Ήταν στην οπισθοχώρηση, Φθινόπωρο του ’44, όταν τα λεφούσια των καταραμένων υποχωρούσαν συντεταγμένα μετά την προέλαση των συμμάχων στο Δυτικό Μέτωπο. Ήρθαν και στρατοπέδευσαν έξω απ’ το χωριό· δίπλα στο ποτάμι για νάχουν νερό.
Ολα κι όλα. Εκστρατεία μεν, αλλά η καθαριότητα καθαριότητα. Φρεσκοξυρισμένοι πάντα, λες και γαμπροί θα πήγαιναν. Δεν πείραξαν τότε ψυχή οι Γερμανοί. Σχεδόν απέφευγαν να μπουν και να ανακατευτούν με τους Γενήκεβλήδες. Κι οι χωριανοί τους αντιμετώπισαν σχεδόν αδιάφορα. Πως είναι η γρίππη λίγο πριν γιατρευτείς ολότελα; έχει φύγει ο πόνος, ο πυρετός, και μένει ο απόηχος της πολυήμερης εξάντλησης.. Ε, κάπως έτσι.
Σ’ ένα διόροφο- τρία ήταν όλα κι όλα στο χωριό-εγκαταστάθηκε ο διοικητής. Φρίτς, ή κάπως έτσι τον λέγανε, ταγματάρχης στο βαθμό, ψηλός δυο μέτρα, ζήτημα αν είχε σαρανταρίσει.
Δυο σπίτια πάνω από της χήρας της Σάρας ήταν το διόροφο διοικητήριο του Φριτς. Και είχε κίνηση όλο το 24ωρο. Κάθε τόσο ερχόταν βαθμοφόροι, ενημέρωναν τον Φριτς, έπαιρναν εντολές και κατηφόριζαν στο ποτάμι, στο στρατόπεδο.
Θάταν έξι το απόγευμα, όταν τρεις Γερμανοί χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού της χήρας, ήταν το πρώτο του χωριού καθώς ανηφόριζαν τον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Έλειπε η Σάρα, ήταν μόνος του ο Γιάγκος.
- Χόνιχ, χόνιχ, φώναξαν και φαινόταν ακόμα και στα μάτια του 16 χρονου Γιάγκου πως τα είχαν τσούξει. Μέλι ζητούσαν. Είδαν τις τρεις κυψέλες στην αυλή, και νοστάλγησαν, φαίνεται, το μέλι που έτρωγαν στην πατρίδα τους. Τότε που ο Χίτλερ επέβαλε κανόνες στην υγιεινή διατροφή για να διαπλάσει τους Άρειους Υπεράνθρωπους. Και κατάφερε να φτιάξει τους Αρειους Αγριάνθρωπους που αιματοκύλισαν τον κόσμο όλο.
Τι του ήρθε του Γιάγκου, δεν ήξερε και τη γλώσσα, μόνο κάτι φάχτεν φούχτεν από τον ελάχιστο συγχρωτισμό με τους κατακτητές στα τέσσερα χρόνια της Κατοχής… κι αντί να τους εξηγήσει πως οι κυψέλες δεν είχαν μέλισσες και μέλι, τους έδειξε τις κυψέλες…. Είπαμε, κανείς δεν φοβόταν τους Γερμανούς στην οπισθοχώρηση. Ήταν σα τη γρίπη που περνούσε.
- Να, εκεί είναι, πάρτε μόνοι σας, σχεδόν τους αποπήρε.
Όχι πως κατάλαβαν οι Γερμανοί, αλλά από την κίνηση των χεριών, μπήκαν στο νόημα. Πλησίασαν με προφυλάξεις. Με ένα ραβδί θέλησε να κατοπτεύσει το έδαφος ο ένας τους. Μέλισσες πουθενά. Ξεθαρρεύουν, επεξεργάζονται τις κυψέλες, ψάχνουν απεγνωσμένα μήπως σε καμιά κερήθρα ξέμεινε μέλι, αλλά που τέτοια χάρη...
Μια δυο, θύμωσαν οι Τεύτονες, κάπου νόμισαν πως τους κορόϊδεψε ο Γιάγκος, δίνουν μια κλωτσιά και οι κυψέλες έγιναν πύραυλοι. Και φανερώθηκε η καταστροφή.
- Κομ, κόμ, άρπαξαν τον Γιάγκο οι στρατιώτες του Χίτλερ μέσα από το σπίτι του. Τον πήραν σηκωτό, τον έβγαλαν έξω και τον έσερναν προς τις κυψέλες.
- Αφήστε με ρε βρωμιάρηδες, διαμαρτυρόταν αγριεμένος στ’ αλήθεια ο 16χρονος Γιάγκος. Τι φταίω εγώ άμα δεν έχει μέλι.
- Κομ, κομ, το βιολί τους οι στρατιώτες. Και με τα Κομ τον έφεραν σηκωτό μπροστά στις κυψέλες. Η μάλλον μετά τις κλωτσιές, μπροστά στα υπολείμματα… Κι είδε και κατάλαβε τότε ο Γιάγκος. Κάμποσα φυσίγγια, τρεις χειροβομβίδες γερμανικές, παρατημένες και μισοθαμένες στο χώμα, έχασκαν πια στο φως.
Τα είχε ξεχάσει. Θα ήταν εκεί τουλάχιστον μισό χρόνο. Τότε που ως μέλος της ΕΠΟΝ συμμετείχε με τον τρόπο του στην Αντίσταση. Μάζευε πολεμικό υλικό και το παράδινε στους αντάρτες, τον χρησιμοποιούσαν για σύνδεσμο, ότι μπορεί τέλος πάντων να προσφέρει ένα παιδί 13-14 χρόνων στην πατρίδα. Θα ήταν η τελευταία παρτίδα υλικού που μάζεψε. Την έκρυψε κάτω από τις κυψέλες και ξεχάστηκε εκεί. Γιατί εν τω μεταξύ οι αντάρτες είχαν οργανώσει πιο επαγγελματικά τον εφοδιασμό τους.
- Βας ιστ ντας; ρωτούσαν απειλητικά και ξεσήκωσαν τον κόσμο. Ο φουκαράς ο Γιάγκος έβαλε τα κλάματα. Ο ένας Γερμανός έφυγε και πήγε στο στρατόπεδο. Σε λίγο επέστρεψε με ολόκληρη διμοιρία και τον επικεφαλής αξιωματικό. Άκουσε την φασαρία η Σάρα, έτρεξε να δει τι γίνεται στην αυλή της. Μόλις είδε τον Γιάγκο της στα χέρια των Γερμανών έμπηξε φωνή ίσαμε τον ουρανό.
- Σκυλία, αφήστε τον γιο ‘μ...
Που να τον αφήσουν όμως. Κατοχή πολεμικού υλικού, γερμανικού μάλιστα, σήμαινε εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες.
-Παρτιζάν, παρτιζάν...μπουμ μπουμ, άκουγε ο Γιάγκος τους Γερμανούς να απειλούν χαιρέκακα. Κι ύστερα έπιασε το νόημα “Μπουμ μπουμ, τι σημαίνει δηλαδή; πήρε να σκέφτεται. Τον έζωσαν τα φίδια. ” Είχε ακούσει για εκτελέσεις ανταρτών σαν εκείνη που έγινε κατακαλόκαιρο μέσα στο Κιλκίς κι ανατρίχιασε όλος ο ντουνιάς, αλλά αυτά αφορούσαν άλλους. Ο ίδιος τι είχε κάνει; Παιδικές αποκοτιές. Σχεδόν παιχνίδι ήταν να μαζεύουν τα παιδιά καμιά σφαίρα, καμιά χειροβομβίδα.
Αντίθετα να πας σύνδεσμος ένα βράδυ ή και μέρα καμιά φορά αν ήταν χρεία, χίλιες φορές δυσκολότερο έμοιαζε. Μια δυο φορές κινδύνεψε στ’ αλήθεια όταν έπεσε σε περίπολο των εχθρών. Ηξερε καλά το μάθημα που τους δασκάλευαν οι αντάρτες. “Μόλις δείτε Γερμανούς καταπιείτε το χαρτάκι”.
Τον περασμένο χειμώνα, θάταν Φεβρουάριος, μαζί με το μεγαλύτερο χωριανόπουλο, τον Καραπέτσο, έτσι τον καλούσαν κοροϊδευτικά εξαιτίας της μαυρίλας του, βγήκαν απ’ το χωριό με κατεύθυνση το Ηλιόλουστο, λίγο πριν βραδιάσει. Αν έβλεπαν Γερμανούς θα έλεγαν πως πήγαιναν να δουν τα χωράφια τους, αν φύτρωσε το στάρι. Πριν το ποτάμι, 300 μέτρα από τον προορισμό τους φάνηκε το περίπολο.
Οι μικροί συνδεσμίτες τάχασαν. Ο Γιάγκος πρόλαβε και γυρνώντας με τρόπο κατάπιε το χαρτί με το μήνυμα. Ο Καραπέτσος ίδρωσε, άρχισε να τρέμει, έψαχνε τις τσέπες του. Έκανε όλα όσα δεν έπρεπε και τράβηξε την προσοχή των Γερμανών. Τους έπιασαν, τους έψαξαν, τους ανέκριναν στο τέλος δεν βρήκαν τίποτα. Αλλά και η στάση τους ήταν περίεργη. Συνόδεψαν τα παιδιά στο χωριό. Ανέκριναν τους γονείς, έφαγαν μερικές ψιλές μικροί και μεγάλοι, τελικά τους αμόλησαν. Αλλά η ψυχούλα του Καραπέτσου τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα. ‘Ηταν ο καλύτερος μαθητής στο σχολείο. Μαθηματικό μυαλό που το ζήλευε κι ο δάσκαλος. Απ’ τον φόβο όμως κακόπαθε.
Χρόνια ύστερα ο Καραπέτσος γύριζε στο χωριό, αλλαφροϊσκιωτος. Και τα παιδιά τον κορόιδευαν. Τα παιδιά των ανταρτών πια. Κορόιδευαν τον Καραπέτσο που στην ηλικία τους αντί να παίζει γκάζες, όπως εκείνα, έτρεχε σύνδεσμος στα βουνά και στα ρουμάνια, ανάμεσα σε Γερμανούς και Βούλγαρους. Γιατί λίγο πάνω από το χωριό, στην παλιά σιδηροδρομική γραμμή που κινούσε από το Πολύκαστρο και κοφτά ενωνόταν με τη γραμμή Θεσσαλονίκης Σερρών στην Καλίνδρια, ήταν τα φυλάκια των Βούλγαρων. Σχεδόν διπλή κατοχή.
Τώρα όμως δεν τον έπιασαν για τίποτα σοβαρό, λογάριαζε ο Γιάγκος μέχρι που ξανάκουσε το μπουμ μπουμ του χαιρέκακου Τεύτονα. Ζήτημα αν τον έριχνε τέσσερα με πέντε χρόνια. Αν ήταν ελληνάκι μπορεί και να τον έπαιρνε στις παρέες του. Τώρα όμως ήταν εχθρός, κατακτητής. Άρειος που ήρθε να διδάξει την ανωτερότητά του με μάνλιχερ. Βρήκαν πολεμοφόδια, συνέλαβαν τον υπαίτιο, έβγαλαν απόφαση: Παρτιζάν ο Γιάγκος και η ποινή του: εκτέλεση. Τον πήραν τα σιρόπια τον ορφανό. Έβλεπε και τη μάνα του να σκούζει, πότε να κλαίει, πότε να παρακαλεί, πότε να καταριέται τους Γερμανούς και τον έπιασε απόγνωση. Είδε τον επί κεφαλής να διατάζει έξι από τους στρατιώτες να απομακρυνθούν και τότε κατάλαβε. Ετοίμαζαν το εκτελεστικό του απόσπασμα.
Ώστε αυτό ήταν; Και τώρα τι κάνουμε; βρήκε το κουράγιο να σκεφτεί. Αξιοπρεπής ως ανεψιός στρατηγού του τσαρικού στρατού ή πέφτουμε στα πόδια τους να μας λυπηθούν; Ιδού το δίλημμα.
Διότι ο Γιάγκος μπορεί εν Ελλάδι να ήταν ορφανός χωρίς ρίζες, αφού πατέρας και πρώτοι θειοί πέθαναν άλλοι στο δρόμο κι άλλοι από τις κακουχίες των πρώτων χρόνων της εγκατάστασης, αλλά στη Ρωσία η δόξα της γενιάς του έφτανε μέχρι την αυλή των Τσάρων. Θείο, στρατηγό του Τσάρου είχε και στα δύσκολα η ανάμνηση του θειού του, ενέπνεε και στέριωνε τον μικρό και ορφανό Γιάγκο.
Και νάθελε όμως να τηρήσει άκαμπτη στάση, δεν τον άφηνε η μάνα του. Την έβλεπε να πέφτει στα πόδια του αξιωματικού, να τον ικετεύει και λύγισε. Λησμόνησε πως για κείνον έκλαιγε η μάνα του και τον πήρε το κλάμα για κείνην. Άκαμπτος ο αξιωματικός. Με το που άρχισε τα παραγγέλματα, η μάνα σαν μαινάδα έπεφτε πάνω στο εκτελεστικό απόσπασμα. Την τραβούσαν, την έδιωχναν κι εκείνη σε μια ανάσα ριχνόταν πάνω στις κάνες των προτεταμένων όπλων. Αυτή η σκηνή σημάδεψε τον Γιάγκο . Και κάθε που τον κύκλωναν μπόρες, είχε εύκολη την παρηγόρια: κουράγιο Γιάγκο, απ’ το απόσπασμα των Γερμανών γλίτωσες, τώρα θα κωλώσεις; Κι ευθύς στήλωνε το ανάστημά του.
Απ’ τις φωνές της μάνας και την φασαρία μαζεύτηκαν οι χωριανοί. Φώναζαν κι αυτοί, αλλά κανείς δεν ξεχνούσε πως είχε απέναντί του στρατό κατοχής. Η γιαγιά Ανυσία, λαφρύ νάναι το χώμα που την σκεπάζει, άκουσε τις φωνές. Στο σπίτι της, το δίπατο διέμενε ο Φρίτς και δεν έχασε καιρό. Ήταν και ξάδελφος του άντρα της ο Γιάγκος δεν έχασε ούτε δευτερόλεπτο. Προσέτρεξε στον Φριτς.
Είδε στο πρόσωπό της την απόγνωσή ο Φρίτς κι από περιέργεια περισσότερο την ακολούθησε. Σε δύο λεπτά έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης. Ευτυχώς με το τσαγανό της, τις φωνές, τα σκουξίματα και την επίθεση στις κάνες των στρατιωτών η μάνα καθυστέρησε την εκτέλεση: Είδαν τον διοικητή τους οι στρατιώτες, στάθηκαν κλαρίνο.
Ζήτησε εξηγήσεις ο διοικητής. Μάχτεν φούχτεν, πήρε να εξηγεί ο λοχίας του αποσπάσματος και ξαφνικά ο Γιάγκος έγινε μάρτυρας μιας σκηνής ένεκα της οποίας εν μέσω Κατοχής - έστω επί αποχώρησης- έγινε γερμανόφιλος . Δεν πρόλαβε να πει δυο τρεις φράσεις ο λοχίας, αγριεύει ο Φριτς και του αμολάει ένα χαστούκι, μα τι χαστούκι. Γύρισε το κεφάλι του λοχία.
-Ραους, ηλίθιε, του είπε. Δεκαπέντε χρονών παιδί πας να σκοτώσεις; Ξέρεις πως τα βουνά απέναντι είναι γεμάτα με αντάρτες; Ηλίθιε, πως θα περάσουμε να πάμε στην πατρίδα; Και ξανά χαστούκι. Και πάλι χαστούκι. Τον φουκαρά τον λοχία, σχεδόν τον λυπήθηκε ο Γιάγκος.
- Κομ χίαρ. Ελα, μην φοβάσαι, χαμογέλασε κι αυτό ήταν το πιο όμορφο χαμόγελο που είδε στη ζωή του ο Γιάγκος. Βγάζει από την τσέπη του μια σοκολάτα ο Φριτς ο στρατηγός και την προτείνει θαρρετά στον Γιάγκο. Κι έτσι γλίτωσε το κεφάλι του κι από τότε δεν ήθελε ν’ ακούσει κακιά κουβέντα για τους Γερμανούς ο Γιάγκος.
Χρόνια πολλά μετά την παρ’ ολίγον εκτέλεσή του καθώς μετανάστης πια βολτάριζε τις Κυριακές στην κεντρική πλατεία του Όφενμπαχ, ο Γιάγκος αγαπούσε και πάλι τους Γερμανούς. Αγόραζε και σοκολάτες, σαν κι εκείνη που του πρόσφερε ο Φριτς. Ήθελε και να τον ψάξει, να τον αναζητήσει, που ξέρεις καμιά φορά η τύχη τα φέρνει δεξιά
Μα, θες η ανάμνηση του αγριεμένου λοχία τότε που κραύγαζε «παρτιζάν μπουμ μπουμ», θες οι κάνες που τον σημάδευαν, θες οι κραυγές της μάνας του, δεν άφηναν τον Γιάγκο να σηκώσει κεφάλι και να κοιτάξει στα μάτια τους Γερμανούς.
Ήταν Γερμανόφιλος, αλλά δεν κατάφερε μήτε προσπάθησε ποτέ να αντικρίσει Γερμανό στα μάτια. Φόβος ήτανε; ενοχή που γλίτωσε αυτός, ενώ παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά χάθηκαν των αδίκων άδικα, θα σας γελάσω…
(Στην ιερή μνήμη του πατέρα μου, του Γιάγκου Παγλαρίδη που έφυγε από τη ζωή πριν 11 χρόνια, σχεδόν τέτοιο καιρό)
Θεοφύλακτος
Παγλαρίδης