Η ίδια εικόνα κι εδώ. Όλη η αλητεία της Θεσσαλονίκης μαζεμένη. Φασαρίες, ναρκομανείς, καμπαρετζούδες και κάθε καρυδιάς καρύδι έκαναν παρέλαση γύρω και μέσα στο κυλικείο μας όταν άρχιζε να νυχτώνει.
Στο ισόγειο απέναντι ήταν ένας επιγραφοποιός. Ανάμεσα στα άλλα έκανε τις επιγραφές σε εταιρικά φορτηγά. Ήταν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 70 όταν στον επιγραφοποιό έφεραν φορτηγά μιας εταιρίας που δημιούργησε ο Στέλιος Καζαντζίδης με τίτλο: ‘’Ούζο Υπάρχω’’. Ήταν η εποχή που ο Στελάρας είχε αποσυρθεί από τη δισκογραφία. Ο επιγραφοποιός άρχισε τη δουλειά και έβλεπα καθημερινά τα κλειστά φορτηγά να βάφονται εξωτερικά με το σήμα της εταιρίας. Ένα απόγευμα ήρθε ο Στελάρας για να δει την πρόοδο των εργασιών. Ζήτησε ένα καφεδάκι και οι θαυμαστές του τον έφεραν σχεδόν σηκωτό στο κυλικείο μας. Περιττό να σας πω ότι ο στενός χώρος του κυλικείου και ο εσωτερικός διάδρομος της οικοδομής γέμισαν από δεκάδες απλούς ανθρώπους που κατέβηκαν από τις βιοτεχνίες και από τα πέριξ για να δουν από κοντά τον Στελάρα τους. Ανάμεσά τους βέβαια κι εγώ που αδημονούσα να δω τον θρύλο. Πίνει το καφεδάκι του ο Στελάρας μιλώντας με τον κόσμο και σε λίγο ένας φέρνει μια κιθάρα και απαιτεί.
-Στέλιο κάτι θα μας τραγουδήσεις.
-Χαλάω χατήρι εγώ;
Παίρνει την κιθάρα ο Στέλιος και αρχίζει να την κουρδίζει. Χαρά εγώ. Θα ακούσω τον Στελάρα live. Ντρίγκι ντρίγκι κουρδίζει ο Στέλιος, ντρίγκι ντρίγκι ξανακουρδίζει για πολλή ώρα και ξάφνου ακούγεται μια φωνή.
-Κύριε Στέλιο, τελειώσαμε. Φεύγουμε.
-Συγνώμη παιδιά, λέει ο Στέλιος, πρέπει να φύγω.
Και μείναμε όλοι με τη γλύκα.
Στο δεύτερο αυτό κυλικείο έρχονταν να πιουν καφέ από τα χέρια του πατέρα μου διάφοροι από όλες τις γωνιές της Σαλονίκης. Άλλοι έρχονταν για να απολαύσουν τα περίφημα σουβλάκια και τα σουτζουκάκια μας όλα στα κάρβουνα. Μετά το μεσημέρι που έπεφτε η δουλειά, πλάκωναν κάτι μερακλήδες πότες που κρατούσαν στα χέρια τους διάφορους τσιπουρομεζέδες. Άλλος έφερνε λουκάνικα χωριάτικα, άλλος παστουρμά κτλ. Ακολουθούσε η τσιπουροκατάνυξη μέχρι τελικής πτώσεως. Ήρθε η ώρα που παντρεύτηκα. Η σύζυγός μου καταγόταν από την Ελασσόνα, την πρωτεύουσα του τσίπουρου. Θέλοντας κι εγώ να συνεισφέρω στα ηρωικά φαγοπότια, σε μια επίσκεψη στην Ελασσόνα πάω στον παραγωγό τσίπουρου τον περίφημο Βαρσάμη στην γειτονική Τσαριτσάνη.
-Βάλε μου μια μπουκάλα τσίπουρο, του λέω.
-Πόσο να βάλω; Δύο λίτρα, τέσσερα, πόσα;
-Χμμμμ….τι να τους κάνουν αυτούς τα τέσσερα λίτρα. Γέμισε μια νταμιτζάνα να πάει για κανά μήνα.
Παίρνω την νταμιτζάνα και την φέρνω θριαμβευτικά στην μεταμεσημβρινή παρέα του κυλικείου μας.
-Από την πηγή, τους λέω. Τσαριτσάνη Ελασσόνας.
-Καλό είναι ρε; με ρωτάνε.
-Αφρός, τους λέω.
Ένας απ’ αυτούς παίρνει την νταμιτζάνα, γεμίζει ένα πιατάκι του καφέ, ανάβει ένα σπίρτο και το πλησιάζει στο πιατάκι. Μπουρλότο το τσίπουρο, φωτιά κανονική όχι αστεία.
-Αυτό είναι τσίπουρο, αναφωνούν όλοι. Γιάννη κάνε κουμάντο.
Όχι μήνας αλλά σε πέντε-έξι μέρες ο πατέρας μου με ρωτάει.
-Πότε θα ξαναπάς Ελασσόνα;
-Γιατί ρωτάς μπαμπά;
-Τέλειωσε η νταμιτζάνα. Φέρε καμιά δεκαριά νταμιτζάνες να τη βγάλουμε.
Στην περιοχή λειτουργούσαν και οι παραβαρδάριοι κινηματογράφοι που έπαιζαν συνήθως δύο έργα, το ένα καουμπόικο και το άλλο πορνό (κοινώς τσόντα) όπου ανάμεσα στους θεατές κυριαρχούσε η σάρα και η μάρα της πόλης. Ήταν το ‘’Αττικόν’’ στην αρχή της Εγνατίας όπου οι θεατές έτρωγαν πατσά που είχαν προμηθευτεί από γειτονικό πατσατζίδικο. Κάποιοι έψηναν και ρέγγες…έτσι για παρέα στο καραφάκι που κατέβαζαν την ώρα της προβολής. Ήταν το ‘’Πάνθεον’’ στην αρχή της οδού Δωδεκανήσου. Ήταν το ‘’Λαϊκόν’’ στην αρχή της Μοναστηρίου στη στοά. Ήταν το ‘’Ίλιον’’, η ‘’Αλέκα’’, η ‘’Βίλμα’’ …
Παρακάτω στο λιμάνι τα κόκκινα φωτάκια περίμεναν την πελατεία ενώ οι άφραγκοι μαθητές των απογευματινών γυμνασίων, όταν σχόλαγαν το βράδυ περιορίζονταν σε μια απλή ‘’τσάρκα’’ για ‘’οφθαλμόλουτρα’’. Λίγο πιο πάνω στα παλιά λαδάδικα έδινε κι έπαιρνε το φθηνό υπαίθριο σεξ.
Κατά τα άλλα η ζωή στον Βαρδάρη της δεκαετίας του 70, κυλούσε όπως και στο προηγούμενο κυλικείο μας όταν άρχιζε να νυχτώνει. Η ίδια αλητεία, τα ίδια λούμπεν στοιχεία, τα ίδια δυστυχισμένα πλάσματα που δούλευαν στα καμπαρέ, οι ίδιοι προαγωγοί, τα ίδια κουτσαβάκια, οι ίδιοι ναρκομανείς, η ίδια κινούμενη δυστυχία. Πηγαίναμε το πρωί με τον πατέρα μου για να ανοίξουμε το κυλικείο και βλέπαμε τους ναρκομανείς με τη βελόνα στο μπράτσο να κοιμούνται στα εσωτερικά σκαλοπάτια. Κλείναμε το βράδυ, φεύγαμε με την είσπραξη της ημέρας και τρέμαμε για ληστρικές επιθέσεις που ήταν τότε κανόνας στην περιοχή. Ουκ ολίγες φορές βέβαια διέρρηξαν το κυλικείο μας και πήραν ό,τι βρήκαν.
Είχα ήδη διοριστεί δάσκαλος στο Κιλκίς και όποτε μπορούσα βοηθούσα τον πατέρα μου στη δουλειά. Έτυχε να περάσει από το κυλικείο μας κάποτε φίλος από το Κιλκίς. Είδε το περιβάλλον και κατάλαβε πολλά.
-Εδώ μεγάλωσες; μου λέει.
-Εδώ φίλε.
-Και πώς τα κατάφερες και κράτησες την ψυχή σου σε τόσο ψηλά επίπεδα μέσα σε τέτοιο νοσηρό περιβάλλον;
-Φίλε μου, από νωρίς διαπίστωσα ότι στη ζυγαριά της ύπαρξής μου, το δεξί τάσι φορτώθηκε με όλη την ασχήμια που είδες κι εσύ και βάρυνε πολύ. Φρόντισα να ενισχύσω το αριστερό τάσι με γνώση και πολιτισμό. Έβαλα μπόλικο ποιοτικό θέατρο, μπόλικο καλό κινηματογράφο, πολλή μουσική και συναυλίες και το κυριότερο, βιβλία, πολλά βιβλία με αποτέλεσμα η ζυγαριά να γείρει προς τα αριστερά. Πήρα όμως και πολλά θετικά από τη ζωή μου εδώ. Γνώρισα ανθρώπινους χαρακτήρες, είδα την άσχημη πλευρά της ζωής και εκτίμησα την άλλη πλευρά, την καλή. Μεγάλο σχολείο τελικά ο Βαρδάρης αδελφέ…
Τετάρτη, 08 Ιουλίου 2020 22:55
Παλιός Βαρδάρης II
Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης, Δάσκαλος.
Το 1975 ο πατέρας μου έκλεισε το κυλικείο της οδού Λαγκαδά και πήρε δεύτερο κυλικείο πάλι στην περιοχή του Βαρδάρη στο ισόγειο οικοδομής στην οδό Ειρήνης 17. Εκεί ήταν το πρακτορείο λεωφορείων Λαγκαδά που είχε δικό του κυλικείο και ο πατέρας μου πήρε το κυλικείο όλης της οικοδομής.