προσαγόρευση του ως βασιλιά από τον πατέρα του Αντίγονο, αφιέρωσε στο ιερό των Καβείρων τη περίφημη Νίκη της Σαμοθράκης, έργο του ρόδιου γλύπτη Πυθόκριτου. Η επιστροφή της πρέπει ίσως να αποτελέσει όπως και των μαρμάρων του Παρθενώνα εθνικό αίτημα.
Από την Σαμοθράκη καταγόταν και ο τελευταίος προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας με ευρεία λόγια παιδεία, ο Αρίσταρχος που έζησε στην Αίγυπτο στα χρόνια του Πτολεμαίου Στ΄ του Φιλόμητρος
Στα Ρωμαϊκά χρόνια η Κύπρος και η Θράκη θα αποτελέσουν χώρες του Οικουμενικού Ρωμαϊκού κράτους. Ένας από τους κυβερνήτες της Θράκης ο Κλαύδιος Άτταλος θα αναλάβει, μετά την υπηρεσία του στην Βόρεια Ελλάδα κυβερνήτης της Κύπρου. Στη ρωμαϊκή περίοδο η Κύπρος μαζί με τις βόρειες Ελληνικές περιοχές θα δεχτούν ένα ακόμη δομικό στοιχείο ενίσχυσης των σχέσεων τους: τον Χριστιανισμό. Το ομόγλωσσο και ομόθρησκο θα αποτελέσουν στη συνέχεια την βάση για την ενότητα του Ελληνισμού στο χώρο και στο χρόνο.
Η Βυζαντινή περίοδος για την Κύπρο τελειώνει το 1191 με την κατάληψη του νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο ενώ η ίδια περίοδος για την Θράκη λήγει με κάποιες παρενθέσεις οριστικά το 1365 με την τουρκική κατάκτηση
Στα χρόνια του μεγάλου ξεσηκωμού Μακεδόνες ,Θράκες και Κύπριοι πρωτοστάτησαν και συμμετείχαν στις επαναστατικές διαδικασίες. Ανάμεσα στα επιφανή μέλη της Φιλικής Εταιρίας αναφέρονται διαπρεπείς λόγιοι και έμποροι από πόλεις και χωριά των σημερινών νομών της Ροδόπης, της Ξάνθης και του Έβρου, από την Αν. Θράκη, την Αν. Ρωμυλία, αλλά και της Κύπρου που δεν υστέρησε σε παρουσία και συμμετοχή σε όλους τους αγώνες του έθνους. Μαζί με τους Φιλικούς που φυλακίστηκαν στην Οδησσό μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αναφέρονται έξι κύπριοι κρατούμενοι και γύρω στους τριάντα από τις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Εκεί όμως που θα συναντηθούν οι Θρακιώτες αγωνιστές με τους Κυπρίους εθελοντές είναι οι επαναστατικές επιχειρήσεις στην Εύβοια και η προσπάθεια κατάληψης της Καρύστου. Η θρυλική καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη, αλλά και πολλοί άλλοι καπεταναίοι και πλοιοκτήτες από την Αίνο όπως ο Μαργαρίτης Κουταβός, ο Ελευθέριος Παλαιός και άλλοι υποστήριξαν με τα καράβια τους τις επιχειρήσεις του Διαμαντή Ολυμπίου, του Βάσου Μαυροβουνιώτη και του Μπεϊζαδέ Ηλία Μαυρομιχάλη στα σώματα των οποίων υπηρετούσαν σύμφωνα με τις βεβαιώσεις του Αγώνα πολλοί Κύπριοι και Θρακιώτες. Ο Μαργαρίτης Κούταβος ονόμαζε ένα μάλιστα από τα πλοία του “Λευκωσία”, ενώ σ’ ένα άλλο είχε τοποθετήσει ως κυβερνήτη τον καπετάν Ιωάννη Κύπριο. Στις μάχες της Εύβοιας έλαβαν μέρος οι κύπριοι αγωνιστές. Ο ονομαστός Θρακιώτης οπλαρχηγός Χατζηχρήστος είχε υπό τις οδηγίες του δεκάδες κυπρίους αγωνιστές όπως τον Ιωσήφ Κύπριον από το παλαιοχώρι, τον Θεόδωρο Ιωάννου για τον οποίο αναφέρει ότι: “άμα ήχησεν η σάλπιγξ του Άρεως της αγαπητής ημών πατρίδος Ελλάδος ο Θεόδωρος ούτος οπλίσθη και επαξίως ανδρείας φερόμενος παρευρέθη κατά των εχθρών και καθόλας τας περιστάσεις ατρομήτως μαχόμενος” και ακόμη τον Γεώργιο Φιλίππου για τον οποίο γράφει ότι “άμα ήχησε ο υπέρ της Ελλάδος πόλεμος εγκαταλέιψας την πατρίδαν του Κύπρον από 1822 και προσέφυγεν εν αυτή τη Ελλάδι όπου ενωθείς με τους τότε υπάρχοντας οπλαρχηγούς επολέμει”.
Ο Χατζηχρήστος μαζί με τον Μακρυγιάννη, τον Πετρόμπεη, τον Καλλέργη και τον Κίτσο Τζαβέλλα βεβαιώνουν τα σχετικά με την δράση του Αγγελή Μιχαήλ που πολέμησε κάτω από τις αρχηγίες του Χατζηχρήστου στην Τριπολιτσά, στην Κόρινθο και το Κρομμύδι όπου συνελήφθη από τον Ιμπραήμ. Ο αδελφός του Αγγελή είχε ήδη πέσει στη Μονή του Σέκου μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο.
Μαζί με τους κύπριους συμπολέμησαν σε διάφορα μέρη εκτός από το Χατζηχρήστο και άλλοι Θρακιώτες αγωνιστές όπως ο καπετάν Γιώργης Δημητρίου από την Ξάνθη , ο αντιστράτηγος Χατζή Γεώργης Ανδριανουπολίτης και άλλοι.
Ένα από τα πρώτα υποπροξενεία που ιδρύθηκαν από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1834 ήταν εκείνο της Αίνου. Η πόλη, από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες της Θράκης, στις ανατολικές εκβολές του Έβρου, αποτελούσε σημαντικό εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Πρώτος προξενικός αντιπρόσωπος τοποθετήθηκε ο κυπριακής καταγωγής αγωνιστής του 1821 Φίλιππος Βάρδας.
Το 1890 έφτασε στην Κύπρο για να υπηρετήσει ως γραμματέας του ελληνικού προξενείου ο Ιωάννης Μακούλης από την Στενήμαχο. Γεννημένος το 1861, απόφοιτο της Ριζαρείου, εγκαταστάθηκε τελικά στην Κύπρο όπου διέμεινε μέχρι το θάνατο του το 1913.
Το δρόμο του Μακούλη ακολούθησε μια λαμπρή εκπαιδευτικός και κοινωνική εργάτιδα η Παρασκευή Ιωάννου από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Γεννημένη το 1877, αριστούχος απόφοιτος του Αρσακείου της Αθήνας, προσκλήθηκε αμέσως μετά την αποφοίτηση της στην Κύπρο και ανέλαβε το 1898 τη Διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Λάρνακας. Την ίδια εποχή υπηρέτησε ως διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Λευκωσίας η Μαρία Κωνσταντίνογλου από την Φιλιππούπολη
Συνεχίζεται